Το μικρό ελληνικό κρατίδιο,  που προέκυψε από τη Διάσκεψη του Λονδίνου το 1830, ήταν πολύ κατώτερο των οραμάτων του έθνους των Ελλήνων. Το νεαρό κράτος θα χρειαστεί τον εθνικισμό – έννοια που έχει βάναυσα κακοποιηθεί τελευταία -  ο οποίος θα εμβολιαστεί  με το ιδεολόγημα και το όραμα της «Μεγάλης Ιδέας,  για την απελευθέρωση των αλυτρώτων και την εδαφική του επέκταση. Με το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, τα εδαφικά όρια του κράτους διπλασιάστηκαν, καθώς και ο πληθυσμός του. 

Το ιδεολόγημα της Μεγάλης Ιδέας καταρρέει το 1922,   μετά τη  Μικρασιατική καταστροφή η οποία  συντελέστηκε και τυπικά στις 25 Σεπτεμβρίου 1922 με την ανακωχή των Μουδανιών.   Έκτοτε,  ο Ελληνισμός, το ελληνικό κράτος, δεν θα έχει εδαφικές διεκδικήσεις και θα περιοριστεί στη σημερινή εδαφική επικράτειά του, με μόνη εξαίρεση τις περιπτώσεις των  Δωδεκανήσων  και της Κύπρου. Στην πρώτη περίπτωση, ο Ελληνισμός πέτυχε. Με τη Συνθήκη  των Παρισίων στις 10 Φεβρουαρίου 1947, παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα και το Καστελλόριζο. Στη δεύτερη, απέτυχε.

Η εθνική  περιπέτεια της Μικράς Ασίας, που είχε άδοξη κατάληξη,  αρχίζει με τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου το 1918 που βρήκε την Ελλάδα στο πλευρό των νικηφόρων συμμαχικών δυνάμεων της Αντάντ (Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας).  Εύλογο ήταν  να επιχειρήσει και η Ελλάδα   να αποκομίσει τα οφέλη τής, έστω και καθυστερημένης,  συνεισφοράς της στην αντιμετώπιση της Γερμανίας και των συμμάχων της, μεταξύ των οποίων ήταν και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σύμφωνα με τη Συνθήκη των Σεβρών την 20ή Αυγούστου 1920, η Δυτική Θράκη  περιήλθε σε ελληνική διοίκηση. Το ίδιο έγινε και με την Ανατολική Θράκη, πλην της Κωνσταντινούπολης. Στην ίδια συνθήκη η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνώριζε την πλήρη ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου, στην Ίμβρο και στην Τένεδο και στα Δωδεκάνησα, πλην της Ρόδου την οποία κατείχαν οι Ιταλοί. Τελευταίο και σημαντικότερο, στην Ελλάδα ανετίθετο η προσωρινή διοίκηση της ευημερούσας Σμύρνης και της ενδοχώρας της, οι κάτοικοι της οποίας θα καλούνταν μετά το πέρας μιας πενταετίας να ψηφίσουν υπέρ ή κατά της οριστικής προσάρτησης στα εδάφη του ελληνικού κράτους.  Την εποχή εκείνη υπολογίζεται ότι στη Σμύρνη των 270.000 κατοίκων ζούσαν και δραστηριοποιούνταν 140.000 Έλληνες, 80.000 Τούρκοι, 12.000 Αρμένιοι, 20.000 Εβραίοι και 15.000 Ευρωπαίοι.  Το ελληνικό στοιχείο ήταν εκείνο που ευημερούσε καθώς διαχειριζόταν στο μεγαλύτερό τους μέρος το εμπόριο και την οικονομία της περιοχής.

Προηγήθηκε η «εντολή» των συμμαχικών Δυνάμεων της Αντάντ στην Ελλάδα για κατάληψη της Σμύρνης.  Στις 15 Μαΐου 1919 μια ελληνική μεραρχία αποβιβαζόταν στη Σμύρνη, όπου έγινε ενθουσιωδώς δεκτή. Για τον Βενιζέλο η κατάληψη της Σμύρνης και μέρους της Μικράς Ασίας ήταν  η κορύφωση της Μεγάλης Ιδέας, για τη δημιουργία της   Ελλάδας  «των πέντε Θαλασσών και των δύο Ηπείρων»!  Γνώριζε ότι στο μυαλό των νικητών ήταν η αναπόφευκτη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η εξασφάλιση «ζωνών επιρροής» στο υπό διαμόρφωση καθεστώς της Μέσης Ανατολής και, ως εκ τούτου, εύλογη η απαίτησή του να πάρει και η Ελλάδα το μερίδιό της. Αναμφίβολα, η απειλή για την επιβίωση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας είχε αποφασιστική επίδραση στις αποφάσεις του Βενιζέλου. Οι τρομεροί διωγμοί, που προηγήθηκαν, είχαν εξοντώσει ή μεταβάλει σε πρόσφυγες χιλιάδες Έλληνες της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης. Όμως, όλοι αυτοί οι σχεδιασμοί γινόντουσαν στο πλαίσιο του υποχείριου στην νικήτρια Αντάντ  σουλτανικού καθεστώτος της Κωνσταντινούπολης. Το 1919 δεν λογάριαζαν ακόμη το κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ. Τις ημέρες που καταρτιζόταν η Συνθήκη των Σεβρών με τον Σουλτάνο, στα βάθη της Μικράς Ασίας το εθνικιστικό κίνημα με επικεφαλής τον Μουσταφά Κεμάλ,  τον μετέπειτα επονομαζόμενο «Ατατούρκ», δηλαδή «πατέρα των Τούρκων»,  εξαπλωνόταν ραγδαία στις λαϊκές μάζες της τουρκικής ενδοχώρας.  Ο  αντίπαλος πλέον των ελληνικών στρατευμάτων δεν θα ήταν η υπό διάλυση σουλτανική κυβέρνηση που προσπαθούσε να επιβιώσει, προσφέροντας «γην και ύδωρ» στους «νικητές» της Δύσης, αλλά το κίνημα εθνικής αναγέννησης του Μουσταφά Κεμάλ, το οποίο η παρουσία ξένων στρατευμάτων αυτομάτως μετέτρεψε σε εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα.

Δραματική τροπή πήραν τα πράγματα με την εκλογική ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 και την επάνοδο του Κωνσταντίνου στο θρόνο, που ακολούθησε. Με το πρόσχημα ότι τα φιλογερμανικά αισθήματα του Κωνσταντίνου δεν συμφωνούσαν με τα δυτικά συμμαχικά συμφέροντα η μία μετά την άλλη οι Δυνάμεις της Αντάντ άρχισαν να εγκαταλείπουν την Ελλάδα στην τύχη της. Η Γαλλία μάλιστα θα κάνει πολιτική στροφή 180 μοιρών στηρίζοντας, με το Σύμφωνο της Άγκυρας, τον Οκτώβριο του 1921,  ανοιχτά και έμπρακτα τις θέσεις του Κεμάλ. Το παράδειγμά της ακολούθησε σύντομα και η Ιταλία, η οποία τώρα εφοδιάζει με όπλα και τεχνογνωσία τον κεμαλικό στρατό. Η Σοβιετική Ένωση υπέγραψε και σύμφωνο φιλίας με τους κεμαλικούς, και, τέλος, η Αγγλία διατηρούσε  ιδιότυπη ουδετερότητα.  Ξαφνικά,  η Ελλάδα βρίσκεται στο περιθώριο, ενώ οι πρώην σύμμαχοί της συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλο,  με στόχο να προσεταιριστούν τον Κεμάλ στη διάδοχη κατάσταση.

Οι διάδοχοι του Βενιζέλου, οι οποίοι αντιτάχθηκαν ευθύς εξαρχής κατά της απόφασής του για την κατάληψη της Μικράς Ασίας,  αγνοώντας τη διπλή πλέον απειλή του Κεμάλ και της Αντάντ, αποφάσισαν τη συνέχιση του πολέμου, χωρίς μάλιστα να υπάρχουν πλέον οι προϋποθέσεις και οι εγγυήσεις, που υπήρχαν την εποχή του Βενιζέλου. Και,  επειδή δεν πίστευαν σε αυτό που έκαναν,  διαχειρίσθηκαν τη βενιζελική εκστρατεία κατά τον χειρότερο δυνατό τρόπο και οδήγησαν δύο εκατομμύρια Ελλήνων της Μικράς Ασίας στη σφαγή και στην προσφυγιά.

Η τραγική κατάληξη άρχισε στον ποταμό Σαγγάριο  στην αιματηρή μάχη που δόθηκε εκεί στις 4/17 Αυγούστου 1921 και ολοκληρώθηκε μετά από ένα χρόνο, στις 13η/26η Αυγούστου 1922,  στο Αφιόν Καραχισάρ.  Το πλήθος των κεμαλικών στρατευμάτων τρέπει σε άτακτη φυγή προς τα παράλια τις τάξεις των ελλήνων στρατιωτών. Το ελληνικό στράτευμα – και πριν ακόμα από το τελειωτικό κτύπημα που δέχθηκε στο Αφιόν Καραχισάρ – ήταν σε κατάσταση αποσύνθεσης. Το ηθικό του στρατού ήταν μειωμένο στο ναδίρ. Οι λιποταξίες κατέστησαν πραγματική μάστιγα. Η επικοινωνία μεταξύ Κυβέρνησης και Αρχηγείου και Αρχηγείου και του στρατού στο μέτωπο ήταν ανύπαρκτη. Ο Αρχιστράτηγος Χατζηανέστης -  ένας εκ των καταδικασθέντων στη «Δίκη των Έξι» - ήταν καθηλωμένος στη Σμύρνη, σε απόσταση εξακοσίων και πλέον χιλιομέτρων από το μέτωπο. ‘Όταν αντικαταστάθηκε από τον στρατηγό Ν. Τρικούπη, ο τελευταίος ήταν ήδη αιχμάλωτος, πράγμα που αγνοούσε η Κυβέρνηση. Ανέθεσαν σε αιχμάλωτο στους Τούρκους την αρχηγία του στρατού.

Στις 27 Αυγούστου / 8 Σεπτεμβρίου 1922  μπήκαν στη Σμύρνη οι πρώτες κεμαλικές δυνάμεις. Ακολούθησε πανδαιμόνιο. Την πυρπόληση των ελληνικών, αρμενικών και εβραϊκών συνοικιών ακολούθησαν σφαγές, αιχμαλωσίες και διωγμοί αμάχων από τις εστίες τους υπό την «ουδέτερη» επιτήρηση του άλλοτε συμμαχικού ναυτικού που παρακολουθούσε τα γεγονότα από απόσταση ασφαλείας,  χωρίς πρόθεση επέμβασης.

Στην Ελλάδα, μετά την επανάσταση των Πλαστήρα – Γονατά, ακολούθησε η περίφημη Δίκη των Έξι, ως πρωταιτίων της καταστροφής.   Ουδείς ιστορικός αμφισβητεί ότι η Δίκη των Έξι  και η καταδίκη που ακολούθησε  υπήρξαν πράξεις κάθαρσης για την τεράστια καταστροφή που υπέστη η Ελλάδα στη Μικρά Ασία.  Επίσης, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει τις τεράστιες πολιτικές ευθύνες των πρωταιτίων της Καταστροφής, αυτών που ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της Ελλάδας την περίοδο 1920-1922, έστω κι αν θα πρέπει να περιληφθούν ως υπαίτιοι και πολλοί άλλοι,  εκτός από τους Έξι. Παράλληλα, τις πρώτες έντονες στιγμές αναρχίας, οργής και απόγνωσης διαδέχθηκαν ψύχραιμες ενέργειες για την οργάνωση της στρατιάς του Έβρου από τον Θεόδωρο Πάγκαλο, καθώς και η ανάθεση των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων με την τουρκική πλευρά στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Σε πρώτη φάση, με την ανακωχή των Μουδανιών, γνωστή και ω Συνθήκη των Μουδανιών, στις 25 Σεπτεμβρίου 1922, συντελέστηκε και τυπικά η Μικρασιατική καταστροφή.    Η ανακωχή ανάγκαζε τα ελληνικά στρατεύματα να εγκαταλείψουν την περιοχή της Ανατολικής Θράκης και οδήγησε στην  αναγκαστική προσφυγοποίηση περίπου 250.000 κατοίκων της, ελληνικής καταγωγής.  Με τη Συνθήκη της Λωζάννης την 24η Ιουλίου του επόμενου έτους οι συμμετέχουσες πλευρές όρισαν τον ποταμό Έβρο ως φυσικό σύνορο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η Ελλάδα διατήρησε την κυριαρχία στα νησιά της Ανατολικής Μεσογείου εκτός της Ίμβρου, Τενέδου και Λαγουσών. Επίσης, ορίστηκε,  με τη συναίνεση των δύο πλευρών η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, από την οποία εξαιρέθηκαν οι έλληνες κάτοικοι Ίμβρου, Τενέδου και Κωνσταντινούπολης και οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης. Αυτή ήταν η κατάληξη της Μικρασιατικής εκστρατείας και το τέλος της Μεγάλης Ιδέας.  

Μερικοί υποστηρίζουν ότι η Μικρασιατική εκστρατεία είχε την τραγική για την Ελλάδα κατάληξη, επειδή η ήττα του Ελευθερίου Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του1920 μετέβαλε τις διαθέσεις των «Τριών Μεγάλων». Η ιστορική αλήθεια είναι άλλη. Άλλαξε η στάση τους, όχι λόγω της απουσίας του Βενιζέλου, αλλά επειδή τα συμφέροντά τους τούς επέβαλαν ν’ αλλάξουν στρατόπεδο: να εγκαταλείψουν τον Σουλτάνο στην τύχη και να προσεταιρισθούν την ανερχόμενη δύναμη του Μουσταφά Κεμάλ. Όταν διαπίστωσαν ότι πολιτικά και στρατιωτικά κυρίαρχος ήταν ο Κεμάλ, εγκατέλειψαν τους Έλληνες στη μοιραία τύχη τους. Η ήττα του Βενιζέλου και η επάνοδος του Κωνσταντίνου πρόσφερε ένα ισχυρό «άλλοθι» για την μεταστροφή της συμπεριφοράς των πρώην συμμάχων της Ελλάδας. Όμως, δεν πρέπει κανείς να παραβλέψει ότι με την ήττα του Βενιζέλου το όλο οικοδόμημα των συμμαχιών που με τόση μαεστρία είχε οικοδομήσει επί 10 χρόνια, είχε καταρρεύσει.  Ουδείς βέβαια σήμερα μπορεί, καταφεύγοντας σε υποθέσεις, να περιγράψει τι θα συνέβαινε αν παρέμενε στην εξουσία. Δεν είναι υπερβολή, πάντως, να ισχυρισθεί κανείς ότι,  αν δεν μεσολαβούσε η εκλογική ήττα του Βενιζέλου, θα  καταρτιζόταν μια Συνθήκη Ειρήνης με περιεχόμενο διαφορετικό από αυτό της Συνθήκης της Λωζάνης.

(Φιλελεύθερος, 24/9/2017)