Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος ο Β΄ εξαπέλυσε και πάλιν, με τη πασχαλινή του εγκύκλιο και τη συνέντευξη του στο “Skay”, επίθεση κατά της πολιτικής ηγεσίας του τόπου για τους χειρισμούς της  στο Κυπριακό.

Δεν αμφισβητών το δικαίωμα του Αρχιεπισκόπου να εκφράζει τις απόψεις του. Ούτε και την αντίδραση μου προκάλεσε το περιεχόμενο των δηλώσεων του, παρά το ότι αυτές υποδηλώνουν έλλειψη σωστής ιστορικής ενημέρωσης και συγκροτημένης πολιτικής σκέψης. Η Εκκλησία έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει στα κοινά. Θα ήταν φρόνιμο οι παρεμβάσεις της να γίνονται  ιδίως όταν  πρόκειται για θέματα που αφορούν τη φτώχεια, τις ανισότητες, τον ρατσισμό και τον κοινωνικό αποκλεισμό, θέματα που σχετίζονται άμεσα με τις χριστιανικές αξίες της αγάπης, της συμπόνιας και της ειρήνης.

Η αντίδραση μου οφείλεται στο ότι,   τα όσα έγραψε και είπε o Αρχιεπίσκοπος δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι η Εκκλησία διεκδικεί «εθναρχικό» ρόλο στο Κυπριακό αλλά και γενικά στα πολιτικά δρώμενα στη Κύπρο. Για τη νομιμοποίηση αυτού του ρόλου  δεν βασίζεται στην κατοχή του πολιτειακού αξιώματος του αρχηγού του κράτους, όπως επί Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του Γ΄, αλλά στην ιστορική παράδοση, όπως ο ίδιος την αντιλαμβάνεται, σύμφωνα με την οποία  ο λαός ανήκει στην Εκκλησία και είναι αποστολή της να τον προστατεύει, όπως κάνει εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Το ότι στην Κύπρο υπάρχει κράτος, με πολιτειακούς θεσμούς οι οποίοι ασκούν τις αρμοδιότητες και εξουσίες τους με βάση ένα Σύνταγμα, δεν έχει σημασία για τον Μακαριότατο. Θέλω να πιστεύω ότι ο Αρχιεπίσκοπος δεν οραματίζεται  το ρόλο που έχουν στο Ιράν οι ανώτατοι ιερείς,  ως «φρουροί του δικαίου»,    να παρεμβαίνουν  ενεργά στο χώρο της πολιτικής όταν κρίνουν ότι υπονομεύονται οι αρχές και οι αξίες της επανάστασης όπως τις καθόρισε ο Αγιατολάχ Χομεϊνί και τις συνέχισε ο Αγιατολάχ Χαμεϊνί,   με βάση την αρχή relevat – e – facib.

Ο Αρχιεπίσκοπος με τις ενέργειες του, όχι μόνο τις τωρινές αλλά και παλαιότερες, πολιτεύεται και κομματίζεται.  Ο ίδιος είχε εκφράσει  στο παρελθόν σε ομιλίες του προς το εκκλησίασμα την προτίμησή του σε συγκεκριμένο κόμμα.  Μέσα στους ναούς διαμοιράστηκαν  επιχορηγημένα από την εκκλησιαστική περιουσία ανιστόρητα βιβλία για την ιστορία του Κυπριακού και φυλλάδια που με πρωτοφανή προχειρότητα εξέφραζαν απόψεις για τον χειρισμό του Κυπριακού ζητήματος και,  γενικά,  για τη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας.

Για «εθναρχικό» ρόλο της Εκκλησίας θα πρέπει να ανατρέξουμε στην περίοδο της Οθωμανικής κατοχής, μετά τη κατάρρευση του Βυζαντινού κράτους το 1453 και την κατάκτηση της Κύπρου το 1571, παρά το ότι δεν μπορούμε να μιλούμε για «έθνος» και «εθνική συνείδηση» για την εποχή εκείνη, με την έννοια που έχουν αυτοί οι όροι σήμερα. Οι έννοιες αυτές διαμορφώνονται και αποκτούν το σύγχρονο νόημά τους στις αρχές του 19ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας η κυρίαρχη συλλογική ταυτότητα των υποδούλων χριστιανών – των Ρωμιών,  μέρος των οποίων ήταν οι Γραικοί -  ήταν καθαρά θρησκευτική. Και κατά τη Βυζαντινή περίοδο η συλλογική ταυτότητα των βυζαντινών ήταν θρησκευτική. Εδώ, θα πρέπει να γίνει διάκριση του «έθνους» από την «εθνότητα». Εθνότητες υπήρχαν από παλιά. Ο αρχαίος ελληνισμός  αποτελούσε μια ιστορικά συγκροτημένη ενότητα βασισμένη σ’ ένα κοινό πολιτισμό, κοινή γλώσσα και παιδεία. Υπήρχε, με άλλα λόγια, ελληνική εθνότητα, που δεν μπορεί να ταυτιστεί με την κατηγορία του έθνους και,  ακόμη περισσότερο, του εθνικού κράτους.

Για τις περιόδους που προηγήθηκαν, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για «εθναρχικό» ρόλο. Κατά τη Ρωμαϊκή εποχή, ο Χριστιανισμός βρίσκονταν  υπό την απηνή καταδίωξη των αρχών και η Εκκλησία αγωνιζόταν να προστατεύσει τους Χριστιανούς, ανεξάρτητα από εθνότητα. Όταν ο Χριστιανισμός καθιερώθηκε ως επίσημη θρησκεία του Βυζαντινού κράτους, και θεμελιώθηκε η συνύπαρξη κοσμικής και θρησκευτικής εξουσίας,  οι Χριστιανοί, με επικεφαλής την ηγεσία τους,  αποστρέφονταν την Ελλάδα και τους Έλληνες, επειδή τους ταύτιζαν με την «επάρατη» ειδωλολατρία.  Ακόμα και το όνομα «Έλλην» πήρε νόημα υβριστικό και αποκρουστικό. Το Βυζάντιο θεωρούσε εχθρικό «το των Ελλήνων όνομα, καθ' όσον ανέκαθεν το όνομα τούτο εταυτίσθη μετά της εννοίας του ειδωλολάτρου», γράφει ο  ιστορικός Κ. Παπαρηγόπουλος..(Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Δβ΄, σελ. 6). «Ανόσιους, μυσαρούς, παμμίαρους» αποκαλούσαν τους Έλληνες οι αυτοκρατορικοί νόμοι και οι εκκλησιαστικοί πατέρες. «Το όνομα Έλλην κατήντησε θρησκευτικόν και ελέγετο περί μη χριστιανών και αν ακόμη ούτοι ήσαν Σαρακηνοί», λέει ο ιστορικός Κ. Άμαντος.  (Κ. Άμαντος, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, (1933), σελ. 180).

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι  πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος  όχι μόνο κατεδάφισε πολλούς αρχαίους ναούς, αλλά και στάθηκε υπαίτιος της πυρπόλησης του Σεραπείου, που η βιβλιοθήκη του περιείχε 42.000 τόμους της ελληνικής, αλλά και ξένης Γραμματείας (391 μ.Χ.). Είναι περιττό να επισημάνουμε τι σήμαινε εκείνη η τεράστια απώλεια για την ανθρωπότητα.

Όταν η Κύπρος το 1571 αποσπάστηκε από την ενετική  κυριαρχία, οι Κύπριοι συμμερίστηκαν την τύχη εκείνων των Ελλήνων που ζούσαν ήδη κάτω από την οθωμανική κυριαρχία. Ο τρόπος διοίκησης της νήσου ήταν σύμφωνος με το σύστημα που ίσχυε για τα  κατακτημένα εδάφη. Τα προνόμια της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, τα οποία αυτή είχε απολέσει κατά τις περιόδους της Φραγκοκρατίας και Ενετοκρατίας,  όχι μόνο επανήλθαν, αλλά και αυξήθηκαν.  Η ενίσχυση της θέσης της ελληνορθόδοξης Εκκλησίας, και η  παροχή ορισμένων δικαιωμάτων αυτοδιοίκησης στους «ραγιάδες»  στο πλαίσιο του συστήματος του μιλλετιού (millet),  συνιστούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτής της περιόδου.

Με βάση το σύστημα που εφαρμοζόταν σε ολόκληρη την Οθωμανική επικράτεια, οι «ραγιάδες» (κοπάδια) ήταν  οργανωμένοι σε «μιλλέτια» (millet),   (εθνικότητες, αυτοδιοικούμενες κοινότητες),  που διατηρούσαν τους δικούς τους νόμους και συνήθειες κάτω από ένα θρησκευτικό αρχηγό, τον Εθνάρχη,  που ήταν υπεύθυνος έναντι της κεντρικής διοίκησης  για τη διοίκηση και τη καλή συμπεριφορά του λαού του. Η Χριστιανική κοινότητα, όπως και η Ιουδαϊκή, δηλαδή οι δυο άλλες θρησκευτικές κοινότητες που ασπάζονταν όπως και Ισλαμική μονοθεϊστικές θρησκείες, απολάμβανε ελευθερία λατρείας, σε αντάλλαγμα την πληρωμή φόρου υποτελείας. Το Ορθόδοξο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης ήταν επικεφαλής της θρησκευτικής κοινότητας των Rum (Ρωμιών). Τόσο ο Οικουμενικός Πατριάρχης όσο και ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου ήταν αξιωματούχοι της Αυτοκρατορίας (μιλλέτ – πασιή) και υπόλογοι στην Υψηλή Πύλη.

Τη μεγάλη εξέγερση του 1821 δεν την προετοίμασε η Εκκλησία, που αποτελούσε οργανικό τμήμα του οθωμανικού διοικητικού συστήματος, αλλά οι πολιτικοί και ιδεολογικοί της αντίπαλοι: Όπως αναφέρει ο Γιάννης Γιαννουλόπουλος, Καθηγητής της Σύγχρονης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, «οι εμπνευστές της Επανάστασης αντιπροσώπευαν την πλήρη αναίρεση του ηγετικού της ρόλου -πνευματικού και πολιτικού- που της είχε εκχωρήσει η Πύλη υπό την απαραίτητη προϋπόθεση να πειθαρχεί το ποίμνιό της. Ο Πατριάρχης θανατώθηκε με τον βάρβαρο τρόπο που χαρακτήριζε τα πολιτικά ήθη της αυτοκρατορίας, όχι ως συμμέτοχος ή συμπαθών του επαναστατικού κινήματος αλλά ως αποτυχών εις το έργο του Οθωμανός αξιωματούχος. Όπως και δεκάδες άλλοι αξιωματούχοι (μουσουλμάνοι και χριστιανοί) πριν και μετά από αυτόν». (Γιάννης Γιαννουλόπουλος, Από το Γένος στο Έθνος: Ο ατελέσφορος συγκερασμός, στην «Καθημερινή» των Αθηνών, ημερ. 24.3.2007).

Σε σχέση με τα όσα αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο για το ρόλο της Εκκλησίας στις προσπάθειες των υποδούλων Χριστιανών να απελευθερωθούν, θεωρώ χρήσιμο για τον αναγνώστη να επεκταθώ.

Όταν οι λαοί της Ευρώπης  εμπνεόμενοι από τα κηρύγματα του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης  ξεσηκώνονταν για να διεκδικήσουν την ανεξαρτησία και την ελευθερία τους, κυκλοφόρησε το 1798 ένα φυλλάδιο με την υπογραφή του πατριάρχη Ιεροσολύμων Άνθιμου και με τον τίτλο «Πατρική Διδασκαλία».  Για το φυλλάδιο αυτό αναφέρεται ο γνωστός Έλληνας διανοητής Μάριος Πλωρίτης σε άρθρο του με τίτλο «Θεοκρατίας διδασκαλίες», στο «Βήμα» των Αθηνών, ημερ. 25.6.2000. Ο χώρος δεν μου επιτρέπει να παραθέσω ολόκληρο το κείμενο, παρά μόνο τα κύρια σημεία.  Σύμφωνα με την «Πατρική Διδασκαλία», ο θανάσιμος εχθρός των Ελλήνων  ήταν τα εξ Εσπερίας δαιμόνια (περί ελευθερίας κλπ.), που αποτελούν «απάτην και πλάνην του διαβόλου», ο οποίος επινόησε «νεοφανείς τρόπους πολιτείας και διοικήσεως (τη δημοκρατία), αντιβαίνοντας εις την χριστιανικήν ευαγγελικήν ζωήν». Και σε άλλο σημείο  ο συντάκτης συνεχίζει: «Ο άπειρος εν ελέει και πάνσοφος ημών Κύριος, δια να φυλάξη αλώβητον την αγίαν και ορθόδοξον πίστιν ημών... ήγειρεν εκ του μηδενός την ισχυράν αυτήν βασιλείαν των Οθωμανών... δια να είναι εις μεν τους Δυτικούς ωσάν ένας χαλινός, εις δε τους Ανατολικούς ημάς πρόξενος σωτηρίας».  Και καταλήγει:  «Αδελφοί κλείσατε τα αυτία σας και μη δώσετε καμμίαν ακρόασιν εις ταύτας τας νεοφανείς ελπίδας της ελευθερίας... που είναι εναντίαι εις τα ρητά της θείας Γραφής και των αγίων Αποστόλων, οπού μας προστάζουν να υποτασσόμεθα εις τας υπερεχούσας αρχάς,...Φυλάξατε στερεάν την πατροπαράδοτόν σας πίστιν και, ως οπαδοί του Χριστού, απαρασάλευτον την υποταγήν εις την πολιτικήν διοίκησιν».

Το εκπληκτικό βέβαια είναι, όπως παρατηρεί εύστοχα ο Καθηγητής της Ιστορίας Αντώνης Λιάκος,  πως μέσα σε λίγα χρόνια μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους η Εκκλησία κατόρθωσε να πείσει για τον δικό της πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιδέα του έθνους και να τον επιβάλει στη διδασκαλία της ιστορίας στην εκπαίδευση. Ταυτίστηκε μάλιστα τόσο με την ιδέα αυτή «ώστε να κατακεραυνώνει όσους της αμφισβητούσαν την πρωτοκαθεδρία στους εθνικούς αγώνες. Βέβαια αυτός ο εναγκαλισμός Ορθοδοξίας και εθνικισμού μετά από τον 19ο αι. και εξής συνέβη με όλες τις βαλκανικές χώρες, και δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να απορούμε. Αν η Εκκλησία δεν είχε την τεχνογνωσία της προσαρμογής σε διαδοχικές εξουσίες και καταστάσεις, δεν θα είχε επιβιώσει επί δύο χιλιετίες». (Αντώνης Λιάκος, Έχει η Εκκλησία εθνική συνείδηση;, στο «Βήμα» των Αθηνών, ημερ.25.3.2007).

Στα χρόνια της Αγγλοκρατίας ο ορθόδοξος κλήρος διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο στους Ελληνοκύπριους. Η παράδοση για «εθναρχικό» ρόλο της Εκκλησίας, παρά τη  αντικατάστασης του οθωμανικού συστήματος του μιλλετιού (millet) από την αγγλική διοικητική τάξη,  ευνόησε  την εθνικοπολιτική δραστηριότητα της ορθόδοξης Εκκλησίας. Από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του Νομοθετικού Συμβουλίου παρατηρούμε ενεργό ανάμιξη της εκκλησιαστικής ηγεσίας στην πολιτική ζωή της Κύπρου. Στο πρώτο Νομοθετικό Συμβούλιο εκλέγηκε ο Μητροπολίτης Κιτίου Κυπριανός. Τον διαδέχθηκε ο Μητροπολίτης Κιτίου Κύριλλος. Επίσης βλέπουμε και μοναχούς να πολιτεύονται και να εκλέγεται ο Ηγούμενος Κύκκου Γεράσιμος. Πολιτεύτηκε και ο διάδοχος του Κλεόπας στις εκλογές του 1930, αλλά δεν κατόρθωσε να εκλεγεί. Κατά την περίοδο της «εξέγερσης» του 1931, ηγέτης των Ελληνοκυπρίων στο Νομοθετικό Συμβούλιο ήταν ο Μητροπολίτης Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς. 

Η αρχομανία από την οποία διακατέχονταν οι εκκλησιαστικοί ηγέτες τους οδήγησε στην καταπάτηση των «Ιερών Κανόνων» της Ορθόδοξης Εκκλησίας οι οποίοι ξεκάθαρα απαγορεύουν την ανάμιξη των κληρικών στην πολιτική. Ειδικότερα, η απαγόρευση αυτή προκύπτει σαφέστατα από τους Κανόνες 6 και 81 των Αποστόλων οι οποίοι επικυρώθηκαν, μαζί με άλλους, το έτος 692 από την εν Τρούλλω Οικουμενική Σύνοδο, τη λεγόμενη Πενθέκτην Οικουμενική Σύνοδο. Οι δυο αυτοί Κανόνες προνοούν: Κανών ΣΤ΄: «Επίσκοπος ή πρεσβύτερος, ή διάκονος κοσμικάς φροντίδας μη αναλαμβανέτω. Ει δε μη καθαιρείσθω». Κανών ΠΑ΄: «Είπομεν, ότι ου χρη επίσκοπον, ή πρεσβύτερον καθιέναι εαυτόν εις δημοσίας διοικήσεις, αλλά προσευκαιρείν ταις εκκλησιαστικαίς χρείαις. Ή πειθέσθω  ουν τούτο μη ποιείν, ή καθαιρείσθω. Ουδείς γαρ δύναται δυσί  κυρίοις δουλεύειν, κατά την Κυριακήν παρακέλευσιν».

Η συνεχής απασχόληση της εκκλησιαστικής ηγεσίας με την πολιτική και τα εθνικά προβλήματα του τόπου, καλλιέργησε στους ιεράρχες νοοτροπίες αρχομανίας που είχαν άμεσες συνέπειες και στην εσωτερική λειτουργία της Κυπριακής Εκκλησίας κατά τη δεκαετία 1900-1910, όταν μετά το θάνατο του Σωφρονίου ανέκυψε το πρόβλημα της διαδοχής του.  Το «αρχιεπισκοπικό ζήτημα», το οποίο είχε και συνάρτηση με τη  διαμάχη για τη στρατηγική στο εθνικό θέμα,  συντάραξε την ελληνοκυπριακή κοινότητα και χώρισε κλήρο και λαό σε δυο στρατόπεδα. Ηγέτης του ενός στρατοπέδου ήταν ο μητροπολίτης Κιτίου Κύριλλος, γνωστός ως «Κυριλλάτσος» και του άλλου ο μητροπολίτης Κυρηνείας Κύριλλος, γνωστός ως «Κυριλλούι». Η εκατέρωθεν λασπολογία έφτασε στο ζενίθ της. Οι οπαδοί του Κιτίου κατηγορούσαν τον Κυρηνείας ως «αιρετικό» και οι οπαδοί του Κυρηνείας κατηγορούσαν τον Κιτίου ως «μασόνος».  Η Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου εξέλεξε τον Κυρηνείας. Ο Κιτίου και οι πολυπληθείς οπαδοί του αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της εκλογής. (Παύλος Ν. Τζερμιάς, Η Κύπρος, από την αρχαιότητα ως την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Τόμος Ι, σελ. 185).

Η διάσπαση είχε και τον πολιτικό της αντίκτυπο. Στις εκλογές για ανάδειξη μελών του Νομοθετικού Συμβουλίου το 1906 το κόμμα του Κιτίου κέρδισε τις εκλογές και εξέλεξε οκτώ μέλη ενώ το κόμμα του Κυρηνείας εξέλεξε μόνο ένα. Οι νικητές επεδίωξαν να θεσπίσουν νομοθεσία που να ρυθμίζει τις αρχιεπισκοπικές εκλογές και που θα οδηγούσε αναμφίβολα στη νίκη του υποψηφίου τους. Η Σύνοδος και οι «Κυρηναϊκοί»  αντέδρασαν έντονα. Η νήσος οδηγείτο σε εμφύλιο πόλεμο. Ο Ύπατος Αρμοστής για να αντιμετωπίσει την κατάσταση κήρυξε τον στρατιωτικό νόμο και χρησιμοποίησε στρατό για να επιβάλει την τάξη. Το 1908 θεσπίστηκε νόμος  που έδιδε την εξουσία στον Κιτίου να συγκαλέσει Επισκοπική Σύνοδο στην οποία μετείχαν  και τρεις επίσκοποι από το Πατριαρχείο της Αλεξανδρείας. Ομόφωνα εκλέγηκε ο Κιτίου ως Κύριλλος ΙΙ. Ο αντίπαλός του εξακολουθούσε να θεωρεί εαυτόν ως Αρχιεπίσκοπο μέχρι τον Μάρτιο του 1910, που αναγνώρισε την εκλογή του Κιτίου και έτσι λύθηκε το περιβόητο «αρχιεπισκοπικό ζήτημα». Ο Κύριλλος ΙΙ απεβίωσε το 1916 και τον διαδέχθηκε ο Κυρηνείας ο οποίος απεβίωσε του 1933.   (Παύλος Ν. Τζερμιάς, Η Κύπρος, από την αρχαιότητα ως την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Τόμος Ι, σελ. 185).

Ο φανατισμός μεταξύ των δυο παρατάξεων ήταν τόσο έντονος, ώστε να μην καταστήσει δυνατή την εκλογή Έλληνα δημάρχου στη Λευκωσία κατά τις δημοτικές εκλογές του 1908. Στο δημοτικό συμβούλιο, που απαρτιζόταν από έξι Έλληνες και πέντε Τούρκους, είχαν εκλεγεί τρεις «Κιτιακοί» και τρεις «Κυρηνειακοί». Οι πρώτοι υποστήριζαν του ιατρό Νικόλαο Δέρβη, πατέρα του Θεμιστοκλή Δέρβη και  οι δεύτεροι τον Χριστόδουλο Μιχαηλίδη. Αφού, μετά από τρεις συνεδρίες του δημοτικού συμβουλίου οι Έλληνες σύμβουλοι επέμεναν στις θέσεις τους, οι πέντε Τούρκοι σύμβουλοι εξέλεξαν ως δήμαρχο τον Σιεφκέτ ο οποίος υπηρέτησε ως δήμαρχος Λευκωσίας μέχρι του 1911.  (Αχιλλέας Λυμπουρίδης, Μελέτες για την Αγγλοκρατία στην Κύπρο, Μέρος ΙΙΙ, σελ. 90).

Καταληκτικά, αναφέρω τα ακόλουθα: Τα περί «εθναρχικής» ιδιότητας των εκκλησιαστικών ηγετών επιχειρήματα,   που βασίζονται σε σουλτανικά «βεράτια», μπορούν να ευσταθούν για την περίοδο που η Κύπρος ήταν τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο Αρχιεπίσκοπος ήταν, όπως προαναφέρθηκε,  αρχηγός του «μιλλετιού» (millet) των Χριστιανών της νήσου. Τότε ο Αρχιεπίσκοπος ήταν αξιωματούχος της Αυτοκρατορίας (μιλλέτ – πασιή) και υπόλογος στην Υψηλή Πύλη. Αυτά τα επιχειρήματα είναι εντελώς ανεδαφικά και στερούνται σοβαρότητας αναφορικά με την περίοδο που η Κύπρος έπαυσε να είναι τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και,   οπωσδήποτε, δεν  έχουν θέση μετά που η Κύπρος απέκτησε την ανεξαρτησία της.

(Από τον ιστοτόπο του συγγραφέα)