Όσοι επιχειρούν να αποτιμήσουν τον εθνικοαπελευθερωτικό μας αγώνα, όπως και κάθε ιστορικό γεγονός,  θα πρέπει να έχουν κατά νουν ότι ποτέ δεν πρέπει να «διαβάζουμε» την ιστορία με τα γυαλιά του σήμερα. Εκ των υστέρων, όταν ξέρει κανείς τι έγινε, είναι εύκολο να κάμει κριτική και να αποφαίνεται «από καθέδρας» ποιος έπρεπε να  ήταν στη δεδομένη χρονική περίοδο ο χειρισμός του Κυπριακού.  Όμως, νομιμοποιείται η έκφραση κριτικής αν σε ένα πολιτικό θέμα υπάρχουν μερικές παράμετροι που έπρεπε να ήταν εμφανείς σε ένα διορατικό και έμπειρο πολιτικό. Κυρίως, όταν παραβλέπεται η βασική αρχή σύμφωνα με την οποία η επιδίωξη ενός σκοπού, όσο δίκαιος και αν είναι,  βρίσκεται σε ευθεία συνάρτηση με τα μέσα που ένας μπορεί να διαθέσει και τους εξωγενείς παράγοντες  που επαυξάνουν ή περιορίζουν αυτά τα μέσα..

Τα όσα γράφονται πιο κάτω, σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθούν ότι θέτουν υπό αμφισβήτηση τον ηρωισμό των μαχητών της Ε.Ο.Κ.Α.  και, κυρίως, αυτών που έπεσαν ένδοξα στο πεδίο της μάχης,  όπως του Γρηγόρη Αυξεντίου και του Κυριάκου Μάτση ή αυτών που αντιμετώπισαν με θάρρος την αγχόνη, όπως του Ευαγόρα Παλληκαρίδη και του Ιάκωβου Πατάτσου. Ούτε αμφισβητούν την απροσμάχητη αγωνιστικότητά του  νέου τότε Εθνάρχη Μακαρίου ΙΙΙ για ένωση με την Ελλάδα και τον έντονο πατριωτισμό του.

Όταν εντατικοποιήθηκε ο αγώνας για την ένωση μετά το Δημοψήφισμα στις 15 Ιανουαρίου  του 1950, οι  Ελληνοκύπριοι είχαν την ολόψυχη συμπαράσταση του ελληνικού λαού, αλλά όχι την  δεδηλωμένη υποστήριξη των ελληνικών κυβερνήσεων. Στην Ελλάδα ο εμφύλιος πόλεμος είχε μόλις πριν λίγα χρόνια τελειώσει,  αφήνοντας  πίσω του μια ερειπωμένη Ελλάδα. Η Ελλάδα βρισκόταν την εποχή εκείνη σε σχέση άμεσης εξάρτησης  από τον δυτικό κόσμο. Είναι πολύ εύγλωττα τα πιο κάτω, που σύμφωνα με ένα έγγραφο (20/6/1950) του ελληνικού προξενείου της Ελλάδας, στη Λευκωσία, ο Γ. Παπανδρέου είπε στο δήμαρχο της Λευκωσίας Θεμιστοκλή Δέρβη, με τον όποιο συνδεόταν φιλικά: «Ή Ελλάς αναπνέει σήμερον με δύο πνεύμονας, τον μεν αγγλικόν τον δε   αμερικανικόν και δι’ αυτό δεν ημπορεί, λόγω του Κυπριακού, να κινδυνεύσει να πάθει από ασφυξίαν».

Η  Ελληνική Κυβέρνηση, με απροθυμία και κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης, ενέδωσε τελικά στο αίτημα της Εθναρχίας για διεθνοποίηση του Κυπριακού ζητήματος και κατέθεσε  την πρώτη προσφυγή στον Ο.Η.Ε. Η κυβέρνηση Παπάγου εν πολλοίς αυτοσχεδίαζε και δεν είχε προετοιμάσει την προσφυγή μεθοδικά. Με το έγγραφο της προσφυγής της 16ης Αυγούστου 1954 ζητείτο μεν η εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών, αλλά η αίτηση  και γενικά η όλη ενέργεια της κυβέρνησης Παπάγου δεν άφηναν την παραμικρή αμφιβολία, ότι στόχος ήταν η Ένωση. Αυτό το εκμεταλλεύτηκε δεόντως ο εκπρόσωπος της Βρετανίας ο οποίος ισχυρίστηκε πως η διένεξη αφορούσε τη μεταβίβαση της κυριαρχίας της Κύπρου από ένα κράτος – μέλος του Ο.Η.Ε. σ’ ένα άλλο. Περαιτέρω, ο ισχυρίστηκε ότι η νήσος δεν αποτέλεσε ποτέ μέρος του νεοελληνικού κράτους και ότι η Τουρκία είχε νόμιμο συμφέρον στην υπόθεση.  Ακόμα και μετά το 1954, οι κυβερνήσεις της Αθήνας,  που ήταν ενταγμένες στο δυτικό στρατόπεδο,  στη διαχείριση του Κυπριακού πρόσεχαν στο να μη διαταραχθούν «υπέρμετρα» οι σχέσεις τους με την Αγγλία και τους άλλους συμμάχους. Γι' αυτό,  συνήθιζαν να επιδεικνύουν επιφυλακτικότητα και να συμπράττουν σε διπλωματικές διεργασίες, στο πλαίσιο των οποίων δεν μπορούσε ν' αναμένεται η πλήρης πραγμάτωση της ελληνοκυπριακής αξίωσης για αυτοδιάθεση.

Αλλά και οι διεθνείς συγκυρίες κάθε άλλο παρά προδιέγραφαν ευνοϊκή πορεία στον Κυπριακό απελευθερωτικό αγώνα.  Ό στρατηγικός χώρος της Κύπρου, ιδιαίτερα μετά την υπογραφή του Ατλαντικού Συμφώνου στις 4 Απριλίου 1949, άρχισε να αποκτά ξεχωριστή σημασία. Τη στρατηγική σημασία της Κύπρου, για τα συμφέροντα των Δυτικών χωρών, επαύξησαν η αγγλοπερσική κρίση του Ιουνίου του 1951, με την κρατικοποίηση της αγγλοϊρανικής εταιρείας πετρελαίων, η αποκήρυξη στις 16 Οκτωβρίου 1951 από την Αίγυπτο της αγγλοαιγυπτιακής συνθήκης του 1936, και, κυρίως,  η εθνικοποίηση στις 26 Ιουλίου 1956 της Διώρυγας του Σουέζ.  Επίσης, με την υπογραφή στις 24 Φεβρουαρίου 1955 από τη Μεγάλη Βρετανία, την Τουρκία, το Πακιστάν και το Ιράν, του Συμφώνου της Βαγδάτης και τη σύσταση, τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 1959, του ΣΕΝΤΟ, με έδρα την Άγκυρα,  η στρατηγική θέση της Τουρκίας αναβαθμίστηκε σημαντικά. Οι εταίροι της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας απέβλεπαν στην Τουρκία ως τον προμαχώνα για την αστυνόμευση της Μέσης Ανατολής και την υπεράσπιση του Δυτικού κόσμου έναντι της Σοβιετικής Ένωσης, και σαν το προπύργιο για τον έλεγχο των πετρελαιοπηγών.

Οι πιο πάνω αδυσώπητες γεωπολιτικές πραγματικότητες αγνοήθηκαν από την άπειρη εθνική μας ηγεσία και, κυρίως, υποτιμήθηκε ή δεν αντιμετωπίστηκε σωστά ο τουρκικός παράγοντας. Ο ισχυρισμός  ότι η Βρετανία παρακίνησε το Τουρκικό ενδιαφέρον είναι ιστορικά ανυπόστατος.  Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Λονδίνο έδωσε μεγάλη βαρύτητα στο εκδηλωθέν ενδιαφέρον της Τουρκίας γιατί τούτο το βοηθούσε στην  επιδίωξή του να μετατρέψει ένα αποικιακό πρόβλημα σε διμερές ελληνοτουρκικό ζήτημα κι έτσι να εξουδετερώσει την αξίωση αυτοδιάθεσης της πλειονότητας του κυπριακού πληθυσμού. Το ενδιαφέρον της Άγκυρας για την Κύπρο υπήρχε πάντοτε και φανερώθηκε μόλις εκδηλώθηκε η  έντονη έκφραση του ελληνικού  αλυτρωτισμού  στην Κύπρο.  Ήδη,  το 1954  ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Mehmed Fuat Koprulu είχε δηλώσει, πως η Κύπρος πρέπει να «επανέλθει» στην Τουρκία, γιατί αποτελεί «γεωγραφική επέκταση» της.

Οι αγγλο - τουρκικοί σχεδιασμοί πιθανό να είχαν διαφορετικοί έκβαση αν ο αγώνας λάμβανε από την αρχή ένα μαζικό αντιαποικιακό  χαρακτήρα.  Η υπόθεση της Κύπρου θα ήταν ευκολότερο να προωθηθεί αν είχε εξ αρχής ακολουθήσει το δρόμο που είχαν ξεκινήσει όλες οι άλλες αποικίες.  Την πορεία αυτή θα μπορούσαν  να ακολουθήσουν  και οι Ελληνοκύπριοι αν άδραχναν την ευκαιρία που τους δόθηκε το 1948 και αποδέχονταν την πρόταση για αυτοκυβέρνηση που υπέβαλε η αποικιακή κυβέρνηση η οποία, όπως έγραψα σε σχετικό άρθρο μου, πρόβλεπε για ένα Σύνταγμα, βασισμένο στη δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας. Τότε, η γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας, υποψήφια για να μπει στο ΝΑΤΟ, δεν ήταν αυτή των ετών  1955 και 1959.  Έκτοτε, με τις διολισθήσεις που ακολούθησαν, άλλαξε ριζικά η αποικιακή μορφή του προβλήματος και μετατράπηκε  σε ένα πολιτικό πρόβλημα μεταξύ τριών χωρών.

(Φιλελεύθερος, 1.4.2014)