Όταν την κατοχή της Κύπρου ανέλαβε η Μεγάλη Βρετανία το 1878, άρχισε να εκδηλώνεται η θέληση του κυπριακού ελληνισμού για την ένωση με την Ελλάδα. Ενώ οι προσωπικές σχέσεις μεταξύ των κατοίκων των δυο κοινοτήτων ήταν καλές στις πρώτες δεκαετίες της αγγλοκρατίας, στο πολιτικό τομέα και, κυρίως, σε θέματα που αφορούσαν την αλλαγή του αποικιακού καθεστώτος,  υπήρχε πάντα μια αρνητική στάση από μέρους της τουρκοκυπριακής μειονότητας. Ο ενωτικός αγώνας των Ελληνοκυπρίων προκαλούσε την αντίδραση των Τουρκοκυπρίων. Ένα τείχος καχυποψίας και δυσπιστίας άρχισε να κτίζεται ανάμεσα στις δυο κοινότητες της Κύπρου σε σχέση, όχι μόνο για το αίτημα των Ελλήνων της Κύπρου για ένωση με την Ελλάδα, αλλά και  με οποιοδήποτε θέμα που απτόταν του πολιτειακού  καθεστώτος  της Κύπρου. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο οι Τουρκοκύπριοι αντέδρασαν στις συνταγματικές ρυθμίσεις του 1882. Οι ρυθμίσεις αυτές κάθε άλλο παρά ευνοϊκές για τους Ελληνοκυπρίους ήταν,  γιατί είχαν τα στοιχεία της διαίρεσης και της αντιδημοκρατικής εκπροσώπησης του λαού της Κύπρου. Ειδικότερα,   με το σχετικό «διάταγμα εν συμβουλίω», ημερομηνίας 30/11/1882,  προβλεπόταν ότι στο Νομοθετικό Συμβούλιο θα μετείχαν έξι διορισμένα «επίσημα μέλη», που ήταν  αποικιακοί υπάλληλοι και δώδεκα εκλεγμένοι εκπρόσωποι του λαού,  τρεις «Μωαμεθανοί» και εννέα «μη Μωαμεθανοί» κάτοικοι της νήσου. Και, όμως, οι Τουρκοκύπριοι σε γραπτές παραστάσεις τους τόνιζαν ότι «το Νομοθετικό Συμβούλιο θα καταστεί τελικά το προανάκρουσμα της ανεξαρτησίας η οποία αποτελεί τον συνεχώς επαναλαμβανόμενο στόχο των Χριστιανών συμπατριωτών μας.... και θα θέλαμε ακόμη μια φορά να επαναλάβουμε ότι το σχέδιο για αντιπροσωπευτική εκπροσώπηση είναι από κάθε άποψη επιζήμιο για τα δικαιώματά μας και καταστροφικό για την ασφάλεια που τώρα απολαμβάνουμε.... και αν επιβληθεί θα μας αναγκάσει όλους να εγκαταλείψουμε τη νήσο για κάποιο άλλο μέρος». (Doros Alastos, Cyprus in History, σελ. 322).  Στη δημιουργία αυτού του κλίματος της δυσπιστίας και καχυποψίας συνέβαλαν και οι εχθρικές σχέσεις που υπήρχαν τότε μεταξύ του Ελληνικού κράτους, που αγωνιζόταν για την επέκταση των συνόρων του και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Πολιτική των Τουρκοκυπρίων ηγετών ήταν η στενή συνεργασία με τη βρετανική διοίκηση και η διατήρηση του status quo. Οι αντιδράσεις των ηγετών της τουρκικής μειονότητας μέχρι το 1950  ήταν αντίστοιχες προς τις ενωτικές εκδηλώσεις των Ελληνοκυπρίων. Οργάνωναν συγκεντρώσεις και δημοσίευαν ψηφίσματα ή έστελναν αντιπροσωπείες στην Άγκυρα κάθε φορά που η Εθναρχία προέβαινε σε διαβήματα ή εκδηλώσεις. Η στάση των Τουρκοκυπρίων έναντι του αιτήματος για Ένωση εκδηλώθηκε κατά τον πιο σαφή τρόπο μετά το «Κίνημα» του 1931. Μετά την κατάρρευσή της Διασκεπτικής, που συνεκλήθη  στην περίοδο 1947 – 1948 για να εξετάσει συνταγματικές προτάσεις αυτοκυβέρνησης που υπέβαλε η βρετανική αποικιακή κυβέρνηση,  άρχισαν να διοργανώνονται από τους Τουρκοκυπρίους στις μεγάλες πόλεις της Κύπρου,  διαδηλώσεις και συλλαλητήρια για να εκφράσουν την αντίθεση τους στην  Ένωση. Σε μια απ’ αυτές τις συγκεντρώσεις στη Λευκωσία, που έλαβε χώρα στις  28/11/1948, αποφασίστηκε  να σταλεί τηλεγράφημα στον Πρόεδρο και στον Πρωθυπουργό της Τουρκίας, με το έξης περιεχόμενο: «Οι δεκαπέντε χιλιάδες Τουρκοκύπριοι απεφάσισαν παμψηφεί να απορρίψουν το ελληνικό αίτημα για την προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα και για αυτονομία. Πιστεύουν ότι η προσάρτηση και η αυτονομία θα έχει  σαν συνέπεια τον αφανισμό της τουρκικής κοινότητος». (Πανταζής Τερλεξής, Διπλωματία και πολιτική του Κυπριακού. Ανατομία ενός λάθους, Έκδοση Β΄, σελ. 64).

Το δημοψήφισμα της 15ης Ιανουαρίου 1950 ήταν η πρώτη προσπάθεια για να οδηγηθεί το Κυπριακό προς την «διεθνοποίηση» και  αποτέλεσε σημαντικό σταθμό στις σχέσεις των δυο κοινοτήτων. Αναμόχλευσε τον τουρκοκυπριακό εθνικισμό ο οποίος, υποκινημένος και βοηθημένος από την Άγκυρα και τους Βρετανούς,  κατέστη παράγοντας αντίπραξης κατά του ελληνοκυπριακού κινήματος αυτοδιάθεσης. Όταν λήφθηκε η απόφαση για δημοψήφισμα, η τουρκική αντίδραση άρχισε να παίρνει πιο συγκεκριμένη μορφή. Οι Τούρκοι της Κύπρου έστειλαν τηλεγραφικές διαμαρτυρίες στα Ηνωμένα  Έθνη και στην Αγγλική Κυβέρνηση και η εφημερίδα του δρ. Κιουτσούκ  «Χαλκϊν Σεσϊ» ( Φωνή τού Λαού) ζήτησε από τον Κυβερνήτη, Σερ Άντριου Ράιτ, να απαγορεύσει την διεξαγωγή του. Ό δρ. Κιουτσούκ οργάνωσε, μάλιστα, στις 15/12/1949, μία συγκέντρωση διαμαρτυρίας η οποία υιοθέτησε ψήφισμα που καταδίκαζε την «Ένωση» και επεσήμαινε τον κίνδυνο ενδοκυπριακών ταραχών στην περίπτωση που δεν θα διατηρείτο το status quo. Αλλαγή διεθνούς καθεστώτος της Κύπρου δεν μπορούσε να είναι άλλη, κατά τον δρ. Κιουτσούκ, παρά η επιστροφή της Κύπρου στην Τουρκία, αν την εγκατέλειπαν οι  Άγγλοι.

Όταν το Κυπριακό πήρε τη μορφή και ενόπλου αγώνα από την ΕΟΚΑ,  η  Τουρκία άρχισε να προβάλει,  ως πολιτική επιδίωξή της,  τη Διχοτόμηση. Απώτερος στόχος ήταν η ανάκτηση της νήσου. Η Τουρκική κυβέρνηση ανέθεσε στον Καθηγητή Ερήμ να μελετήσει τη μεθόδευση της στρατηγικής που θα ακολουθείτο για επίτευξη του στόχου αυτού. Η τουρκική πολιτική είχε και την ενθάρρυνση των Βρετανών οι οποίοι επεδίωκαν – και τελικά τα κατάφεραν -  να μετατρέψουν ένα αποικιακό πρόβλημα σε διμερές (ελληνοτουρκικό). Σε τούτο στόχευε και η  περίφημη Δήλωση του τότε Βρετανού  Υπουργού Αποικιών Λέννοξ Μπόιντ στη Βουλή των Κοινοτήτων στις 19/12/1956 για  διχοτόμηση της Κύπρου, ως μια από τις πιθανές λύσεις του Κυπριακού.

Η ηγεσία των Τουρκοκυπρίων μετατράπηκε σε όργανο της Άγκυρας. Κατευθυνόμενοι από την Τουρκία,  οι Τουρκοκύπριοι δημιούργησαν τη δική τους οργάνωση με το όνομα VOLKΑΝ που αργότερα (τέλος του 1957) πήρε το όνομα ΤΜΤ (Οργάνωση Τουρκικής Αμύνης) με σύνθημα «διχοτόμηση ή θάνατος». Η ΤΜΤ είχε ευθύς εξ αρχής έναν ακραίο εθνικιστικό προσανατολισμό. Βασικός στόχος της ήταν να εκπέμψει το μήνυμα ότι οι δυο κοινότητες δεν μπορούσαν να ζήσουν μαζί. Προς τούτο, ενεργούσε και εναντίον «συνεργατών του εχθρού» στο τουρκοκυπριακό στρατόπεδο. «Κομάντος» της ΤΜΤ έκαναν ξυλοδαρμούς κατά Τουρκοκύπριων «προδοτών», που ψώνιζαν σε ελληνικά μαγαζιά ή κάπνιζαν ελληνικά τσιγάρα. Η ΤΜΤ ασκούσε τρομοκρατία κατά Τουρκοκύπριων συνδικαλιστών, που ήταν μέλη της ΠΕΟ και συμπορεύονταν έτσι με τους Ελληνοκύπριους συναδέλφους τους. Για εκφοβισμό δολοφόνησε το 1958 δύο ηγετικά στελέχη του αριστερού τουρκοκυπριακού κινήματος, τα οποία αγωνίζονταν για τη συνεργασία με τους ακελιστές. Από τις τουρκικές θηριωδίες η πιο φρικιαστική ήταν η σφαγή οκτώ  άοπλων και ανυπεράσπιστων κατοίκων του χωριού Κοντεμένου από μια ομάδα εξαγριωμένων Τούρκων στο αμιγώς τουρκικό χωριό Κιόνελλι (Geunyeli).

Οι Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου καθιέρωσαν ένα πολύπλοκο πολιτειακό σύστημα το οποίο βασιζόταν στο «δυαλισμό» της εξουσίας. Η συνταγματική διάρθρωση στηριζόταν  στην ύπαρξη όχι ενός λαού αλλά δυο κοινοτήτων, της Ελληνοκυπριακής και της Τουρκοκυπριακής κοινότητας και το δικοινοτικό αυτό πνεύμα διείπε  ολόκληρη τη δομή του

κράτους.   Ο έγκριτος Έλληνας διπλωμάτης Βύρων Θεοδωρόπουλος εύστοχα παρατήρησε τα ακόλουθα: «Προϋπόθεση για να λειτουργήσει ένα τέτοιο σύστημα ήταν, ότι θα υπήρχε συνεργασία ανάμεσα στις δυο εθνικές ομάδες, καλή πίστη στην εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων και προ πάντων κοινή αντίληψη για την πολιτική φιλοσοφία, που εξέφραζε το Σύνταγμα. Όπως φάνηκε, έλειπαν και τα τρία αυτά στοιχεία». (Βύρων Θεοδωρόπουλος, Οι Τούρκοι και εμείς, σελ. 255). Υπήρχε μεταξύ των δυο κοινοτήτων της Κύπρου αμοιβαία καχυποψία και δυσπιστία. Οι ηγεσίες τόσο των Ελληνοκυπρίων όσο και των Τουρκοκυπρίων δεν πίστευαν στο νεοσύστατο κράτος. Θα πρέπει εδώ να αναφερθεί και το «Σχέδιο Ακρίτας» από ελληνοκυπριακής πλευράς και το σχέδιο για διχοτόμηση από τουρκοκυπριακής πλευράς που αποκαλύφθηκε από δυο έγγραφα που βρέθηκαν στα γραφεία Τουρκοκυπρίων αξιωματούχων όταν  αυτοί αποχώρησαν από την κυβέρνηση.

Λίγο μετά τα επεισόδια του Δεκεμβρίου του 1963,  άρχισε,   με μεθοδικότητα και συγκαλυμμένα,  ο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό της πολιτικής της Άγκυρας στο Κυπριακό.  Είναι χαρακτηριστικά τα όσα είπε ο Ισμέτ Ινονού στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση: «Επίσημα υποστηρίζουμε μάλλον την ιδέα της ομοσπονδίας παρά εκείνη της διχοτόμησης, για να μείνουμε στο πλαίσιο των διατάξεων των συνθηκών»

Από το 1964 μέχρι το 1968 οι Ελληνικές κυβερνήσεις επεδίωκαν την Ένωση με εδαφικά ανταλλάγματα προς την Τουρκία, δηλαδή τη διπλή Ένωση. Σε μια τέτοια λύση αντέστη σθεναρά η ελληνοκυπριακή ηγεσία. Μετά το 1968 ακολουθήθηκε η γραμμή του «εφικτού». Αν η  Ιστορία χρεώσει τον Μακάριο για τον τρόπο που χειρίστηκε τα «δεκατρία σημεία» του, θα τον πιστώσει για το ότι, με τη σθεναρή στάση του έναντι των διαφόρων διχοτομικών σχεδίων, διέσωσε την Κυπριακή Δημοκρατία.

(Φιλελεύθερος, 9/4/2017)