Μελέτες και έρευνες, που έγιναν τα τελευταία χρόνια, αποκάλυψαν τα σωστά ιστορικά γεγονότα που συνθέτουν το τραγικό τέλος της δολοφονίας από τους Μπολσεβίκους του τελευταίου Τσάρου της Ρωσίας Νικολάου Β΄ και της οικογένειάς του στις 17/7/1918 και διέλυσαν πολλούς μύθους γύρω από το θέμα.   

Ορόσημο για την πτώση του  Νικολάου, που  σήμανε και το τέλος της δυναστείας των Ρομανώφ, μιας από τις δυνατότερες και σημαντικότερες δυναστείες της εποχής, που κυβέρνησε τη Ρωσία για τρεις αιώνες, υπήρξε το 1905. Το έτος αυτό στάθηκε η μεγάλη δοκιμή της επανάστασης του 1917. Τον Ιανουάριο τους έτους αυτού κηρύχτηκε γενική απεργία στα εργοστάσια της Πετρούπολης. Στις 9 Ιανουαρίου 1905, ημέρα Κυριακή,  χιλιάδες εργάτες, με πορτρέτα του Τσάρου, χερουβίμ και εικόνες, συγκεντρώθηκαν στην πλατεία των χειμερινών ανακτόρων της Πετρούπολης και  ξεκίνησαν μια πορεία για να υποβάλουν οι ίδιοι τα αιτήματά τους στον Τσάρο. Ο τσάρος δε δέχτηκε ν` ακούσει τα αιτήματα του πλήθους. Η αστυνομία αντέδρασε βίαια. Έπεσαν πυροβολισμοί. Σκοτώθηκαν πάνω από χίλια άτομα και τραυματίστηκαν πάνω από δυο χιλιάδες. Φαίνεται ότι ο διοργανωτής της πορείας Γκαπόν ήταν προβοκάτορας της αστυνομίας. Η «ματωμένη» Κυριακή της 9ης Ιανουαρίου 1905 υπήρξε το έναυσμα για μια πραγματική εξέγερση την οποία δεν μπόρεσε σταματήσει ούτε η παραχώρηση Συντάγματος. Από τότε ο Τσάρος αποκαλείται ο «Νικόλαος ο Αιματοβαμμένος».

Το 1917 η οικονομία της Ρωσίας, λόγω κυρίως της συμμετοχής της στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο,  ήταν στα όρια της κατάρρευσης. Ο πληθωρισμός κάλπαζε. Τα εργοστάσια έπαψαν να λειτουργούν, ο στρατός έμεινε χωρίς όπλα. Στις πόλεις εμφανίστηκαν ελλείψεις στα καταστήματα. Η πλειονότητα των αγροτών είχε επιστρατευθεί με αποτέλεσμα η αγροτική παραγωγή να μειωθεί δραματικά. Κατά το τέλος του Φεβρουαρίου του 1917 έλαβαν χώρα στην Αγία Πετρούπολη τεράστιες απεργίες και δυναμικές διαδηλώσεις, που αργότερα εξελίχτηκαν σε οργανωμένο επαναστατικό κίνημα. Η κατάσταση στη Ρωσία ήταν η πλέον πρόσφορη για επανάσταση. Ουρές πεινασμένων στήθηκαν έξω από τους φούρνους της πόλης, κραυγάζοντας  «Ζήτω η Δημοκρατία».  Ο στρατός αρνείται να πυροβολήσει τους στασιαστές και περνάει με το μέρος της εξέγερσης.

Ο Νικόλαος Β' δεν κατόρθωσε να εκτιμήσει τη σοβαρότητα της κατά­στασης. Παρακολουθεί εκ του μακρόθεν, από το Αρχηγείο,  τα γεγονότα με μια περίεργη αδιαφορία, σαν τα γεγονότα να μην τον αφορούν. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα γράφει από το Αρχηγείο στη σύζυγό του  Αλεξάνδρα στις 24 Φεβρουαρίου: «...Εδώ το μυαλό μου ξεκουράζεται. Ούτε υπουργοί, ούτε δύσκολες ερωτήσεις. Θεωρώ ότι αυτό μου κάνει καλό, αλλά μόνο για το μυαλό μου, η καρδιά μου υποφέρει από το χωρισμό...». Και η Αλεξάνδρα τον ... κατατοπίζει σχετικά: «Απεργίες και έκτροπα στην πόλη κάτι περισσότερο από προκλητικά .... Αυτό το κίνημα κάποιων ταραξιών, αγοράκια και κοριτσάκια τρέχουν και φωνάζουν ότι δεν έχουν ψωμί – απλά και μόνο για να δημιουργήσουν ταραχή ... Αν ο καιρός ήταν πολύ κρύος, το πιθανότερο είναι ότι θα κάθονταν σπίτια τους». Την πραγματική κατάσταση την περιγράφει στον Τσάρο ο πρόεδρος της Δούμας σ’ ένα τηλεγράφημα απόγνωσης στις 26 Φεβρουαρίου: «Στην πρωτεύουσα επικρατεί αναρχία. Η κυβέρνηση έχει παραλύσει, οι συγκοινωνίες, τα τρόφιμα, τα καύσιμα έχουν γίνει άνω κάτω. Τμήματα του στρατού βάλλουν εναντίον άλλων τμημάτων. Στους δρόμους, άτακτοι πυροβολισμοί.... Προσεύχομαι στον Θεό ώστε αυτήν την ώρα η ευθύνη να μην πέσει στον εστεμμένο».

Τελικά, η εξέγερση θα φέρει την πτώση του Τσάρου. Στις 3 Μαρτίου ο Νικόλαος, κρατούμενος από τα στασιασμένα στρατεύματα στο τραίνο που θα τον μετέφερνε στα ανάκτορα, αναγκάζεται να υποβάλει την παραίτησή του. Προηγουμένως, προσπάθειά του να παραιτηθεί υπέρ του αδελφού του Μιχαήλ δεν πετυχαίνει.

Μετά από την πτώση του Τσάρου και μετά από μερικές ημέρες σύγχυσης,  σχηματίστηκε Προσωρινή Κυβέρνηση. Επικεφαλής της κυβέρνησης ήταν ο φιλελεύθερος Γκεόργκι Λβοβ. 

Τον Ιούλιο ο Λβοφ παραιτήθηκε και πρωθυπουργός ανέλαβε ο Κέρενσκι, που προκήρυξε εκλογές για το Νοέμβρη.

Αμέσως μετά την παραίτησή του Νικολάου, αποφασίζεται από το Συμβούλιο Εργατικών και Στρατιωτικών Αντιπροσώπων της Πετρούπολης  και, στη συνέχεια, από την Προσωρινή Κυβέρνηση η σύλληψη του Νικολάου  και των άλλων μελών της οικογένειάς του και η μεταφορά τους στο ανάκτορο Τσάρσκογε Σελό. Όταν ο παιδαγωγός του μικρού Αλεξέϊ τον πληροφόρησε ότι ο πατέρας του παραιτήθηκε και δεν είναι πια Τσάρος, ο μικρός αναρωτήθηκε: «Αν δεν θα υπάρχει πια Τσάρος, ποιος θα κυβερνά τη Ρωσία;». Η ιστορία απέδειξε πόσο εύλογη ήταν η απορία του μικρού Αλεξέϊ. Δεν  ήταν δυνατό η Ρωσία να κυβερνηθεί χωρίς Τσάρο. Γι’ αυτό,  τους Ρομανώφ Τσάρους τους διαδέχθηκαν οι «επαναστατικοί» Τσάροι και αυτούς οι «μετεπαναστατικοί» Τσάροι! Από την Πετρούπολη ο έκπτωτος Τσάρος και η οικογένειά του μεταφέρθηκε, στα μέσα του 1917,  στο Τομπόλσκ της Σιβηρίας. Πρωθυπουργός της Προσωρινής Κυβέρνησης ήταν ο Κέρενσκι.

Τον Σεπτέμβριο, απομονωμένος στο Ελσίνκι, ο Λένιν απεύθυνε έκκληση στο κόμμα να καταλάβει την εξουσία στο όνομα των σοβιέτ. Τα μέλη του κόμ­ματος συμφώνησαν ότι είχε έρθει η ώρα να ανατραπεί η Προσωρινή Κυβέρνηση. Τον Οκτώβριο του 1917 το καθεστώς Κέρενσκι κατέρρευσε κάτω από την πίεση της μαζικής δυσαρέσκειας του πληθυσμού,  λόγω της αυξανόμενης πολιτικής αστάθειας και της ανικανότητας του κρατικού μηχανισμού να επιλύσει μια σειρά κατεπείγοντα ζωτικά προβλήματα. Στις αρχές Οκτωβρίου, ο Λένιν επέστρε­ψε κρυφά και μεταμφιεσμένος στο Πέτρογκραντ, φοβούμενος σύλληψη από την αστυνομία.  Στις 16 Οκτωβρίου, η Κεντρική Επιτροπή των Μπολσεβίκων αποφάσισε να ξεκινήσει η προετοιμασία για την κατάληψη της εξουσίας.  Η εξέγερση ξεκίνησε τη νύχτα της 24ης προς 25η Οκτωβρίου.  Στρατιώτες πιστοί στο Σοβιέτ του Πέτρογκραντ άρχισαν να καταλαμβάνουν στρατηγικής σημα­σίας κτίρια. Την άλλη μέρα τα ανάκτορα πολιορκήθηκαν και καταλήφθηκαν, η κυβέρνηση έπεσε, οι υπουργοί συνελήφθησαν και ο Κέρενσκι δραπέτευσε. Και τυπικά πλέον η Ρωσική Επανάσταση επικράτησε. Την κυβέρνηση κατέλαβαν οι ριζοσπαστικοί Μπολσεβίκοι με επικεφαλής τον Λένιν για να επιβάλουν την εξουσία των σοβιέτ. Στις 25 Οκτωβρίου συνήλθε στο Σμόλνι το 2ο συνέδριο των σοβιέτ της Ρωσίας και αποφάσισε το πέρασμα της εξουσίας στα σοβιέτ. Σχηματίστηκε το πρώτο Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού (υπουργικό συμβούλιο), με το Λένιν ως πρόεδρο και μέλη τους Ρίκοφ, Μιλιούτιν, Τρότσκι, Λουνατσάρσκι και Στάλιν. Έτσι, συντελέστηκε η Οκτωβριανή Επανάσταση, ένα από τα πιο σημαντικά κοσμοϊστορικά γεγονότα της εποχής μας.

Στις 30 Απριλίου του 1918 η οικογένεια μεταφέρεται στην πρωτεύουσα των Κόκκινων Ουραλίων, το Αικατερινμπούργκ, στην οικία Ιπάτιεφ. Ουσιαστικός  ηγέτης των Μπολσεβίκων στην περιοχή είναι ο μελλοντικός τσαροκτόνος Γιάκοφ Γιουρόφσκι. Η απόφαση για τη εκτέλεση της οικογένειας Ρομανώφ στο Αικατερινπούργκ και όχι στη Μόσχα  μετά από σχετική «δίκη» όπως αρχικά αποφασίστηκε, πάρθηκε από το Σοβιέτ των Ουραλίων και επικυρώθηκε από τη Μόσχα. Ο λόγος ήταν οι «πολεμικές συγκυρίες». Η πόλη αναμενόταν να πέσει στα χέρια των Λευκών από μέρα σε μέρα και η εκτέλεση της τσαρικής οικογένειας δεν μπορούσε να αναβάλλεται πλέον.

Το δραματικό τέλος του τελευταίου Τσάρου και της οικογένειάς του έλαβε χώρα στο υπόγειο της οικίας Ιπάτιεφ στις πρώτες πρωινές ώρες της 17/7/ 1918. Όταν συγκεντρώθηκαν στο υπόγειο η οικογένεια, ο γιατρός της  και οι υπηρέτες της, συνολικά έντεκα πρόσωπα,  μπήκε στην αίθουσα το απόσπασμα και  ο διοικητής του Γιουρόφσκι άρχισε να τους απαγγέλλει την καταδικαστική απόφαση. Ο Νικόλαος τον διακόπτει και τον ρωτά: «Τι; Τι;» Ο Γιουρόφσκι ξαναδιαβάζει την απόφαση και αμέσως μετά έβγαλε από την τσέπη του ένα ρεβόλβερ τύπου κολτ και πυροβόλησε τον Τσάρο και την Τσαρίνα που σκοτώθηκαν ακαριαία. Ύστερα, οι υπόλοιπες σφαίρες του κολτ καθώς και ενός οπλισμένου μάουζερ,  που επίσης είχε ο Γιουρόφσκι,  καθώς και τα όπλα των υπολοίπων μελών του αποσπάσματος χρησιμοποιήθηκαν για να αποτελειώσουν τους υπόλοιπους. Δεν πέθαναν όλοι αμέσως. Χρειάστηκε σε μερικούς, όπως στις δυο μικρότερες κόρες του Τσάρου και στον Αλεξέϊ να τους πυροβολήσουν δυο και τρεις φορές. Μερικούς τους αποτελείωσαν με τις ξιφολόγχες. Στη συνέχεια, όλα τα πτώματα μεταφέρονται σε φορτηγό που βρισκόταν στην κεντρική είσοδο για να μεταφερθούν στον τόπο που θα τα έθαβαν. Ο τόπος που ετάφησαν τα πτώματα ήταν έξω από το Αικατερινμπούργκ και κοντά στο χωριό Κοπτιακί. Πριν από την ταφή, απογυμνώθηκαν τα πτώματα και τότε βρέθηκαν ραμμένα πάνω στους κορσέδες των κοριτσιών μπριλάντια και στην Αλεξάνδρα βρέθηκε ολόκληρη μαργαριταρένια ζώνη. Σε ομαδικό τάφο ετάφησαν τα πτώματα των εννέα από τους έντεκα. Ο Γιουρόφσκι στην «Αναφορά» του στην Πανρωσική Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή αναφέρει τα ακόλουθα: «Τα πτώματα τοποθετήθηκαν στο λάκκο με περιχυμένα τα πρόσωπα και όλο το σώμα με θειικό οξύ, για να μην αναγνωριστούν και για να αποτραπεί η μυρωδιά από την αποσύνθεση. Αφού τα σκεπάσαμε με χώμα και κλαδιά, στρώσαμε από πάνω τραβέρσες και περάσαμε το αυτοκίνητο κάμποσες φορές, για να μην φαίνονται τα ίχνη....». Όπως ανακαλύφθηκε πολύ αργότερα, τα άλλα δυο πτώματα ετάφησαν, αφού πρώτα κάηκαν, σε άλλο μέρος, περίπου πενήντα μέτρα από τον κοινό τάφο.  Η ταυτότητα των σκελετών που βρέθηκαν αναγνωρίστηκε με ανάλυση του DNA. Στον κοινό τάφο δεν ετάφησαν ο Αλεξέϊ και η θυγατέρα του Τσάρου Μαρία. Έτσι, δόθηκε οριστικό τέλος στους μύθους για διάσωση του Αλεξέϊ και της Αναστασίας, μιας άλλης από τις τέσσερις θυγατέρες του Τσάρου.

Πηγές:

Έντβαρντ Ρατζίνσκι, Ο Τελευταίος Τσάρος, Εκδόσεις Νάρκισσος. 

Robert Service, Σύντροφοι: Η παγκόσμια Ιστορία του Κομμουνισμού.

Δημοσίευμα των New York Times στην «Καθημερινή» των Αθηνών, ημερ.27.11.2007, με τίτλο «Φωτίζεται η δολοφονία της τσαρικής οικογένειας».

(Φιλελεύθερος, 27/11/2017)