«Είκοσι χρόνια περιμέναμε αυτήν την ευκαιρία. Και μας την προσφέρατε με το πραξικόπημα πάνω σε ασημένιο δίσκο». Έτσι σκιαγράφησε ένας Τούρκος διπλωμάτης στον Δημήτρη Μπίτσιο την ευκαιρία που έδωσαν στην Τουρκία οι κατάπτυστοι προδότες που διενήργησαν το πραξικόπημα  στις 15.7.1974. (Δημήτρης Μπίτσιος, «Φύλλα Ημερολογίου», Εκδόσεις Κολλάρος 1978, σελ. 49).

Ο ιστορικός του μέλλοντος έχει αρκετή δουλειά να κάνει για την ανεύρεση της ιστορικής αλήθειας σε σχέση με την προπαρασκευή και εκτέλεση του πραξικοπήματος και της εισβολής και, κυρίως, την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα.  Από τα μέχρι τώρα αποκαλυφθέντα στοιχεία, φαίνεται ότι το σατανικό σχέδιο των πραξικοπηματιών ήταν η κήρυξη της ένωσης, που θα κατέληγε σε διπλή ένωση μετά από τούρκικη εισβολή. Ήταν, με άλλα λόγια, η υλοποίηση εκείνου του τερατώδους σχεδίου που ετοίμασε το 1964 ο τότε Έλληνας Υπουργός Εθνικής Αμύνης Πέτρος Γαρουφαλλιάς για πραξικοπηματική κήρυξη της ένωσης η οποία θα κατέληγε σε διχοτόμηση μετά από τούρκικη στρατιωτική επέμβαση. Γι’ αυτό και δεν αντέδρασαν όταν άρχισε η εισβολή των Τούρκων τις πρωινές ώρες στις 20.7.1974, παρά το ότι είχαν πλήρη γνώση των κινήσεων των Τούρκικων στρατευμάτων.

Αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός ότι, όταν εκτελέστηκε το πραξικόπημα, ήταν γνωστό στους ηγέτες της χούντας ότι η Τουρκία ήταν στρατιωτικά έτοιμη να εισβάλει στην Κύπρο, έχοντας στις δυτικές περιοχές της (Μερσίνα, Αλεξανδρέττα κ.λ.π.) αναπτυγμένες πολλές από τις στρατιωτικές, ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις της. Είναι αρκετά αποκαλυπτικά τα πιο κάτω,  που κατάθεσε στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων ο Αλέξανδρος Σημαιοφορίδης ο οποίος υπηρετούσε την εποχή εκείνη ως επικεφαλής του κλιμακίου της Ελληνικής ΚΥΠ στην Κερύνεια: «Η 39η Μεραρχία της Τουρκίας είχε από την εποχή της συγκρότησής της στόχο την Κύπρο...Παρακολουθούσαμε επί 5 χρόνια τις κινήσεις της Μεραρχίας και ξέρουμε πολλές λεπτομέρειες.... Τον Ιούλιο όχι μόνο η Μεραρχία, αλλά και όλη η στρατιά είχε τεθεί σε επιφυλακή. Για όλα αυτά συντάσσονταν δελτία που μεταβιβάζονταν τηλετυπικά και αυθημερόν στην προϊστάμενη υπηρεσία η οποία τα έστελλε στο ΓΕΕΦ, την ΕΛΔΥΚ, την Ελληνική Πρεσβεία, τον Αρχηγό της ΚΥΠ στην Αθήνα και στην ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων».

Ενώ η εισβολή είχε αρχίσει και η Κερύνεια και η Λευκωσία δέχονταν ανηλεή βομβαρδισμό, στην Αθήνα, στις ειδήσεις των 7 π.μ. η Χούντα ανακοινώνει: «Πλήρης σταθερότης έχει αποκατασταθεί στην Κύπρο. Δεν υπάρχει θέμα ξένης επεμβάσεως. Ένα λαμπρό μέλλον διαγράφεται δια την νήσον υπό το νέον καθεστώς του προέδρου Νίκου Σαμψών». Για έξι ώρες μετά την εισβολή υπήρξε τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο πλήρης αδράνεια. Μόνο στις 11 π.μ., αφού προηγήθηκε η σύσκεψη της στρατιωτικής και «πολιτικής» ηγεσίας με τους Σίσκο και Τάσκα, ανακοινώνεται ότι «εν όψει της δημιουργηθείσης καταστάσεως διετάχθη γενική επιστράτευσις» και ότι «η Ελλάς.... δηλοί ότι θα υπερασπίση πάση δυνάμει τα νόμιμα δικαιώματα και τα εθνικά της συμφέροντα, οπουδήποτε κρίνη ότι ταύτα απειλούνται εκ παρανόμων και επεκτατικών τουρκικών ενεργειών». Φαίνεται να κρίθηκε ότι με την Τούρκικη εισβολή και, τουλάχιστον, μέχρι την ολοκλήρωση του σχεδίου «Αττίλας 1», δεν απειλούνταν τα «νόμιμα δικαιώματα και τα εθνικά συμφέροντα» της Ελλάδας «εκ παρανόμων και επεκτατικών τουρκικών ενεργειών».  Για το λόγο αυτό και, στη συνέχεια, δεν  υπήρξε ουσιαστική άμυνα από μέρους της Εθνικής Φρουράς. Εκείνο το οποίο υπήρξε ήταν σφαγή πολλών εκατοντάδων Ελληνοκύπριων, κυρίως νέων, είτε εν ψυχρώ είτε μετά από άνιση μάχη. Συνεργοί στη σφαγή αυτή υπήρξαν οι επαίσχυντοι προδότες που διενήργησαν το πραξικόπημα, αυτό το απροσμέτρητων διαστάσεων έγκλημα σε βάρος της Κύπρου και του Ελληνισμού.

Αναφορικά με τον ρόλο των ΗΠΑ, δεν προκύπτει με βεβαιότητα, με  βάση τα μέχρι σήμερα αποκαλυφθέντα στοιχεία, ότι συμμετείχαν ενεργά στη διαμόρφωση της απόφασης για διενέργεια του πραξικοπήματος. Όμως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν σε γνώση της απόφασης της ελληνικής χούντας και, συνειδητά, δεν επενέβησαν, όπως είχαν κάνει το Φεβρουάριο του 1972. Μπορεί, ακόμη, κάποιος να ισχυριστεί ότι ενεθάρρυναν τον Ιωαννίδη στη διάπραξη του πραξικοπήματος γιατί τούτο εξυπηρετούσε τα απώτερα σχέδιά τους, τα οποία περιλάμβαναν τη διχοτόμηση της Κύπρου. Όπως προκύπτει από την κατάθεση που έδωκε στις 29.6.1975 σε υποεπιτροπή του Αμερικανικού Κογκρέσου ο κατά το 1974 πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αθήνα Τάσκα, ο Ιωαννίδης διατηρούσε άμεση επαφή με τον σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα. Επίσης, από την κατάθεση του Γκιζίκη στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων προκύπτει ότι ο Ιωαννίδης, προκειμένου να κάμψει τους δισταγμούς των Γκιζίκη, Μπονάνου και Ανδροτσόπουλου, τους διαβεβαίωνε ότι είχε «συνεχείς και έντονες υποσχέσεις και εγγυήσεις από όλους τους ενδιαφερομένους και δη από τας ΗΠΑ.... ότι σε περίπτωση πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου η Τουρκία δεν θα επενέβαινε». Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται ότι  οι ΗΠΑ δεν πληροφόρησαν τον Ιωαννίδη για τα σχέδιά αυτών και της Τουρκίας. Γι΄ αυτό, όταν εκδηλώθηκε η Τουρκική εισβολή, υπάρχει η πληροφορία ότι στη σύσκεψη που έγινε στην Αθήνα με τον υφυπουργό εξωτερικών των ΗΠΑ Σίσκο, ο Ιωαννίδης οργισμένος του είπε:  «Μας εξαπατήσατε». Όμως, έτσι πράγματι έχουν τα πράγματα;  Μήπως, τελικά, δεν είναι ο Ιωαννίδης και οι στενοί του συνεργάτες Μπονάνος, Γαλατσάνος, καθώς και Γκιζίκης και Ανδροτσόπουλος που ξεγελάστηκαν,  αλλά τα εκτελεστικά τους όργανα; Μήπως, ο «Αττίλας 1» ήταν μέρος ενός συμφωνημένου σχεδίου που δεν εφαρμόστηκε; Μπορεί οι  πραξικοπηματίες να επεδίωκαν τη διπλή ένωση.  Οι Τούρκοι, όμως, είχαν άλλα σχέδια. Επεδίωκαν την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, την κατάκτηση της μισής Κύπρου και την επικυριαρχία της υπόλοιπης. Αυτό που επιδιώκουν στις ατέρμονες συνομιλίες.

Η Τουρκία επεδίωξε την υλοποίηση των επεκτατικών της σχεδίων,  κατά τρόπο ασφυκτικά πιεστικό, στη διάσκεψη της Γενεύης, που ακολούθησε την πρώτη φάση της τούρκικης εισβολής, τον Αττίλα Ι. Στην πρώτη φάση της διάσκεψης, οι υπουργοί εξωτερικών της  Μεγάλης Βρετανίας, της Ελλάδας και της  Τουρκίας  James Callaghan, Γεώργιος Μαύρο και Turan Gunes αντίστοιχα,  συμφώνησαν στην Κοινή Διακήρυξη της 30ής Ιουλίου 1974, που αποτελούσε για την ελληνική πλευρά ήττα. Το πιο σημαντικό τμήμα της Διακήρυξης ήταν το ακόλουθο: «Οι υπουργοί σημείωσαν την ύπαρξη στην Κύπρο, στην πράξη (in practice), δύο αυτονόμων διοικήσεων, της ελληνικής κοινότητας και της τουρκικής κοινότητας. Χωρίς να προδικάζουν τα συμπεράσματα της κατάστασης αυτής, οι υπουργοί συμφωνούν να εξετάσουν στην προσεχή συνάντηση τους τα προβλήματα, που θα τεθούν λόγω της ύπαρξης τους». Σε συμπληρωματικό κείμενο που συνόδευε τη Διακήρυξη τονιζόταν, πως αυτή δεν δεσμεύει τα μέρη ως προς την ερμηνεία της Συνθήκης Εγγύησης. Τούτο, έδινε στην Άγκυρα το πράσινο φως για να εξακολουθήσει την εισβολή. Στη δεύτερη φάση της διάσκεψης, που άρχισε στις 8 Αυγούστου 1974 και κράτησε ως τις 14 Αυγούστου 1974, πήραν μέρος και ο Γλαύκος Κληρίδης, ως εκπρόσωπος της ελληνοκυπριακής κοινότητας και ο Ραούφ Ντενκτάς, ως εκπρόσωπος της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η Τουρκία δεν προσήλθε στη φάση αυτή της διάσκεψης για να διαπραγματευθεί. Κατά τρόπο εκβιαστικό και τελεσιγραφικό απαίτησε, είτε με το σχέδιο Ντενκτάς είτε με το σχέδιο Γκιουνές που υποβλήθηκαν, την πλήρη αποδοχή των επεκτατικών της σχεδίων. Και τα δυο σχέδια απέβλεπαν στην κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη διχοτόμηση, με τη νομιμοποίηση των «δυο αυτονόμων διοικήσεων». Η από μέρους της ελληνικής πλευράς μη αποδοχή των σχεδίων της Τουρκίας, εμπόδισε την τελευταία να πραγματοποιήσει πλήρως τους στόχους της και να υλοποιήσει τα όσα πέτυχε στην πρώτη φάση της διάσκεψης της Γενεύης. (Παύλος Ν. Τζερμιάς, Η Κύπρος από την αρχαιότητα ως την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Τόμος ΙΙ, σελίδες 733, 734)

Δυστυχώς, όμως, τα αποτελέσματα της εισβολής όχι μόνο δεν ήρθησαν αλλά και παγιώθηκαν. Η ιστορία έδειξε, ότι  η πρακτική σημασία των διαφόρων Ψηφισμάτων του ΟΗΕ υπήρξε σχεδόν μηδαμινή. Δυστυχώς, όπως σημείωσα και σε ένα πρόσφατο άρθρο μου, καθιερώνεται ένα νέο σύστημα διεθνών σχέσεων το οποίο αποδυναμώνει τον ΟΗΕ. Οι τελευταίοι γενικοί γραμματείς του ΟΗΕ δεν ήταν προσωπικότητες με διεθνή ακτινοβολία και προσωπικό κύρος στη διεθνή πολιτική σκηνή. Τυπικά, εργάζονταν για τη διεθνή, έννομη τάξη, την ασφάλεια και ειρήνη. Στην ουσία, προσάρμοζαν, όσο και όπου αυτό ήταν δυνατό, την κρίση τους στην πολιτική που προωθεί σε διάφορες περιοχές του πλανήτη μας η ηγεσία των πανίσχυρων Hνωμένων Πολιτειών. Η Τουρκία εισέβαλε σε ένα ανεξάρτητο κράτος, κατέλαβε το 36,4% του εδάφους του και προέβη σε βίαιο εκτοπισμό του 1/3 περίπου των κατοίκων του, διαπράττοντας μαζικά και διαρκή αποτρόπαια εγκλήματα σε βάρος του λαού του. Το Συμβούλιο Ασφαλείας (ΣΑ) του ΟΗΕ, όταν συνήλθε στις 20 Ιουλίου 1974, δεν έλαβε οποιαδήποτε μέτρα εναντίον της Τουρκίας με βάση το Κεφάλαιο 7 του Καταστατικού Χάρτη. Δεν έκανε καν μνεία για εισβολή της Τουρκίας. Αρκέστηκε, με το ομόφωνο Ψήφισμα 353/1974, στο να καλέσει όλα τα μέρη να τερματίσουν τις εχθροπραξίες και απαίτησε τον άμεσο τερματισμό της ξένης στρατιωτικής επέμβασης. Εξίσωσε τον θύτη με το θύμα! Άλλη αντιμετώπιση είχε η εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ, τον Αύγουστο του 1990. Για κατατόπιση των αναγνωστών, αναφέρω ότι, με βάση το άρθρο 42 του Κεφαλαίου 7, το ΣΑ νομιμοποιείται «να προβεί, από αέρος, διά θαλάσσης ή από ξηράς σε τέτοιου είδους ενέργεια, προκειμένου να προστατεύσει ή να αποκαταστήσει την ειρήνη και την ασφάλεια».

Από μια απλή μελέτη των Ψηφισμάτων που ακολούθησαν και αφορούν τη μορφή λύσης του Κυπριακού, προκύπτει ότι κύριο γνώρισμα των σ’ αυτά προταθεισών λύσεων είναι η αναγνώριση των πραγματικοτήτων και τετελεσμένων που δημιούργησε η εισβολή. Στο Ψήφισμα του ΣΑ 649/1990, στις 12 Μαρτίου 1990 γίνεται για πρώτη φορά αναφορά σε λύση δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας. Προηγήθηκε η Έκθεση του Γενικού Γραμματέα ημερομηνίας 8 Μαρτίου 1990 (S/21183) όπου παραπέμπει στην αρκετά διαφωτιστική εναρκτήρια δήλωσή του στις διακοινοτικές συνομιλίες της Νέας Υόρκης στις 26 Φεβρουαρίου 1990. Τότε, δήλωσε και τα ακόλουθα: « … Η διζωνικότητα της ομοσπονδίας είναι ξεκάθαρο ότι πρέπει να προέρχεται από το γεγονός ότι το κάθε ομοσπονδιακό κράτος θα διοικείται από μια κοινότητα στην οποία θα υπάρχει σταθερά εγγυημένη ξεκάθαρη πλειοψηφία πληθυσμού και ιδιοκτησίας περιουσιών στην περιοχή της». Το Ψήφισμα του ΣΑ Αρ. 750/1992 της 10.4.1992, επαναβεβαιώνει τα Ψηφίσματα 649/1990 και 716/ 1991.  Περαιτέρω, στην παράγραφο 4 το πιο πάνω Ψήφισμα υιοθετεί τη δέσμη ιδεών, όπως αυτή περιγράφεται στις παραγράφους 17-25 και 27 της Έκθεσης του Γενικού Γραμματέα. Όταν συζητείτο στην Βουλή των Αντιπροσώπων η Δέσμη Ιδεών Γκάλι, που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας με το Ψήφισμα 750/1992, ο τότε βουλευτής και μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας Τάσσος Παπαδόπουλος σε ομιλία του στις 7.5.1992, είπε χαρακτηριστικά ότι αυτή «διαγράφει τη λύση του Κυπριακού που το Συμβούλιο Ασφαλείας θεωρεί ‘κατάλληλη’ και που η Έκθεση Γκάλι χαρακτηρίζει ‘δίκαιη’». Η μορφή λύσης, που καταγράφεται στα προαναφερθέντα Ψηφίσματα, υιοθετείται αναλλοίωτη και στα επόμενα. Αυτά τα Ψηφίσματα μας κυνηγούν και συνθέτουν, σήμερα, το υπόβαθρο της λύσης που συζητείται με βάση την «κοινή διακήρυξη» της 11.2.2014.

Παράλληλα, καταβάλλεται  μια προσπάθεια υπονόμευσης της διεθνούς προσωπικότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και εξουδετέρωσης των  Ψηφισμάτων του Σ.Α. του Ο.Η.Ε.  που είχαν κατοχυρώσει τη διεθνή αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη νομιμότητα της κυβέρνησης που την εκπροσωπεί διεθνώς και καταδίκαζαν την  ανακήρυξη της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου», όπως του Ψηφίσματος 186/1964 της 4.3.1964, του Ψηφίσματος  541/1983 της 18.11.1983 και αυτών που στη συνέχεια τα επαναβεβαίωναν. Σ’ αυτή την προσπάθεια εντάσσονται και τα όσα καταγράφει ο σημερινός γενικός γραμματέας (γ.γ.) του ΟΗΕ στην  τελευταία του έκθεση, σε σχέση με την πρόσφατη  καταστροφική πυρκαγιά του Τριόδους όπου ο επικεφαλής του διεθνούς οργανισμού υποβάλλει ότι χάθηκε μια ευκαιρία για συλλογική καταπολέμηση των πυρκαγιών και προτείνει όπως «η Τεχνική Επιτροπή Διαχείρισης Κρίσεων χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία και εφαρμογή των βέλτιστων πρακτικών σε περίπτωση μελλοντικών κρίσεων». Υποβαθμίζει την Κυπριακή Δημοκρατία, ένα κράτος μέλος του ΟΗΕ στο επίπεδο του ψευδοκράτους. Σε όσους παρακολουθούν και μελετούν με σοβαρότητα τις εξελίξεις στο Κυπριακό, δεν ήταν έκπληξη αυτή η πρόσφατη ενέργεια του γ. γ. του Ο.Η.Ε.  Αξίζει να υπομιμνηστεί μια παλιά του  δήλωση  ότι «ατυχώς οι διαπραγματεύσεις ανεστάλησαν  εξ αιτίας της αλλαγής κυβέρνησης στην ελληνοκυπριακή κοινότητα της Κύπρου». Οι δικαιολογίες που δόθηκαν δεν ήταν πειστικές. Τα ίδια σχεδόν έγραψε και στην Έκθεσή του το Δεκέμβριο του 2010 όπου αναφέρθηκε σε «εκλογές στο Νότο». Δεν επρόκειτο περί γλωσσικού ολισθήματος.

Η Τουρκία μπορεί, με την εισβολή του 1974, να κατέλαβε το 36,4% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας και να διχοτόμησε de facto την Κύπρο, όμως, δεν πέτυχε πλήρως τον στόχο της που απέβλεπε και στην κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η εισβολή δεν επηρέασε τη διεθνή υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Περαιτέρω, στα σχέδια της Τουρκίας δημιουργήθηκε ένα τεράστιο εμπόδιο όταν η Κυπριακή Δημοκρατίας, με ολόκληρη την εδαφική της επικράτεια, είχε γίνει πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ένωσης. Η ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, με τη διεθνώς αναγνωρισμένη ΑΟΖ της και την ιδιότητα του μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί εμπόδιο στις βλέψεις της Τουρκίας για διαμοιρασμός των θαλασσίων ζωνών στην πολύπλοκη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Η ηγεσία του τόπου δεν συλλαμβάνει αυτές τις σεισμικές αλλαγές και παραμένει καθηλωμένη στο παρελθόν. Έχει συρθεί σε ένα καταστροφικό διάλογο που οδηγεί στη συνθηκολόγηση και στην αποδοχή, άνευ όρων, των τουρκικών επεκτατικών σχεδιασμών. Είναι καιρός η πολιτική μας ηγεσία να ανανήψει και να αξιοποιήσει κατάλληλα τα γεωπολιτικά ερείσματα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

(Φιλελεύθερος, 17.7.2016)