Ο.Η.Ε. και Κυπριακό

Σε όσους παρακολουθούν και μελετούν με σοβαρότητα τις εξελίξεις στο Κυπριακό, δεν ήταν έκπληξη η πρόσφατη δήλωση του γ. γ. του Ο.Η.Ε ότι «ατυχώς οι διαπραγματεύσεις ανεστάλησαν  εξ αιτίας της αλλαγής κυβέρνησης στην ελληνοκυπριακή κοινότητα της Κύπρου». Οι δικαιολογίες που δόθηκαν δεν ήταν πειστικές. Τα ίδια σχεδόν έγραψε και στην Έκθεσή του το Δεκέμβριο του 2010 όπου αναφέρθηκε σε «εκλογές στο Νότο». Δεν επρόκειτο περί γλωσσικού ολισθήματος. Ήταν μια προσπάθεια υπονόμευσης της διεθνούς προσωπικότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και εξουδετέρωσης των  Ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας (Σ.Α.) του Ο.Η.Ε.  που είχαν κατοχυρώσει τη διεθνή αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη νομιμότητα της κυβέρνησης που την εκπροσωπεί διεθνώς και καταδίκαζαν την  ανακήρυξη της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου», όπως του Ψηφίσματος 186/1964 της 4.3.1964, του Ψηφίσματος  541/1983 της 18.11.1983 και αυτών που στη συνέχεια τα επαναβεβαίωναν. 

Δυστυχώς, κατά τα τελευταία χρόνια ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών έπαψε να επιτελεί το έργο που του έταξαν οι ιδρυτές του και οι Γενικοί Γραμματείς του λειτουργούν ως απλοί διεκπεραιωτές των αποφάσεων που λαμβάνονταν έξωθεν. 

Μια μελέτη των διαφόρων Ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας και των Εκθέσεων των Γενικών Γραμματέων του Ο.Η.Ε.,  που αναφέρονται στις βασικές παραμέτρους που πρέπει να διέπουν μια λύση του Κυπριακού, καταδεικνύει του λόγου το αληθές. Από τη μελέτη  αυτών των Ψηφισμάτων και Εκθέσεων, που θα επιχειρηθεί πιο κάτω, προκύπτει ότι κύριο γνώρισμα αυτών των προταθεισών λύσεων είναι η αναγνώριση των αδυσώπητων πραγματικοτήτων και τετελεσμένων  που δημιούργησε η εισβολή.

Η λύση της ομοσπονδίας στις Συμφωνίες Κορυφής

Αλλά, και οι λεγόμενες «Συμφωνίες Κορυφής» της 12ης Φεβρουαρίου 1977 και της 19ης Μαΐου 1979 βασίζονται σε τετελεσμένα της εισβολής. Η πρώτη  συμφωνία μεταξύ Μακαρίου και Ντενκτάς περιλαμβάνει τέσσερις κατευθυντήριες γραμμές («Guidelines»), που θα ήταν καθοριστικές για τις παραπέρα διακοινοτικές διαπραγματεύσεις για τη ρύθμιση του Κυπριακού. Συμφωνήθηκε η λύση της δικοινοτικής ομόσπονδης Δημοκρατίας. Σύμφωνα με τη δεύτερη κατευθυντήρια γραμμή,  «το έδαφος υπό τη διοίκηση της κάθε κοινότητας («the territory under the administration of each community») πρέπει να συζητηθεί υπό το φως της οικονομικής βιωσιμότητας ή παραγωγικότητας και της ιδιοκτησίας γης».

Στη  συνάντησή τους στις 19 Μαΐου 1979,  ο πρόεδρος Κυπριανού κι ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ντενκτάς, συνήψαν συμφωνία δέκα σημείων, η οποία θ' αποτελούσε τη βάση για την επανέναρξη των προ αρκετού χρόνου διακοπεισών διακοινοτικών συνομιλιών.

Αρκετή συζήτηση γίνεται αν οι πιο πάνω συμφωνίες περιλαμβάνουν και λύση «διζωνικής» ομοσπονδίας. Δεν θα ασχοληθώ με το θέμα γιατί τούτο, ενόψει των όσων ακολούθησαν, έχει ακαδημαϊκή μόνο σημασία. Εκείνο το οποίο θα πρέπει να επισημανθεί είναι ότι  ελληνοκυπριακή ηγεσίας αποδέχθηκε  τη λύση ομοσπονδίας, χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε σοβαρή επιστημονική μελέτη για την έννοια και το περιεχόμενο αυτής της μορφής διακυβέρνησης και χωρίς αντίληψη των αναπόφευκτων συνεπακόλουθων που ενείχε η αποδοχή μιας τέτοιας λύσης. Η όλη μετέπειτα συμπεριφορά της ελληνοκυπριακής ηγεσίας καταδεικνύει  ότι είτε δεν είχε κατανοήσει την έννοια της ομοσπονδίας, όπως την αντιλαμβάνεται διεθνώς η νομική επιστήμη,  είτε θεωρούσε εαυτήν ικανή με διάφορους δικολαβισμούς να  την αλλάξει και να της δώσει άλλο περιεχόμενο.

Τα ομοσπονδιακά κράτη καθιδρύονται ως αποτέλεσμα επιθυμίας δυο εδαφικών περιφερειών (κρατών, επαρχιών) να συνενωθούν για προώθηση κοινών στόχων. Στην περίπτωση της Κύπρου, ένα ενιαίο πολιτειακά και εδαφικά κράτος διαχωρίζεται με τη στρατιωτική βία σε δυο εδαφικές περιφέρειες, και επιζητείται η συνένωσή τους σε ομοσπονδιακό κράτος και, μάλιστα «δικοινοτικό», ώστε η μια κοινότητα να διοικεί την μια κοινότητα και η άλλη την άλλη. Επίσης, με βάση τα όσα αναπτύχθηκαν σε σειρά άρθρων μου,  η βιωσιμότητα και η λειτουργικότητα οποιασδήποτε λύσης «δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας» που θα προκύψει εξαρτάται κυρίως και πάνω από όλα από τη θέληση των δύο κυπριακών κοινοτήτων να ζήσουν μαζί, με πνεύμα συνδιαλλαγής. Στις περιπτώσεις που το ομοσπονδιακό κράτος αποτελείται μόνο από δυο μέρη και δεν υπάρχει σε αυξημένο βαθμό πνεύμα συνδιαλλαγής και  αμοιβαία εμπιστοσύνη,  τα αδιέξοδα θα είναι αναπόφευκτα και αυτά τα αδιέξοδα οδηγούν στην παράλυση του κράτους. Τέτοια προαπαιτούμενα δεν υπάρχουν στην Κύπρο.

Μετά τη συμφωνία Κυπριανού Ντενκτάς έλαβαν χώρα συναντήσεις των «συνομιλητών» των δυο πλευρών, του Ελληνοκύπριου Γεώργιου Ιωαννίδης κι του Τουρκοκύπριου Omit Suleyman Onan, που κατέληξαν σε αδιέξοδο. Στις συνομιλίες τουρκοκυπριακή ηγεσία μιλούσε για ομοσπονδία, μα εξακολουθούσε να εννοεί τη νομιμοποίηση της διχοτόμησης. Ειδικότερα, η τουρκοκυπριακή πλευρά επέμενε στην αποδοχή της δημιουργίας δυο κρατών. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα είπε ο Ντενκτάς σε μια συνέντευξή του στο τουρκοκυπριακό περιοδικό «Olay» στις 16 Ιουλίου 1979: «Η έννοια της ‘διζωνικής’ είναι ότι είμαι ένα κράτος που έχω έδαφος, ως ένα από τα δυο ομόσπονδα κράτη. Είμαι κυρίαρχος σε πολλά πράγματα σε αυτό το έδαφος. Η κυριαρχία μου είναι απόλυτη και κανένας δεν μπορεί να μου την αφαιρέσει». Έτσι ερμήνευσε η Τουρκοκυπριακή πλευρά την έννοια της συμφωνηθείσας  «ομοσπονδίας».  Ήταν μια στάση συνεπής προς τους  προ πολλού χαραχθέντες σχεδιασμούς της Τουρκίας.   Αξίζει να αναφερθούν τα όσα είπε ο Ισμέτ Ινονού στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση: «Επίσημα υποστηρίζουμε μάλλον την ιδέα της ομοσπονδίας παρά εκείνη της διχοτόμησης, για να μείνουμε στο πλαίσιο των διατάξεων των συνθηκών». Όπως προκύπτει από τα όσα εκτίθενται πιο κάτω, η τουρκική στάση δεν έχει αλλάξει μέχρι σήμερα ούτε κατά ένα «ιώτα».

Παγίωση των τετελεσμένων της εισβολής

Έκτοτε, μετά τις Συμφωνίες Κορυφής, τα τετελεσμένα της εισβολής μας κυνηγούν. Τα συναντούμε στα διάφορα σχέδια των Γενικών Γραμματέων του Ο.Η.Ε και στα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. 

Μετά την αποτυχία των πρωτοβουλιών του  Γενικού Γραμματέα Πέρεζ ντε Γκουεγιάρ, ο Ντενκτάς ανακήρυξε στις 15.11.1983 την «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου». Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών με τα Ψηφίσματά του  541/1983  της 15ης Νοεμβρίου 1983 και 550/1984 της 11ης Μαΐου 1984 καταδίκασε την πιο πάνω ενέργεια των τουρκοκυπρίων. Όμως, από τα όσα ακολούθησαν,  φάνηκε ότι τα τετελεσμένα της εισβολής όχι μόνο δεν ήρθησαν αλλά και παγιώθηκαν.

Και νέα πρωτοβουλία του Γκουεγιάρ, όταν Πρόεδρος ήταν ο Γιώργος Βασιλείου, κατέληξε σε αποτυχία.

Για πρώτη φορά γίνεται αναφορά σε «διζωνική ομοσπονδία» σε Ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας, στις 12 Μαρτίου 1990. Είναι το  Ψήφισμα 649/1990. Το Ψήφισμα  «καλεί τους ηγέτες των δυο κοινοτήτων να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους για να επιτύχουν ελεύθερα μια αμοιβαία αποδεκτή λύση που να προνοεί για την εγκαθίδρυση ομοσπονδίας, η οποία θα είναι δικοινοτική όσον αφορά τις συνταγματικές πτυχές και διζωνική όσον αφορά τις εδαφικές πτυχές, σύμφωνα με το παρόν ψήφισμα και τις συμφωνίες υψηλού επιπέδου του 1977 και 1979 και να συνεργασθούν, πάνω σε ισότιμη βάση, με το Γενικό Γραμματέα για τη συμπλήρωση, σε πρώτο στάδιο και πάνω σε επείγουσα βάση, ενός περιγράμματος μιας συνολικής συμφωνίας όπως συμφωνήθηκε τον Ιούνιο του 1989».

Προηγήθηκε η Έκθεση του Γενικού Γραμματέα ημερομηνίας 8 Μαρτίου 1990 (S/21183). Στην έκθεση του της 8ης Μαρτίου ο Γενικός Γραμματέας ανέφερε ότι στην εναρκτήρια δήλωση του στις διακοινοτικές συνομιλίες της Νέας Υόρκης στις 26 Φεβρουαρίου 1990 δήλωσε: «Η Κύπρος είναι το κοινό σπίτι της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η σχέση τους δεν είναι σχέση πλειοψηφίας και μειοψηφίας, αλλά σχέση δυο κοινοτήτων στο κυπριακό κράτος.... Η διζωνικότητα της ομοσπονδίας είναι ξεκάθαρο ότι πρέπει να προέρχεται από το γεγονός ότι το κάθε ομοσπονδιακό κράτος θα διοικείται από μια κοινότητα στην οποία θα υπάρχει σταθερά εγγυημένη ξεκάθαρη πλειοψηφία πληθυσμού και ιδιοκτησίας περιουσιών στην περιοχή της. Θα είναι επίσης ξεκάθαρο από το γεγονός ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν θα επιτρέπεται να παρεμβαίνει στις εξουσίες και λειτουργίες των ομοσπονδιακών κρατών».  Και η 11η παράγραφος του παραρτήματος I της εν λόγω Έκθεσης ανέφερε: «Η πολιτική ισότητα των δυο κοινοτήτων στην ομοσπονδία και η δικοινοτική φύση της ομοσπονδίας πρέπει να αναγνωρισθούν. Ενώ η πολιτική ισότητα δεν σημαίνει ίση αριθμητική συμμετοχή σε όλα τα ομοσπονδιακά κυβερνητικά όργανα και τη διοίκηση πρέπει να αντανακλάται, μεταξύ άλλων, με διάφορους τρόπους: στην ανάγκη όπως το ομοσπονδιακό σύνταγμα του κράτους της Κύπρου πρέπει να εγκρίνεται ή να τροποποιείται με τη σύμφωνη γνώμη των δυο κοινοτήτων, στην αποτελεσματική συμμετοχή και των δυο κοινοτήτων σε όλα τα όργανα και τις αποφάσεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, σε εγγυήσεις που να διασφαλίζουν ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν θα έχει εξουσίες να υιοθετεί οποιαδήποτε μέτρα εναντίον μιας κοινότητας και στην ισότητα και τις ταυτόσημες εξουσίες και λειτουργίες των δυο ομόσπονδων κρατών».

Η «Δέσμη Ιδεών» Γκάλι

Ο νέος γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Μπούτρος – Μπούτρος Γκάλι με την ανάληψη των καθηκόντων του άρχισε ενέργειες για συνέχιση των συνομιλιών. Στις 15 Ιουλίου1992 έδωσε στα δυο μέρη τη «Δέσμη Ιδεών»  για λύση του προβλήματος. Ήταν η πρώτη φορά που ο ΟΗΕ εμφανιζόταν με συγκεκριμένο σχέδιο και το έθετε προς συζήτηση υποστηρίζοντας ότι, με την τελική συμπλήρωση του στις διακοινοτικές συνομιλίες, θα αποτελούσε την κατάλληλη βάση για την επίτευξη ενός πλαισίου συνολικής συμφωνίας.

Στις κυριότερες και βασικές πρόνοιες του εγγράφου, που επέδωσε στους δυο συνομιλητές στις 15 Ιουλίου 1992 ο Γενικός Γραμματέας καθόριζε στην αρχή τους συνολικούς στόχους και τις κατευθυντήριες γραμμές,  υπογραμμίζοντας ότι το πλαίσιο συνολικής συμφωνίας θα οδηγήσει σε ένα νέο συνεταιρισμό και ένα νέο Σύνταγμα για την Κύπρο που θα διέπει τις σχέσεις των δυο κοινοτήτων πάνω σε ομοσπονδιακή βάση, δηλαδή δικοινοτική σε ό,τι αφορά τις συνταγματικές πτυχές και διζωνική σε ό,τι αφορά τις εδαφικές πτυχές και ότι το πλαίσιο αυτό βασίζεται στις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου του 1977 και 1979 και τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.

Υπογράμμιζε ότι το πλαίσιο διασφαλίζει ότι η διευθέτηση του Κυπριακού στηρίζεται σε ένα μόνο κράτος της Κύπρου με μια κυριαρχία και διεθνή προσωπικότητα και μια ιθαγένεια, με την ανεξαρτησία και εδαφική του ακεραιότητα κατοχυρωμένες και αποτελούμενο από δυο πολιτικά ίσες κοινότητες σε μια δικοινοτική και διζωνική ομοσπονδία και ότι η διευθέτηση πρέπει να αποκλείει ένωση ολόκληρης ή μέρους της Κύπρου με οποιαδήποτε άλλη χώρα ή οποιαδήποτε μορφή διχοτόμησης ή απόσχισης.

Καθόριζε ότι πολιτική ισότητα δεν σήμαινε ίση αριθμητική συμμετοχή σε όλους τους ομοσπονδιακούς κυβερνητικούς κλάδους και τη διοίκηση. Διασαφηνίζοντας το θέμα της κυριαρχίας ανέφερε ότι η ομοσπονδιακή δημοκρατία θα έχει μια κυριαρχία που είναι αδιαίρετη και που θα εκπηγάζει ισότιμα από την ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή κοινότητα και ότι η μια κοινότητα δεν μπορεί να έχει κυριαρχία πάνω στην άλλη. Τα δυο ομόσπονδα κράτη της Δημοκρατίας θα έχουν τις ίδιες εξουσίες και αρμοδιότητες και κάθε ομόσπονδο κράτος θα διοικείται από μια κοινότητα.

Η Δέσμη Ιδεών του Γενικού Γραμματέα αποτέλεσε αντικείμενο των διακοινοτικών συνομιλιών εκ του σύνεγγυς και υπό την προεδρία του γενικού γραμματέα, που με διάφορες φάσεις και συναντήσεις παρατάθηκαν μέχρι τις 11 Νοεμβρίου 1992. Η «Δέσμη Ιδεών» ενώ έγινε δεκτή από τον τότε Πρόεδρο Γιώργο Βασιλείου ως βάση για διαπραγματεύσεις, απορρίφθηκε από τον Ντενκτάς.

Στο Ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας Αρ. 750/1992 της 10.4.1992, στην παράγραφο 2, αφού επαναβεβαιώνει τα Ψηφίσματα 649/1990 και 716/ 1991, κρίνει ότι μια διευθέτηση στο Κυπριακό θα πρέπει να βασίζεται στις αρχές ότι θα υπάρχει ένα κράτος με μια κυριαρχία και διεθνή προσωπικότητα και μια ιθαγένεια και που να αποτελείται από δυο πολιτικά ίσες κοινότητες, όπως καθορίστηκε στην παράγραφο 11 της Έκθεσης του γενικού γραμματέα, σε μια δικοινοτική και διζωνική ομοσπονδία.  Περαιτέρω, στην παράγραφο 4 το πιο πάνω Ψήφισμα υιοθετεί τη Δέσμη Ιδεών, όπως αυτή περιγράφεται στις παραγράφους 17-25 και 27 της Έκθεσης του γενικού γραμματέα Μπούτρος Γκάλι.

Ιδιαίτερης σημασίας είναι του Ψήφισμα   774/1992 της 26.8.1992  με το οποίο το Συμβούλιο Ασφαλείας, αφού επαναβεβαίωσε τα όσα αναφέρονται στο Ψήφισμα 750/1992 όσον αφορά τη μορφή λύσης του Κυπριακού,  ενέκρινε την έκθεση προς αυτό του γενικού γραμματέα με τις ιδέες και εισηγήσεις του ημερομηνίας 21 Αυγούστου 1992. Το Ψήφισμα Αρ. 774 υιοθετεί και προσυπογράφει τη «Δέσμη Ιδεών» και το χάρτη που περιέχεται στο Παράρτημα της έκθεσης του γενικού γραμματέα, ως βάση για την επίτευξη πλαισίου συνολικής συμφωνίας.

Επίσης, αξιοσημείωτο είναι και το Ψήφισμα  789/1992 που υιοθετήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 1992, όπου, μεταξύ άλλων, «σημειώνει ότι με τις πρόσφατες κοινές συναντήσει δεν επιτεύχθηκε ο επιδιωκόμενος κοινός στόχος, ιδιαίτερα διότι ορισμένες θέσεις που υιοθετήθηκαν από την τουρκοκυπριακή πλευρά, παρέκκλιναν θεμελιωδώς από τη Δέσμη Ιδεών» και «καλεί την τουρκοκυπριακή πλευρά να υιοθετήσει θέσεις που να συνάδουν με τη  Δέσμη Ιδεών στα θέματα εκείνα που καθορίζει ο Γενικός Γραμματέας στην έκθεσή του και όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να είναι έτοιμα κατά τον επόμενο γύρο των συνομιλιών να πάρουν αποφάσεις που θα οδηγήσουν σύντομα σε συμφωνία».

Η πλειοψηφία των ελληνοκυπριακών κομμάτων σε έκτακτη συνεδρία της Βουλής στις 27.1.1993 τάχθηκε εναντίον της Δέσμης Ιδεών Γκάλι. Ο Γλαύκος Κληρίδης, ενώ υποστήριζε την πολιτική Βασιλείου μέχρι και το καλοκαίρι του 1992 και αντιμετώπιζε θετικά τη Δέσμη Ιδεών Γκάλι,   όταν αυτές δημοσιεύθηκαν, άλλαξε γραμμή  ενόψει των προεδρικών εκλογών του 1993, για να προσεγγίσει το ΔΗ.ΚΟ με το οποίο συνεργάστηκε  στις εκλογές αυτές.

Η μορφή λύσης, που καταγράφεται στα προαναφερθέντα Ψηφίσματα, υιοθετείται αναλλοίωτη και στα επόμενα. Με το Ψήφισμα 1251/1999 της 22.6.1999, στην παρ. 11, το Σ.Α.  «επαναβεβαιώνει τη θέση του ότι η λύση θα βασίζεται σε ένα κράτος της Κύπρου με μια κυριαρχία και διεθνή προσωπικότητα και μια ιθαγένεια, με εγγυημένη την ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα και αποτελούμενη από δυο πολιτικά ίσες κοινότητες, όπως περιγράφεται στα σχετικά Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, σε μια δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία και τέτοια διευθέτηση θα πρέπει ολική ή μερική ένωση με άλλη χώρα ή οποιαδήποτε μορφή διχοτόμησης ή απόσχισης» Το Ψήφισμα αυτό επαναβεβαιώθηκε σε σειρά Ψηφισμάτων που ακολούθησαν, μεταξύ των οποίων είναι και το Ψήφισμα 1930/2010 της 15.6.2010.

Από το Σχέδιο Ανάν στη συμφωνία Χριστόφια-Ταλάτ

Έπειτα από σχεδόν πέντε χρόνια διαπραγματεύσεων φθάσαμε στο Σχέδιο Ανάν, το οποίο στην τελική του εκδοχή  ήταν δυσμενέστερο για την ελληνοκυπριακή πλευρά τόσο από τη «Δέσμη Ιδεών» Γκάλι όσο και από τις προηγούμενες εκδοχές του. Όμως, όπως προκύπτει από την ανάλυση των προηγηθέντων Σχεδίων,  η φιλοσοφίας του σχεδίου Ανάν δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία» και δεν ήλθε από το πουθενά. Ούτε το σχέδιο Ανάν είναι το σχέδιο που αναγνώριζε για πρώτη φορά τα τετελεσμένα της εισβολής.

Παρά τις έντονες προσπάθειες των εμπνευστών και αρχιτεκτόνων του,  το Σχέδιο Ανάν, όπως διαμορφώθηκε στην τελική του εκδοχή και τέθηκε στο Δημοψήφισμα, δεν υιοθετήθηκε από το Σ.Α. Όμως η Τρίτη εκδοχή του, το Σχέδιο Ανάν ΙΙΙ της 26.2.2003 υιοθετήθηκε από το Ψήφισμα 1475/2003 της 14.4.2003. Στην παρ. 3 καταδικάζεται η στάση της Τουρκοκυπριακής ηγεσίας στη συνάντηση της Χάγης στις 10-11. 3. 2003 «ως συνέπεια της οποίας δεν έγινε κατορθωτή συμφωνία να τεθεί το σχέδιο του Γενικού Γραμματέα σε τακτό χρόνο σε δημοψήφισμα και έτσι οι Τουρκοκύπριοι και οι Ελληνοκύπριοι στερήθηκαν της ευκαιρίας να αποφασίσουν οι ίδιοι πάνω σε ένα σχέδιο που θα επέτρεπε την επανένωση της Κύπρου». Στην παρ. 4 το Σ.Α. «παρέχει την πλήρη υποστήριξή του στο προσεκτικά ισοζυγισμένο σχέδιο του Γενικού Γραμματέα της 25.2.2003 ως μια μοναδική βάση για περαιτέρω διαπραγματεύσεις» και «καλεί όλους τους ενδιαφερόμενους να διαπραγματευθούν μέσα στο πλαίσιο των καλών υπηρεσιών του Γενικού Γραμματέα, χρησιμοποιώντας το σχέδιο για να καταλήξουν σε μια συνολική διευθέτηση, όπως παρατίθεται στις παραγράφους 144-151 της Έκθεσης του Γενικού Γραμματέα».

Οι συνομιλίες μεταξύ των ηγετών των δυο κοινοτήτων συνεχίστηκαν και μετά την απόρριψη από τους ελληνοκύπριους του Σχεδίου Ανάν. Συνεχίστηκε η διεξαγωγή συνομιλιών για χάρη των συνομιλιών,  χωρίς να υπάρχει κοινό έδαφος ως προς τη μορφή της λύσης και κοινή αντίληψη της έννοιας των όρων που συμφωνούνταν.  

Η συμφωνία της 8ης Ιουλίου 2006 μεταξύ Παπαδόπουλου και Ταλάτ στην πρώτη παράγραφο προβλέπει: «Δέσμευση για την επανένωση της Κύπρου με βάση μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία και πολιτική ισότητα, όπως καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας». Η διαδικασία που θα ακολουθείτο με τις «τεχνικές επιτροπές» παρέπεμπε τη λύση του Κυπριακού σε βάθος χρόνου.

Μετά την εκλογή του Δημήτρη Χριστόφια πραγματοποιήθηκαν  συναντήσεις του ιδίου με τον Ταλάτ,  που κατέληξαν σε μια  «Κοινή Δήλωση» στις 23 Μαΐου 2008. Με βάση την «Κοινή Δήλωση», η οποία προβάλλεται τελευταία κατά τρόπο παραπλανητικό από την ηγεσία του ΑΚΕΛ, οι δυο ηγέτες «επαναβεβαίωσαν τη δέσμευσή τους για μια διζωνική, δικοινοτική Ομοσπονδία με πολιτική ισότητα όπως ορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Αυτός ο συνεταιρισμός θα έχει μια Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση με μια και μόνη διεθνή προσωπικότητα, καθώς και μια Τουρκοκυπριακή Συνιστώσα Πολιτεία και μια Ελληνοκυπριακή Συνιστώσα Πολιτεία, οι οποίες θα έχουν ισότιμο καθεστώς». Είναι η πρώτη φορά που η ελληνοκυπριακή πλευρά αποδέχεται ότι ο συνεταιρισμός θα προέλθει από «συνιστώσες πολιτείες» (constituent states), που σημαίνει ότι αυτός ο συνεταιρισμός δεν θα είναι συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατία, όπως αναλύω σε πρόσφατο άρθρο μου στον «Φιλελεύθερο»  της 5.1.2014.  Όταν υπήρξαν αντιδράσεις για την απουσία της μίας κυριαρχίας και μίας ιθαγένειας από τη συμφωνία, ο πρόεδρος Χριστόφιας επιδίωξε «διευκρίνιση» στην επόμενη συνάντηση κι έτσι την 1 Ιουλίου 2008, έγινε κοινή δήλωση των Χριστόφια - Ταλάτ, η οποία ανέφερε ότι «συζήτησαν τα θέματα της μίας και μόνης κυριαρχίας και ιθαγένειας για τα οποία έχουν συμφωνήσει ως θέμα αρχής  και συμφώνησαν να συζητήσουν τις λεπτομέρειες της εφαρμογής τους κατά τις απευθείας διαπραγματεύσεις». Ενώ δηλαδή ο συνεταιρισμός με μία διεθνή προσωπικότητα συμφωνήθηκε αμέσως, η ιθαγένεια και η κυριαρχία έμειναν να συζητηθούν στις διαπραγματεύσεις...

Οι πιο πάνω συμφωνίες Χριστόφια-Ταλάτ ήταν το βήμα που μας έφερε στο χείλος του γκρεμού. Ελπίζω και εύχομαι ο Πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης στις συνομιλίες που έχουν αρχίσει με βάση τη  γεμάτη από ασάφειες κοινή δήλωση, για τις οποίες συνέβαλε τα μέγιστα και ο ίδιος,  να μην κάνει το επόμενο βήμα, συνεργώντας σε επιβολή μιας μη βιώσιμης λύσης που θα επιφέρει την καταστροφή. Ελπίζω κα εύχομαι ο  Νίκος Αναστασιάδης να μην είναι ο τελευταίος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

(Φιλελεύθερος 16.2.2014)