Οι διακοινοτικές συγκρούσεις οδήγησαν στην βρετανική ανάμιξη και στη χάραξη της «πράσινης γραμμής» στις 30 Δεκεμβρίου 1963  από τον στρατηγό Γιανγκ, αρχηγό των βρετανικών δυνάμεων, που ανέλαβε ειρηνευτικό ρόλο με συμφωνία των τριών Εγγυητριών Δυνάμεων. H Βρετανία, συνεχίζουσα τον «μεσολαβητικό» της ρόλο,  συγκάλεσε  Πενταμερής Διάσκεψη στο Λονδίνο που άρχισε τις εργασίες της στις 15.1.1964 στο Λάνκαστερ Χάουζ. Στη Διάσκεψη,  στην οποία δεν κλήθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία, έλαβαν μέρος οι τρεις Εγγυήτριες Δυνάμεις και εκπρόσωποι των δυο κοινοτήτων της Κύπρου. Στη Διάσκεψη δεν υπήρχε συγκεκριμένη ημερήσια διάταξη. Ο τότε Υπουργός Κοινοπολιτείας  Ντάνκαν Σαντς διευκρίνιζε ότι δεν θα ετίθετο κανένας περιορισμός στις συζητήσεις. Στην αρχή της Διάσκεψης εξετέθησαν οι απόψεις της κάθε πλευράς. Οι Ελληνοκύπριοι υπέβαλαν προτάσεις για τροποποίηση του Συντάγματος και ζήτησαν να καταστεί η Κύπρος πραγματικά ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, με καθεστώς αυτοκυβέρνησης στους Τουρκοκυπρίους σε θέματα παιδείας, θρησκείας και πολιτισμού.  Οι Τουρκοκύπριοι ζήτησαν όπως η πολιτική και διοικητική διάρθρωση βασισθεί  στην αρχή ότι οι δυο κοινότητες θα είναι γεωγραφικώς χωρισμένες  και, προς τούτο,  να γίνει μετακίνηση πληθυσμών, ώστε το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος του Τουρκικού πληθυσμού να συγκεντρωθεί σε μια  ή δυο μεγάλες περιοχές και ο Ελληνικός πληθυσμός στο υπόλοιπο έδαφος της Κύπρου. Η λύση αυτή υπολογίζεται ότι θα απαιτούσε την υποχρεωτική μετακίνηση 35,000 Ελλήνων και 45,000 Τούρκων. Επίσης, ζητούσαν όπως οι Συνθήκες Εγγυήσεως και Συμμαχίας παραμείνουν ισχυρές. (Δημήτρη Μπίτσιου, Κρίσιμες Ώρες, σελ. 144).

Κατά τη Διάσκεψη, στις 31.1.1964, υποβλήθηκε για συζήτηση Αμερικανο-Βρετανικό σχέδιο το οποίο απέβλεπε στην ουσιαστική κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πρόβλεπε,  μεταξύ άλλων, τα πιο κάτω: Εγκαθίσταται στην Κύπρο Ειρηνευτική Δύναμη η οποία θα αποτελείται από στρατεύματα των χωρών του ΝΑΤΟ για περίοδο όχι μεγαλύτερη των τριών μηνών. Οι κυβερνήσεις την Ελλάδας και της Τουρκίας αναλαμβάνουν την υποχρέωση όπως, στο διάστημα των τριών μηνών,  μη ασκήσουν το  δικαίωμα  της μονομερούς επέμβασης με βάση το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεως. Ο διοικητής της Δύναμης θα λάμβανε πολιτική καθοδήγηση από επιτροπή πρεσβευτών των χωρών που θα συμμετείχαν σε αυτήν, η οποία θα είχε την έδρα της στο Λονδίνο. Οι τρεις Εγγυήτριες Δυνάμεις και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ζητήσουν από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον Δρα Κιουτσούκ όπως αποδεχθούν την εγκατάσταση της Δύναμης και όπως παράσχουν διαβεβαιώσεις ότι θα πράξουν παν το δυνατόν προς συγκράτηση των οικείων κοινοτήτων τους στην Κύπρο. Τα Νατοϊκά στρατεύματα, εκτός από την αστυνόμευση της Κύπρου, θα είχαν την εξουσία να διεξάγουν επιχειρήσει και να προβαίνουν σε συλλήψεις που θα ενέχονταν σε διακοινοτικές συγκρούσεις ή θα προέβαιναν σε ενέργειες που έθεταν σε κίνδυνο την ασφάλεια των συμμαχικών δυνάμεων. Η Κύπρος, όπως παρατήρησε ο Μακάριος σε μια επιστολή του στον Γεώργιο Παπανδρέου στις 21.2. 1965, θα ήταν «έρμαιο μιας διακυβερνητικής επιτροπής εν Λονδίνω, από την οποία θα εξηρτάτο απολύτως η τύχη και το μέλλον της». (Σπύρου Παπαγεωργίου, Από την Ζυρίχην εις τον Αττίλαν, Τόμος Α΄, σελ.289).  Όπως ορθά παρατηρεί ο Γλαύκος Κληρίδης, ο οποίος ηγείτο της ελληνοκυπριακής αντιπροσωπείας, με το σχέδιο η Κύπρος «θα ετίθετο υπό κατοχή ξένης δύναμης». (Γλαύκου Κληρίδη, Η Κατάθεσή μου, Τόμος Α΄, σελ. 329). Όπως αναμενόταν, η πλευρά των Ελληνοκυπρίων απέρριψε το σχέδιο, παρά τις ασφυκτικές πιέσεις που δέχθηκε ο Μακάριος από όλες τις πλευρές, περιλαμβανομένης και της Ελληνικής κυβέρνησης, που είχε τότε ως υπηρεσιακό πρωθυπουργό τον Ιωάννη Παρασκευόπουλο. Από  όλες τις πιέσεις, πιο έντονη, με μορφή απειλών και εκβιασμών, ήταν αυτή του υφυπουργού εξωτερικών των ΗΠΑ Τζωρτζ  Μπολ, που είχε επισκεφθεί για τον σκοπό αυτόν την Κύπρο. 

Στις 10.2.1964 η Διάσκεψη του Λονδίνου έληξε αδόξως. Είναι φανερό ότι αντικείμενό της δεν ήταν άλλο «παρά να υποσκάψει την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, την έννοια της ανεξαρτησίας της, της κυριαρχίας της, την εδαφική της ακεραιότητα, τη νομιμότητα της κυβερνήσεώς της». (Δημήτρη Μπίτσιου, Κρίσιμες Ώρες, σελ. 145). Επρόκειτο για την πρώτη απόπειρα κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, για να ικανοποιηθεί η Τουρκία η οποία τη θεωρούσε από τότε ως «εκλιπούσα».

Μετά το ναυάγιο της Διάσκεψης, της δημιουργηθείσας κατάστασης στην Κύπρο επιλήφθηκε το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, ύστερα από αίτημα της Βρετανίας  που υποβλήθηκε στις 15.2.1964, στις 2 μ.μ.. Ακολούθησε το απόγευμα της ίδια ημέρας και αίτημα της Κύπρου η οποία, όμως,  είχε προσφύγει τις παραμονές του 1963.  Η συζήτηση της προσφυγής αναβλήθηκε λόγω της Διάσκεψης του Λονδίνου. Η Κύπρος επεδίωκε Ψήφισμα το οποίο, μεταξύ άλλων, θα καταδίκαζε ονομαστικά την Τουρκία, ως τη χώρα που απειλούσε την ανεξαρτησία και την εδαφική της ακεραιότητα και θα ακύρωνε τη Συνθήκη Εγγυήσεως. Δεν πέτυχε αυτούς τους στόχους της. Όμως,  με το Ψήφισμα 186 που εγκρίθηκε ομόφωνα στις 4.3.1964, η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, στην οποία δεν συμμετείχαν οι Τουρκοκύπριοι, πέτυχε να αποκτήσει διεθνή νομιμότητα. Στο Ψήφισμα γίνεται αναφορά στην κυβέρνηση της Κύπρου και την καλεί «να λάβει όλα τα επιπρόσθετα και απαραίτητα μέτρα για τον τερματισμό της βίας και της αιματοχυσίας στην Κύπρο». Επίσης, ζητούσε τη δημιουργία ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ «με τη συναίνεση της κυπριακής κυβέρνησης».

Η Κυπριακή Δημοκρατία διασώθηκε, ανδρώθηκε και εντάχθηκε,  με ολόκληρο το έδαφός της, στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι εχθροί της δεν κατάφεραν, μέχρι σήμερα, να την καταλύσουν. Θα την καταλύσουμε εμείς οι ίδιοι με την  ψήφο μας;

(Φιλελεύθερος, 10.1.2016)