«Εάν υπάρχει δικηγόρος που να αποδείξει στο δικαστήριο υπόθεση αθέμιτου πλουτισμού, εγώ θα βάλω σκουλαρίκι». Τάδε έφη στις 5.11.1998 στη Βουλή των Αντιπροσώπων ο τότε βουλευτής και μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας Τάσσος Παπαδόπουλος.

Η Γενική Ελέγκτρια στην έκθεσή της αναφέρεται-μαζί με τις σχεδόν μόνιμες διαπιστώσεις της για διαφθορά, κακοδιαχείριση και  διασπάθιση δημόσιου χρήματος- και στην πρόνοια του άρθρου 66 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου,  που προβλέπει έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων των δημοσίων υπαλλήλων, των συζύγων και των τέκνων που προστατεύονται και συντηρούνται από αυτούς. Το άρθρο επιβάλλει στους δημόσιους υπαλλήλους να προβαίνουν σε δηλώσεις των περιουσιακών τους στοιχείων και προβλέπει διεξαγωγή έρευνας, σύμφωνα με Κανονισμούς που θα εκδοθούν,    «αν εγερθεί εύλογη υποψία για δημόσιο υπάλληλο ως προς την πηγή των οικονομικών του πόρων». Η νομοθετική αυτή διάταξη έχει καταστεί ανενεργή γιατί δεν έχουν ακόμα θεσπιστεί οι σχετικοί Κανονισμοί. Όμως, το πρόβλημα είναι η μη έκδοση ακόμα των Κανονισμών;

Για τους κρατικούς αξιωματούχους- που δεν είναι πολιτικά πρόσωπα-ισχύει ο «περί Ωρισμένων Αξιωματούχων της Κυπριακής Δημοκρατίας (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) Νόμο του 2004 (Νόμος 50(Ι)/2004)».Ο Νόμος προβλέπει την υποχρέωση  ορισμένων κρατικών αξιωματούχων να υποβάλλουν,  πριν και μετά τη ανάληψη των καθηκόντων τους και κάθε τρία χρόνια κατά τη διάρκεια που τα ασκούν, δήλωση των περιουσιακών στοιχείων αυτών και των ανηλίκων τέκνων τους σε τριμελές Συμβούλιο. Η δήλωση θα πρέπει να περιλαμβάνει και επαρκείς εξηγήσεις που να δικαιολογούν οποιαδήποτε διαφοροποίηση των περιουσιακών στοιχείων του αξιωματούχου και των ανηλίκων τέκνων του η οποία έχει μεσολαβήσει από την αμέσως προηγούμενη δήλωση. Το Συμβούλιο αρχίζει τη διεξαγωγή έρευνας όταν εμφαίνεται ότι στη δήλωση υπάρχουν αναληθή στοιχεία ή δεν υπάρχει επαρκής αιτιολόγηση της αύξηση των περιουσιακών στοιχείων του αξιωματούχου και, επίσης, όταν υπάρχει ενώπιο του ένορκη γραπτή  καταγγελία ότι ένας αξιωματούχος «έχει άμεσο ή έμμεσο ή συγκαλυμμένο περιουσιακό όφελος, το οποίο, όπως εύλογα πιστεύει ο καταγγέλλων, δεν έχει περιληφθεί στη δήλωσή του». Καταγγελία εναντίον αξιωματούχου η οποία γίνεται δόλια ή κακόβουλα ή με ασύγγνωστη αμέλεια, συνιστά ποινικό αδίκημα.

Η από μέρους υπουργού, βουλευτή ή άλλου κρατικού αξιωματούχου απόκτηση περιουσιακού οφέλους «είτε δι’ εαυτόν είτε δι’ οιονδήποτε άλλον πρόσωπον δι’ αθεμίτου εκμεταλλεύσεως της θέσεως αυτού» συνιστά ποινικό αδίκημα που επιφέρει βαριές ποινές φυλάκισης και προστίμου σύμφωνα με τον  «περί Αθεμίτου Κτήσεως Περιουσιακού Οφέλους υπό Ωρισμένων Αξιωματούχων της Πολιτείας Νόμον του 1965 (Νόμος 65/1965).

Και οι πιο  πάνω δυο Νόμοι παρέμειναν ανενεργοί από τη θέσπισή τους και δεν έτυχαν ποτέ εφαρμογής.

Κανείς δεν διαφωνεί  στη θέσπιση κανόνων ελέγχου της διαφθοράς, τουλάχιστο για να περιοριστεί γιατί είναι αδύνατο   στον κόσμο τούτο,  ακόμη και με τα ιδανικότερα μέτρα και ελέγχους, να την εξαλείψεις. Όμως, αναμφισβήτητα,  στον περιορισμό της διαφθοράς ουδόλως συνέβαλε αυτό το ευτράπελο σύστημα των περιουσιακών δηλώσεων που καλείται «πόθεν έσχες». Μάλιστα, και με  βάση την κτηθείσα από ... την «ανενέργεια» των πιο πάνω Νόμων πείρα, μπορεί ένας να ισχυριστεί ότι αυτοί αποτέλεσαν «μέσο» και «διέξοδο», ακόμη και «άλλοθι» για όσους «έσχον» από επιλήψιμο «πόθεν». Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες νομικές ή λογιστικές γνώσεις για να φανεί πόσο εύκολο είναι να αποκρυβεί το «έσχες» που είναι προϊόν αδιαφανών και κολάσιμων «συναλλαγών», ιδίως όταν προέρχεται από το εξωτερικό και καταλήγει σε τράπεζες της Ελβετίας ή του Λιχτενστάιν.

Πολλά πρέπει να γίνουν για να περιοριστεί η διαφθορά. Οπωσδήποτε, στην προσπάθεια αυτή θα συμβάλλει και η ενίσχυση των ελεγκτικών θεσμών, όπως είναι οι θεσμοί του Γενικού Ελεγκτή και του Επιτρόπου Διοικήσεως. Όμως, οποιαδήποτε μέτρα για να είναι αποτελεσματικά απαιτείται η ύπαρξη ενεργών πολιτών. Να πάψει αυτό το φαινόμενο της απάθειας των πολιτών. Η λογοδοσία, ως συστατικό της πολιτικής ευθύνης, πάσχει όχι μόνο γιατί οι διοικούντες δεν λογοδοτούν, αλλά και γιατί οι διοικούμενοι δεν ενδιαφέρονται να τους ζητήσουν τον λόγο. Βασική αιτία αυτού του φαινομένου της απάθειας των πολιτών είναι η γενικότερη «κουλτούρα της ατιμωρησίας». Όταν οι κανόνες δεν εφαρμόζονται ποτέ ή μόνον επιλεκτικά, τότε είναι σαν να μην υπάρχουν καθόλου κανόνες. Όταν οι νόμοι είναι όπως ο ιστός της αράχνης, που συγκρατεί μόνο τα αδύνατα έντομα,  ενώ τα ισχυρά τον θραύουν-για να θυμηθούμε τον περίφημο διάλογο του Ανάχαρση (Αναχάρσεως) με τον Σόλωνα στο έργο του Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, Σόλων, 5– τότε οι αρχές της νομιμότητας και της χρηστής διοίκησης ισχύουν μόνο γι’ αυτούς που είναι ... «ολιγότερον ίσοι» από τους άλλους.

(Καθημερινή, 14.12.2010)