Η κρίση που ξέσπασε αναφορικά με το διορισμό νέου Επιτρόπου Διοικήσεως συμπίπτει με τη συμπλήρωση, σε λίγες μέρες, είκοσι χρόνων ζωής του θεσμού. Η λειτουργία του θεσμού άρχισε τυπικά στις 15 του Μάρτη του 1991, με το  διορισμό του γράφοντος ως πρώτου Επιτρόπου Διοικήσεως. Προηγήθηκε η ομόφωνη συγκατάθεση του διορισμού από τη Βουλή των Αντιπροσώπων.

Η εισαγωγή του θεσμού του Επιτρόπου Διοικήσεως  ή του ombudsman, όπως ο θεσμός είναι διεθνώς γνωστός, με τη θέσπιση του περί Επιτρόπου Διοικήσεως Νόμου  του 1991 (Νόμος 3»1991), ήταν για την Κύπρο, όπως και για τις άλλες χώρες όπου λειτουργεί ο θεσμός αυτός, μια αναγκαιότητα. Μια αναγκαιότητα την οποία επέβαλε η αλλοίωση των σχέσεων κράτους και πολίτη  από τις  εκτεταμένες δραστηριότητες της δημόσιας διοίκησης.  Αυτή η νέα μορφή των σχέσεων κράτους και πολίτη κατέστησε αναγκαία τη συμπλήρωση των παραδοσιακών τρόπων ελέγχου της δημόσιας διοίκησης. Ειδικότερα, καταδείχθηκε ότι ο δικαστικός έλεγχος, με τις χρονοβόρες και πολυέξοδες διαδικασίες του, δεν μπορούσε να προστατεύσει αποτελεσματικά τον πολίτη, κυρίως σε θέματα κακοδιοίκησης (maladministration). 

 Περαιτέρω, η εισαγωγή του θεσμού στην Κύπρο ήταν μια τολμηρή πολιτική και πολιτειακή πράξη. Δεν ήταν εύκολο πράγμα η καθιέρωση ενός τέτοιου θεσμού στην ημικατεχόμενη πατρίδα μας, που δεν έζησε, κατά την διάρκεια του ελεύθερου βίου της, ομαλή πολιτειακή ζωή και  που δεν είχε τη δημοκρατική παράδοση και τις πολιτειακές δομές των χωρών στις οποίες ο θεσμός αυτός λειτουργούσε. Για το λόγο αυτό ο θεσμός ήλθε, από τα πρώτα του βήματα, αντιμέτωπος με νοσηρές και επικίνδυνες νοοτροπίες και πρακτικές που δεν ήταν εύκολο να ξεριζωθούν από τη μια μέρα στην άλλη. Ήλθε αντιμέτωπος με τις αντιδράσεις αρκετών Υπουργών και διευθυντικών στελεχών της δημόσιας διοίκησης που φοβήθηκαν ότι,  με το θεσμό, κινδύνευε να διαταραχθεί το ανέλεγκτο της εξουσίας τους ή που ήθελαν το θεσμό να είναι μια απλή βιτρίνα για το θεαθήναι.

Όμως, υπήρξε η άκαμπτη αποφασιστικότητα για να στηθεί ο θεσμός και να επιτελέσει την αποστολή του. Σε τούτο είχα τη συνδρομή των,  κατά τη διάρκεια των δυο θητειών μου,  Προέδρων της Δημοκρατίας, του κ. Γιώργου Βασιλείου και του κ. Γλαύκου Κληρίδη και της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Θεσμών, Αξιών και Επιτρόπου Διοικήσεως, καθώς και όλου του  πολιτικού κόσμου της Κύπρου, ο οποίος στήριξε το θεσμό και τον άφησε μακρά από τις πολιτικές διαμάχες. Η ομόφωνη συγκατάθεση της Βουλής στου δυο διορισμούς μου αποτέλεσε για μένα ισχυρότατο όπλο. Και ο θεσμός καταξιώθηκε και εδραιώθηκε στη συνείδηση του λαού. Δεν αποτέλεσε και ούτε αναμενόταν  να αποτελέσει την πανάκεια των πολλαπλών προβλημάτων της δημόσιας διοίκησης. Όμως, αναμφισβήτητα, άλλαξε το ηθικό πρόσωπο του κράτους και το έκανε πιο ανθρώπινο. Αναβάθμισε το ρόλο και την υπόσταση του κύπριου πολίτη και του μετέδωσε αισθήματα ασφάλειας και αξιοπρέπειας.

Με βάση τις διατάξεις του Νόμου 3 του1991 ο Επίτροπος Διοικήσεως είναι ένας ανεξάρτητος αξιωματούχος της Κυπριακής Πολιτείας με αρμοδιότητα να ελέγχει τη διοίκηση μέσα στα πλαίσια που καθορίζει και επιτρέπει το προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης που ισχύει στην Κύπρο.

Στο άρθρο 3 του Νόμου προβλέπεται ότι ο Επίτροπος Διοικήσεως διορίζεται, με εξαετή θητεία,  από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ύστερα από εισήγηση του Υπουργικού Συμβουλίου και σύμφωνη Απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων. 'Έτσι, βλέπουμε τη σύμπραξη των δύο εξουσιών, της Εκτελεστικής και της Νομοθετικής Εξουσίας, στο διορισμό του Επιτρόπου. Ο Επίτροπος Διοικήσεως είναι ο μόνος αξιωματούχος της  Κυπριακής Πολιτείας στου οποίου το διορισμό συμπράττει η Βουλή των Αντιπροσώπων και τούτο για να τονιστεί η φύση του φορέα του θεσμού ως ανεξάρτητου αξιωματούχου που δρα μέσα στα πλαίσια του προεδρικού συστήματος διακυβέρνησης και δεν ανήκει ούτε στην Εκτελεστική Εξουσία ούτε στη Νομοθετική Εξουσία και ούτε, ασφαλώς, στη Δικαστική Εξουσία. Στις χώρες όπου λειτουργεί το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης, όπως στη Σουηδία, τη Φιλανδία, την Ολλανδία,  την Ισπανία και την  Πορτογαλία, ο ombudsman διορίζεται από το Κοινοβούλιο και θεωρείται «Λειτουργός του Κοινοβουλίου» (Officer of the Parliament).

Σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο, για να διοριστεί ένας Επίτροπος Διοικήσεως θα πρέπει να είναι «πολίτης της Δημοκρατίας τουλάχιστο τριάντα πέντε χρόνων, εγνωσμένης μορφώσεως και πείρας και ανώτατου ηθικού επιπέδου». Αυτά είναι τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα. Όμως, απαιτούνται υψηλού επιπέδου ουσιαστικά προσόντα από τα οποία του βασικότερο είναι όπως ο κάτοχος του αξιώματος   κατέχει άρτια γνώση των αρχών που διέπουν τη δράση της δημόσιας διοίκησης και ευρεία πείρα της εφαρμογής των αρχών αυτών. Είμαι βέβαιος ότι υπάρχουν τέτοιοι προσοντούχοι υποψήφιοι. Αρκεί η αναζήτησή τους να γίνει με αξιοκρατικά κριτήρια.

 (Φιλελεύθερος, 22.2.2011)