Η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν ο πρωταρχικός στόχος της Τουρκίας όταν εισέβαλε στην Κύπρο του 1974. Το επεδίωξε, κατά τρόπο ασφυκτικά πιεστικό, στη διάσκεψη της Γενεύης, που ακολούθησε την πρώτη φάση της τούρκικης εισβολής, τον Αττίλα Ι.

Η πρώτη φάση της διάσκεψης της Γενεύης έλαβε χώρα από τις 25 ως τις 30 Ιουλίου 1974. Αυτή η διάσκεψη συγκλήθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 5 του Ψηφίσματος 353/1974 του Συμβουλίου Ασφαλείας, η οποία καλούσε την Ελλάδα, την  Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο ν' αρχίσουν χωρίς καθυστέρηση διαπραγματεύσεις για την αποκατάσταση της ειρήνης στην περιοχή και της συνταγματικής κυβέρνησης στην Κύπρο. Η Μεγάλη Βρετανία, η Ελλάδα κι η Τουρκία εκπροσωπήθηκαν στη Γενεύη από τους υπουργούς εξωτερικών James Callaghan, Γεώργιο Μαύρο και Turan Gunes αντίστοιχα. Οι υπουργοί εξωτερικών των τριών χωρών συμφώνησαν στη Κοινή Διακήρυξη της 30ής Ιουλίου 1974,  που αποτελούσε για την ελληνική πλευρά ήττα.  Η Κοινή Διακήρυξη δεν ανταποκρινόταν στα ουσιαστικά μέρη του Ψηφίσματος 353, ιδιαίτερα σ’ αυτά που απαιτούσαν τον άμεσο τερματισμό της ξένης στρατιωτικής επέμβασης,  την απόσυρση χωρίς καθυστέρηση από την Κύπρο του ξένου στρατιωτικού προσωπικού και την αποκατάσταση της συνταγματικής κυβέρνησης  στην Κύπρο.

Η Κοινή Διακήρυξη της Γενεύης πρόβλεπε, ότι  «προς σταθεροποίηση  της κατάστασης οι περιοχές της Δημοκρατίας της Κύπρου οι ελεγχόμενες  υπό των αντιμαχομένων δυνάμεων την 30ήν Ιουλίου 1974 και την 22η ώρα Γενεύης δεν θα επεκταθούν». Δεν μιλούσε δηλαδή για την χωρίς καθυστέρηση απόσυρση ξένου στρατιωτικού προσωπικού. Η Κοινή Διακήρυξη της Γενεύης προνοούσε,  επίσης,  για τη δημιουργία μιας ελεγχόμενης από την ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ ζώνης ασφαλείας «εις το όριο των περιοχών των κατεχομένων υπό των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων». Η Διακήρυξη όριζε επίσης: «Όλοι οι τουρκικοί θύλακες οι κατεχόμενοι υπό δυνάμεων ελληνικών ή ελληνοκυπριακών πρέπει να εκκενωθούν αμέσως. Οι θύλακες θα συνεχίσουν να τυγχάνουν της προστασίας της ειρηνευτικής δυνάμεως υπό τη ζώνη ασφαλείας και θα μπορούν, όπως και στο παρελθόν,  να διατηρήσουν την ιδίαν αυτών αστυνομία και δυνάμεις ασφαλείας».

Όμως, το πιο σημαντικό τμήμα της Διακήρυξης ήταν το ακόλουθο: «Οι υπουργοί σημείωσαν την ύπαρξη  στην Κύπρο, στην πράξη (in practice), δύο αυτονόμων διοικήσεων, της ελληνικής κοινότητας και της τουρκικής κοινότητας. Χωρίς να προδικάζουν τα συμπεράσματα της κατάστασης  αυτής, οι υπουργοί συμφωνούν να εξετάσουν στην προσεχή συνάντηση τους  τα προβλήματα, που θα τεθούν λόγω της ύπαρξης τους». Σε συμπληρωματικό κείμενο  που συνόδευε τη Διακήρυξη τονιζόταν, πως αυτή δεν δεσμεύει τα μέρη ως προς την ερμηνεία της Συνθήκης Εγγύησης. Τούτο,  έδινε στην Άγκυρα το πράσινο φως για να εξακολουθήσει την εισβολή.

Ένα άλλο σημαντικό σημείο της Διακήρυξης της Γενεύης αφορούσε τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων για την «επανεγκαθίδρυση συνταγματικής κυβέρνησης στην Κύπρο» («the re-establishment of constitutional government in Cyprus»). Όχι της συνταγματικής κυβέρνησης.  Συμφωνήθηκε να αρχίσουν προς τούτο περαιτέρω συνομιλίες στη Γενεύη στις 8 Αυγούστου 1974. Συνομολογήθηκε όπως στις διαπραγματεύσεις για το Σύνταγμα θα συμμετείχαν και εκπρόσωποι των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων.

Δεν χρειάζεται να εξαρθεί ιδιαίτερα, πως η Διακήρυξη της Γενεύης εξουδετέρωνε το Ψήφισμα 353. Τούτο ίσχυε μεταξύ άλλων για το συνταγματικό ζήτημα. Τη μεγάλη αυτή επιτυχία της Τουρκίας δεν την είχε αντιληφθεί ο Γεώργιος Μαύρος, ο οποίος μόλις την προηγούμενη της Διάσκεψης είχε αναλάβει του υπουργείο εξωτερικών της Ελλάδας.  Όταν ρωτήθηκε, τι κυρίως επιτεύχθηκε στη Γενεύη, απάντησε: «Με τη διακήρυξη των τριών υπουργών Εξωτερικών επιτεύχθηκε η εμμονή των εγγυητριών δυνάμεων στην εφαρμογή του ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας, προπαντός όμως η ύφεση στις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας...». (Παύλος Ν. Τζερμιάς, Η Κύπρος, από την αρχαιότητα ως την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Τόμος ΙI, σελ.  734).

Στη δεύτερη φάση της διάσκεψης, που άρχισε στις 8 Αυγούστου 1974 και  κράτησε ως τις 14 Αυγούστου  1974, πήραν μέρος και ο Γλαύκος Κληρίδης, ως εκπρόσωπος της ελληνοκυπριακής κοινότητας και ο Ραούφ Ντενκτάς, ως εκπρόσωπος της  τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η Τουρκία δεν προσήλθε στη φάση αυτή της διάσκεψης για να διαπραγματευθεί. Κατά τρόπο εκβιαστικό και τελεσιγραφικό απαίτησε, είτε με το σχέδιο Ντενκτάς είτε με το σχέδιο Γκιουνές που υποβλήθηκαν,  την πλήρη αποδοχή των επεκτατικών της σχεδίων. Και τα δυο σχέδια απέβλεπαν στην κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη διχοτόμηση,  με τη νομιμοποίηση των «δυο αυτονόμων διοικήσεων.  Η από μέρους της ελληνικής πλευράς μη αποδοχή των σχεδίων της Τουρκίας, εμπόδισε την τελευταία να πραγματοποιήσει πλήρως τους στόχους της και να υλοποιήσει τα όσα πέτυχε στην πρώτη φάση της διάσκεψης της Γενεύης. Η Τουρκία μπορεί,  με τη συνέχιση της εισβολής,   να κατέλαβε το 38% περίπου του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας και να διχοτόμησε de facto την Κύπρο, όμως,  δεν πέτυχε πλήρως τον στόχο της που απέβλεπε και στην  κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η εισβολή δεν επηρέασε τη διεθνή υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Περαιτέρω, στα σχέδια της Τουρκίας δημιουργήθηκε ένα τεράστιο εμπόδιο όταν  η Κυπριακή Δημοκρατίας, με ολόκληρη την εδαφική της επικράτεια, είχε γίνει πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ένωσης.

(Φιλελεύθερος, 24.7.2011)