Η γραπτή ιστορία του κόσμου είναι, κατά το πλείστον, η ιστορία του πολέμου. Οι πόλεμοι στην ανθρώπινη ιστορία, όπως ευρύτερα το φαινόμενο της σύγκρουσης, συνδέονται με την εμφάνιση και την ύπαρξη του ανθρώπινου γένους, κυρίως όμως με την εμφάνιση των οργανωμένων κοινωνιών και των κρατικών οντοτήτων ως φορέων κρατικών ή εθνικών συμφερόντων. Όταν ο άνθρωπος εγκαταλείπει τη νομαδική ζωή και αρχίζει να συσσωρεύει αγαθά,  η γη αποκτά ύψιστη σημασία. Η γη καταλαμβάνει θέση συμβόλου υπέρτατης αξίας. Η αγάπη προς τα αναγκαία συνταυτίζεται με την αφοσίωση προς την μητέρα πατρίδα. Ο αγώνας για τη γη γεννά δυο κατηγορίες συγκρούσεων: εμφύλιες και διακρατικές. Οι τελευταίες εκδηλώνονται μέσω εδαφικών διεκδικήσεων, για την  αναζήτηση του φυσικού συνόρου ή του «ζωτικού χώρου».

Από αρχαιοτάτων χρόνων οι  διεθνείς σχέσεις διέπονταν από το «δίκαιο του ισχυρού» και  πόλεμος ήταν υπόθεση συμφερόντων και ισχύος, Ήταν σχεδόν για πάντα αγώνας για τη γη και τον πλούτο της.  Οι Αθηναίοι, εκστράτευσαν στη Σικελία, αποδεχόμενοι την έκκληση για βοήθεια  των Λεοντίνων που ήταν και αυτοί Ίωνες και παλιοί σύμμαχοι τους προφασιζόμενοι, όπως μας πληροφορεί ο Θουκυδίδης,  «την κοινήν προς τους Λεοντίνους καταγωγήν, πράγματι όμως διότι ήθελαν  να μην εισάγεται από εκεί σίτος εις την Πελοπόννησον  και συγχρόνως να δοκιμάσουν εάν ήτο δυνατόν να επεκτείνουν την ηγεμονίαν των επί της Σικελίας» (Θουκυδίδου Ιστορίαι, Γ΄, 86, κατά μετάφραση Ελευθερίου Βενιζέλου).

Διαχρονικά, ο πόλεμος διαφθείρει και εκβαρβαρώνει τον άνθρωπο και τον καθιστά παράλογο, άγριο και κακό. Ο Ευριπίδης καταγγέλλει, με τη σπαρακτική κραυγή της Εκάβης,   τα κακά που κάνανε οι Έλληνες στην Τροία, και για τα ίδια κακά που κάνανε οι Αθηναίοι στη μικρή και αδύναμη Μήλο, χρόνια μετά: «Ω, βάρβαρα εξευρόντες Έλληνες κακά». (Έλληνες εσείς που επινοήσατε τέτοιες βαρβαρότητες). Η Αθήνα που έκτιζε Παρθενώνες, που ενθάρρυνε τη φιλοσοφία και τις συζητήσεις για τον άνθρωπο,  την αρετή και την αλήθεια στην αγορά, η ίδια η Αθήνα εξολόθρευε τον πληθυσμό μια μικρής νήσου, της Μήλου, γιατί δεν συμμάχησε μαζί της. Με πρωτοφανή κυνισμό οι Αθηναίοι πρέσβεις δηλώνουν ότι «το επιχείρημα του δικαίου αξίαν έχει, όπου ίση υπάρχει δύναμις προς επιβολήν αυτού, ότι όμως ο ισχυρός επιβάλλει ό, τι του επιτρέπει η δύναμίς του και ο ασθενής παραχωρεί ό, τι του επιβάλλει η αδυναμία του. (Θουκυδίδου Ιστορίαι, Ε, 89, κατά μετάφραση Ελευθερίου Βενιζέλου).

Μετά τον   Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου  διαπράχθηκε η μεγαλύτερη καταστροφή ανθρώπου από άνθρωπο όλων των εποχών, οι ελπίδες της ανθρωπότητας για μια παγκόσμια ειρήνη, που να βασίζεται στο διεθνές δίκαιο,  επενδύθηκαν στον ΟΗΕ. Λίγα χρόνια μετά την ίδρυση του ΟΗΕ άρχισε η περίοδος του «ψυχρού πολέμου». Kατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, ιδίως μετά την απόκτηση πυρηνικών βομβών από τη Σοβιετική Ένωση το 1949, η ανθρωπότητα πέρασε την πύλη της πυρηνικής εποχής. O Oυίνστον Τσόρτσιλ χαρακτήρισε την  αντιπαράθεση των υπερδυνάμεων ως «ισορροπία του τρόμου». Μελετητές της ψυχροπολεμικής περιόδου παρομοίασαν τις υπερδυνάμεις με δύο σκορπιούς που ήταν καταδικασμένοι να συνυπάρξουν στο ίδιο μπουκάλι.  Έτσι, το διπολικό σύστημα απέκτησε μια παράδοξη σταθερότητα που στηριζόταν σε ένα άγραφο «συμβόλαιο» αναγκαστικής ειρηνικής συνύπαρξης με ποινική ρήτρα την ταυτόχρονη αυτοκτονία των αντιπάλων.

Όταν ο  Ψυχρός Πόλεμος είχε λήξει και η Δύση είχε νικήσει,  με την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού» σοσιαλισμού που αυτοπροσδιορίζονταν ως «λαϊκές δημοκρατίες», ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ  Χ. Μπους  προανήγγειλε μία «νέα τάξη πραγμάτων». Ο πρώτος θεωρητικός της «νέας τάξης πραγμάτων» ήταν ο Αμερικανός Καθηγητής Φ. Φουκουγιάμα. Στο έργο του «Το τέλος της Ιστορίας» υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι το «τέλος της Ιστορίας» προσδιορίζεται από την κυριαρχία της φιλελεύθερης ιδεολογίας απέναντι στις υπόλοιπες. 

Η απουσία αντιπάλου των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1990, οδήγησε σε μια κατάσταση «μονοπολικότητας». Η «μονοπολικότητα» αποθράσυνε τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της στην προώθηση με κάθε μέσο των γεωπολιτικών και στρατιωτικών τους συμφερόντων.

Συμπερασματικά, η κατάρρευση των δομών του Ψυχρού Πολέμου δεν οδήγησε σε αλλαγή της διεθνούς συμπεριφοράς των κρατών. Η πολιτική της ισχύος εξακολουθεί να καθορίζει τους όρους της στρατηγικής την οποία τα κράτη χρησιμοποιούσαν και χρησιμοποιούν κατά την επιδίωξη των συμφερόντων τους. Η «νέα κατάσταση πραγμάτων» κάθε άλλο παρά νέα είναι. Είναι αυτή που υπήρχε πάντα.  Η ιστορία δεν έχει φτάσει στο τέλος της! Και πλανάται το εφιαλτικό ερώτημα: Είμαστε καταδικασμένοι να πολεμούμε; Στο ερώτημα αυτό θα επιχειρήσω να απαντήσω στο προσεχές άρθρο μου.

(Από τον ιστοτόπο του συγγραφέα)