Ένας από τους σφοδρούς πολέμιους της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος (ΕΟΚ), η οποία ιδρύθηκε με τη Συνθήκη της Ρώμης στις 25.3.1957,   ήταν και ο καθηγητής μου της Εφηρμοσμένης Πολιτικής Οικονομίας Δημοσθένης Σ. Στεφανίδης. Στο βιβλίο του «Εθνική Οικονομική Πολιτική», Αθήναι, 1961, διατυπώνει την πιο κάτω πρόβλεψη στη σελίδα 176: «Ό, τι δεν  επέτυχε η Γερμανία δια της δυνάμεως των όπλων,  επιδιώκεται ειρηνικώς δια της ΕΟΚ .….». Για τις λιγότερα ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες, που θα προσχωρήσουν στην τελωνειακή ένωση εκφράζεται με μεγάλη απαισιοδοξία γιατί, όπως αναφέρει σχετικά στη σελίδα 179, «αι τοιάυται τελωνειακαί ενώσεις εθωρήθησαν πάντοτε υπό της επιστήμης ως παρά φύσιν και ως μέσα της αιχροτέρας μεταξύ των λαών οικονομικής εκμεταλλεύσεως».

Μετά από πορεία 35 χρόνων,  πραγματοποιήθηκε η θεαματική μετεξέλιξη της ΕΟΚ,  με τη Συνθήκη του Maastricht της 7.2.1992με την οποία  ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και τέθηκαν οι βάσεις για μια ενιαία νομισματική πολιτική στόχος της οποίας ήταν  να δημιουργηθεί ένα ενιαίο νόμισμα και να εξασφαλιστεί η σταθερότητα αυτού του νομίσματος με τη σταθερότητα των τιμών και την τήρηση των κανόνων της οικονομίας της αγοράς. Με τα κριτήρια που έθεσε η Συνθήκη για τους δημοσιονομικούς ελέγχους και τη νομισματική διαχείριση, τέθηκε το πλαίσιο μιας οικονομικής πολιτικής απόλυτα προσαρμοσμένης στις απαιτήσεις του οικονομικού φιλελευθερισμού. Η  Συνθήκη του Μάαστριχτ γεννήθηκε μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης ευφορίας για μια μελλοντική  μεγάλη και ενωμένη Ευρώπης, ειδικά μέσα από τη γέννηση ενός κοινού νομίσματος.  Ήταν ένα μεγάλο άλμα. Είναι πολλοί που υποστηρίζουν, βασιζόμενοι στις σημερινές πραγματικότητες,  ότι ήταν ένα άλμα στο κενό.

Τα όσα ακολούθησαν και τα όσα τεκταίνονται σήμερα, δικαίωσαν την «προφητεία» του καθηγητή μου. Η νομισματική ένωση έγινε όπλο στα χέρια των  πλουσιοτέρων χωρών της ΕΕ, κυρίως της Γερμανίας,  για άγρια εκμετάλλευση των οικονομικά ασθενέστερων χωρών του Νότου. Η Γερμανία είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που βγήκε κερδισμένη από την παγκοσμιοποίηση και το ευρώ. Αφού χρησιμοποίησε εισαγόμενο φτηνό εργατικό δυναμικό και επέβαλε στον λαό της αυστηρή λιτότητα,  εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία των χωρών του ευρώ να την ανταγωνιστούν με υποτίμηση του νομίσματός τους και την κατάργηση των τελωνιακών δασμών και κατέκλυσε με τα προϊόντα της την ευρωζώνη προτού αρχίσει η «εισβολή» της Κίνας. Τούτο,  οδήγησε σε μια μαζική μεταφορά πόρων από τις άλλες χώρες, κυρίως του Νότου, προς τη Γερμανία. Επίσης, με  τα δάνεια που προσφέρονται στην περίοδο της κρίσης,  η Γερμανία έχει κερδίσει δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ, αφού η ίδια δανείζεται με μηδαμινά ή και αρνητικά επιτόκια.

Στην ευρωζώνη, από τότε που γονάτισαν οικονομικά η Γαλλία και η Ιταλία, η Γερμανία κατέστη κυρίαρχη. Και δεν κατέστη κυρίαρχη επειδή απλά είναι η πλουσιότερη αλλά επειδή εκπροσωπεί το επικρατήσαν στη Γηραιά Ήπειρο σύστημα. Η Γερμανία συμπεριφέρεται ως ένα είδος επικυρίαρχου, με κράτη δορυφόρους  που απλά υπακούν και δεν αντιστέκονται και με τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών να «χορεύουν στο ρυθμό της».

Η οικονομική κρίση αποκάλυψε ότι  κοινοτική αλληλεγγύη, που συνιστά πυλώνα των Συνθηκών της Ε.Ε,  κατάντησε είδος προς εξαφάνιση. Τραγικό θύμα αυτού του φαινομένου υπήρξε η Κύπρος, που έτυχε πριν δυο χρόνια μιας βάναυσης και αισχρής συμπεριφοράς από τους εταίρους της.  Στο δωδεκασέλιδο έγγραφο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) με ημερομηνία 27 Ιανουαρίου 2013, που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, φαίνεται η όλη έκταση του εγκλήματος που διαπράχθηκε σε βάρος της Κύπρου, με τη συνέργεια και της Κυπριακής Κεντρικής Τράπεζας. Έχουμε τώρα μια σωστή γνώση του σεναρίου που  συντάχθηκε για την οικονομική καταστροφή της Κύπρου.

Η ΕΕ παραπαίει. Αν συνεχίσει τις πολιτικές της, το μέλλον της είναι ζοφερό. Ωστόσο, όσο και αν δεν εμπνέει και προκαλεί πικρία και απογοήτευση η σημερινή εικόνα της ΕΕ, για την Κύπρο η προσκόλληση και παραμονή στην ευρωπαϊκή οικογένεια αποτελεί μονόδρομο. Θα πρέπει να αγωνιστούμε, μέσα στους κόλπους της ΕΕ,  για να γίνουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, αλλαγές και τομές, ώστε η ΕΕ να παύσει να είναι αυτό που τώρα είναι και να γίνει αυτό που θέλουμε να είναι. Είναι αρκετά εύγλωττο αυτό που είπε ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι: «Όποιος θέλει να σώσει την Ευρώπη, πρέπει να αλλάξει την Ευρώπη». Χρειάζονται πολλά να γίνουν και ο δρόμος είναι μακρύς. Αυτό διαφάνηκε πρόσφατα από την κατάληξη της διαπραγμάτευσης που διεξήγαγε η νέα Ελληνική κυβέρνηση με τους «Θεσμούς». Η Ελλάδα αναγκάστηκε να μην κάνει την «επανάστασή» της,  ενώ υποχρεώθηκε στη συνέχιση του Μνημονίου χωρίς να πάρει κάποιο αντάλλαγμα.

(Φιλελεύθερος, 15.3.2015)