Έχουν παρέρθει σαράντα χρόνια από τη μαύρη εκείνη ημέρα  του πραξικοπήματος κατά την οποία είχε διαπραχθεί μια απροσμέτρητης έκτασης προδοσία σε βάρος της Κύπρου.  Κανένας από τους αυτουργούς και συναυτουργούς του προδοτικού πραξικοπήματος δεν τιμωρήθηκε,  είτε στην Ελλάδα είτε στην Κύπρο. Η τιμωρία αυτών των προσώπων για τα ανόσια  εγκλήματά τους επιβαλλόταν όχι για λόγους ρεβανσισμού ή, ακόμη, για ικανοποίηση του δημόσιου αισθήματος. Πρώτιστα, η κάθαρση ήταν ενέργεια που επιβαλλόταν για τη θωράκιση, βιωσιμότητα και ανάπτυξη της δημοκρατίας. Τη σκοπιμότητα αυτή υπηρετούσε στην αρχαία Ελλάδα ο νόμος του Δράκοντα, που χαρακτήριζε άτιμους τους τυράννους, το ψήφισμα του Ευκράτη «332-322», που νομιμοποιούσε την εκτέλεση των τυράννων και τη δήμευση της περιουσίας τους και το ψήφισμα του Δημοφάντου, που θέσπιζε θανατική ποινή κατά των τυράννων. Το ψήφισμα του Ευκράτη επεξέτεινε την ποινή της ατιμίας σε όσους «συγκαθίσουν εν συνεδρίω ή βουλεύσουν» μαζί με τους τυράννους.

Στην Ελλάδα, η πρώτη μετά την μεταπολίτευση κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή έκρινε ότι το «εθνικόν συμφέρον» δεν επέτρεπε την προσαγωγή σε δίκη αυτών των εγκληματιών. Μόνο αυτοί που διενήργησαν το πραξικόπημα στις 21 Απριλίου του 1967 δικάστηκαν και καταδικάστηκαν και το έγκλημά τους θεωρήθηκε «στιγμιαίο». Και όχι μόνο τούτο. Οι στρατιωτικοί της Χούντας, που διέπραξαν το πραξικόπημα στην Κύπρο, συνέχισαν τη σταδιοδρομία τους ή και αφυπηρέτησαν μετά από προαγωγή τους σε ανώτερο βαθμό.  Στην Κύπρο,  ο αρμόδιος για τις ποινικές διώξεις Γενικός Εισαγγελέας, βασιζόμενος, προφανώς,  στον «κλάδο ελαίας» που έφερε με την επιστροφή του στην Κύπρο ο Μακάριος το Δεκέμβριο του 1974, δεν προέβηκε σε ποινική δίωξη εναντίον οποιουδήποτε από αυτούς που μετείχαν στην πραξικοπηματική κυβέρνηση υπό την «προεδρία» του Νικολάου Σαμψών.  Βέβαια, μπορεί ένας να υποστηρίξει ότι η συμμετοχή αυτών των ανθρώπων στην επικράτηση του πραξικοπήματος δεν ήταν σημαντική. Υπήρξαν απλοί κομπάρσοι, αν όχι απλές «μαριονέτες» των στρατιωτικών. Όμως, αυτή και μόνη η συμμετοχή τους στην πραξικοπηματική κυβέρνηση συνέβαλε αποφασιστικά στην εδραίωση του πραξικοπήματος και συνιστά αξιόποινη εγκληματική ενέργεια. Η μόνη εξαίρεση έγινε για τον Σαμψών. Αφορμή υπήρξε ένας εμπρηστικός λόγος,  που εκφώνησε στο μνημόσυνο του Γρίβα στη Λεμεσό. Το 1976 ο Σαμψών καταδικάστηκε σε φυλάκιση 20 ετών για τη συμμετοχή του στο πραξικόπημα.

Τρία χρόνια αργότερα μετέβη στη Γαλλία για ιατρική περίθαλψη, όπου και παρέμεινε ως το 1990. Στις 22 Μαρτίου 1992 του απονεμήθηκε χάρη από τον τότε Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Γιώργο Βασιλείου. Πέθανε το 2001. Όταν «ξεράθηκε» ο κλάδος ελαίας, η  κυβέρνηση του Σπύρου Κυπριανού αποφάσισε στο τέλος του 1978 να επιφέρει την «κάθαρση» των κρατικών υπηρεσιών από άτομα τα οποία ενέχονταν σε οποιαδήποτε ενέργεια «αποσκοπούσαν εις την προπαρασκευήν του πραξικοπήματος ή καθ’ οιονδήποτε τρόπον τείνουσαν  εις την προαγωγήν τούτου ή εις την ανατροπήν της συνταγματικής τάξεως ή του πολιτειακού καθεστώτος». (άρθρο 2 του Νόμου 3 του 1977). Συνεστήθησαν οι αρμόδιες πειθαρχικές επιτροπές και άρχισαν το έργο. Υπήρξα πρόεδρος μιας από αυτές για την Αστυνομική Δύναμη. Επρόκειτο για μια πραγματική παρωδία. Ο διαθέσιμος χώρος δεν μου επιτρέπει να αναφερθώ σε λεπτομέρειες. Θα αρκεστώ στις  πιο κάτω δυο τραγελαφικές  περιπτώσει.  Παρουσιάστηκε ενώπιο μας ως κατηγορούμενος ένα υπαστυνόμος ο οποίος τις ημέρες του πραξικοπήματος ήταν κρατούμενος στο προαύλιο της  Αστυνομικής Διεύθυνσης Αμμοχώστου.  Όταν είδε κάποιο γνώριμό του, ηγετικό στέλεχος της ΕΟΚΑ Β΄, να περιφέρεται   μεταξύ των ιθυνόντων, τον προσέγγισε και  του είπε «καλημέρα κύριε Κ.»,  με την ελπίδα, προφανώς, ότι θα τον βοηθήσει να απελευθερωθεί.  Θεωρήθηκε από τον συντάκτη του κατηγορητηρίου η ενέργεια αυτή ως «τείνουσα εις την προαγωγήν του πραξικοπήματος». Βέβαια, ο κατηγορούμενος απαλλάχτηκε και δεν κλήθηκε καν σε απολογία. Σε άλλη περίπτωση, κατά την ακροαματική διαδικασία, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ήταν μεταξύ αυτών που στις ημέρες του πραξικοπήματος ήταν κρατούμενοι στην Αστυνομική Διεύθυνση Αμμοχώστου μαζί με τον Τάσσο Παπαδόπουλο ο οποίος ήταν μεταξύ των μαρτύρων υπεράσπισης. Στη θέση του κατηγορουμένου έπρεπε να ήταν ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας ο οποίος την τρίτη ημέρα του πραξικοπήματος ανέλαβε υπεύθυνος της ΚΥΠ Αμμοχώστου. Όταν η όλη διαδικασία έβαινε προς εκφυλισμό, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να την τερματίσει και με πέντε αποφάσεις του, από 20.9.1979 μέχρι 31.1.1980,  να προβεί το ίδιο σε αναγκαστική αφυπηρέτηση 61 ατόμων «για λόγους δημοσίου συμφέροντος». Επρόκειτο για μια αυθαίρετη επιλογή. Με βάση την κτηθείσα πείρα μου στην προαναφερθείσα Επιτροπή, δεν αποκλείω να «έδρασαν» κατά την επιλογή η συκοφαντία και η διαβολή, κοινώς «ρπουφιανιά». Τελικά, το Υπουργικό Συμβούλιο της  κυβέρνησης του Γλαύκου Κληρίδη αποφάσισε κατά πλειοψηφία στις 22.4.1993 να ανακαλέσει τις αποφάσεις για τερματισμό των υπηρεσιών των 61.  Έτσι, οι άνθρωποι που διετέλεσαν  μέλη της πραξικοπηματικής κυβέρνησης παρέμειναν ανενόχλητοι. Μερικοί από αυτούς καταξιώθηκαν πολιτικά και επαγγελματικά. Ένα ακόμη παράδειγμα που αναδεικνύει την Κύπρο ως χώρα των παραδοξοτήτων!

(Φιλελεύθερος, 13.7.2014)