Από τη μελέτη των όσων  γράφτηκαν και γράφονται σχετικά με τα όσα διαδραματίστηκαν τον Ιούλιο του 1974,  εξάγεται ότι υπάρχουν ακόμη αρκετά από τα γεγονότα που περιβάλλουν την προπαρασκευή και εκτέλεση του πραξικοπήματος και,  κυρίως,  την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα,  που χρειάζονται διαλεύκανση. Έχει αρκετή δουλειά να κάνει ο ιστορικός του μέλλοντος.

Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι κινητήρια δύναμη για το εγκληματικό πραξικόπημα ήταν  αυτός ο ελεεινός «αόρατος δικτάτορας»  Δημήτριος Ιωαννίδης. Στους συνωμότες συγκαταλέγονταν ο τότε αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων Γρηγόριος Μπονάνος, και άλλα στελέχη της ελληνικής χούντας.

Το πραξικόπημα εκτελέστηκε από την Εθνική Φρουρά.  Υπεύθυνος στην Κύπρο για την εκτέλεση του πραξικοπήματος ήταν ο Γεωργίτσης. Οι πραξικοπηματίες στράφηκαν πρώτα κατά του Προεδρικού Μεγάρου. Στόχος ήταν η φυσική εξόντωση του Μακαρίου. Ο Γεωργίτσης στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων που ανέλαβε να ανοίξει το «Φάκελο» της Κύπρου κατέθεσε ότι εντολή των Ιωαννίδη – Μπονάνου ήταν να τους παραδοθεί ο Μακάριος νεκρός ή ζωντανός.

Μετά την αποτυχία των πραξικοπηματιών να εξοντώσουν βιολογικά τον Μακάριο και παρά την επικράτηση του πραξικοπήματος, οι  πραξικοπηματίες είχαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα σχηματισμού «κυβέρνησης», μετά την άρνηση ή μη ανεύρεση «προέδρων» που είχαν υποδειχθεί από τη Χούντα των Αθηνών.

Μετά το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, ο Γεωργίτσης είδε σε κάποιο γραφείο του ΓΕΕΦ να περιφερόταν  ο Νίκος Σαμψών. Χωρίς να συνεννοηθεί  με την Αθήνα τον πλησίασε και, σύμφωνα με τα όσα κατάθεσε ο ίδιος στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων,  του είπε: «Πήγαινε βάλε μια γραβάτα και έλα να σε ορκίσουμε Πρόεδρο». Έτσι, ανέλαβε ο Νικόλαος, πλέον, Σαμψών που όρκισε ο καθαιρεθείς Μητροπολίτης Πάφου Γεννάδιος.

Την ιστορία του πραξικοπήματος αποφάσισε να γράψει η Βουλή των Αντιπροσώπων και να καταρτίσει και αυτή το «Φάκελο της Κύπρου», μιμούμενη τη Βουλή των Ελλήνων . Όπως έγραψα και στα δυο προηγούμενα άρθρα μου στην «Κ», δεν ήταν έργο της Βουλής να γράφει Ιστορία. Τα μέλη της Επιτροπής δεν ήταν ιστορικοί αλλά πολιτικοί και πολιτικό και  όχι ιστορικό αναμενόταν  να ήταν το «πόρισμα» της έρευνας. Αντί να αναλάβουν το ρόλο του ιστορικού, θα έπρεπε, έγκαιρα, να αξιώσουν από τους  αρμοδίους  την ποινική δίωξη αυτών που συμμετείχαν στο πραξικόπημα, ώστε να επέλθει η πραγματική κάθαρση στο δημόσιο βίο της χώρας. Κυρίως, όταν μετά το θάνατο του Μακαρίου ξηράθηκε ο «κλάδος ελαίας» και αποφασίστηκε, επί κυβέρνησης Σπύρου Κυπριανού, να διωχθούν πειθαρχικά οι «κομπάρσοι» στην κρατική υπηρεσία με το Νόμο 3 του 1977,  με αποτέλεσμα  το όλο εγχείρημα να καταλήξει σε μια παρωδία κάθαρσης.

Η Ιστορία είναι αναμφίβολα συνδεδεμένη με τη πολιτική. Δεν πρέπει, όμως, αυτή η σχέση να φτάνει μέχρι του σημείου που η μελέτη και η σημασιοδότηση του παρελθόντος να χρησιμοποιείται από τους πολιτικούς για εξυπηρέτηση μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων. Δυστυχώς, αυτό συνέβηκε. Αρκετά από τα «πορίσματα» της Επιτροπής στην εξυπηρέτησης αυτών των μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων αποβλέπουν.

Μέλη της Επιτροπής, θεώρησαν ένα έγγραφο, αμφίβολής εγκυρότητας και σοβαρότητας, ότι θα ήταν κατάλληλη επένδυση στον προεκλογικό τους αγώνα. Το έγγραφο αποκάλυπτε ότι εγκέφαλος του πραξικοπήματος ήταν ο  Χρήστος Δ. Λαμπράκης, ο γνωστός εκδότης τότε των εφημερίδων «Βήμα» και  «Νέα».   

Το έγγραφο,  που κατατέθηκε στην Επιτροπή της Βουλής από τον διευθυντή του γραφείου του Μακαρίου, κ. Χάρη Βωβίδη,  διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι ο Λαμπράκης οργάνωσε το πραξικόπημα, συνεργαζόμενος με τον διπλωμάτη Ιωάννη Σωσσίδη, τον εφοπλιστή Αντρέα Ποταμιάνο, τον Νίκο Σαμψών, τον προσωπικό φίλο του Ιωαννίδη και υπουργό Εσωτερικών του πραξικοπήματος Παντελή Δημητρίου, καθώς και με τον ίδιο τον Ιωαννίδη. Το έγγραφο είναι ανώνυμο.  Ο πρόεδρος της επιτροπής Μαρίνος Σιζόπουλος ανέφερε ότι το έγγραφο συντάχθηκε από την ελληνική ΚΥΠ προς ενημέρωση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος το έδωσε στον Μακάριο το 1975.

Σχετικά με το έγγραφο, ο κ. Πάτροκλος Σταύρου,  πρώην υφυπουργός παρά των Προέδρω και στενός συνεργάτης του Μακαρίου, σε δήλωσή του στο «Βήμα» στις 26.3.2011, ανάφερε τα ακόλουθα: «Ο Μακάριος ελάμβανε διάφορα παρόμοια έγγραφα. Συνήθως τα κατέστρεφε, αφού προηγουμένως μου τα έδιδε και τα διάβαζα. … Αν μου είχε δώσει και αυτό, θα το θυμόμουν.  ….Οπωσδήποτε, κάποιος συνέταξε αυτό το έγγραφο και το διοχέτευσε στον Μακάριο. Ο Μακάριος το εθεώρησε ανάξιο λόγου και έδωσε εντολή καταστροφής του. Γιατί δεν κατεστράφη και εμφανίζεται τώρα, 34 ολόκληρα χρόνια μετά το θάνατό του, είναι απορίας άξιον. … Εάν ο Χρήστος Λαμπράκης εσχεδίαζε την ανατροπή του Μακαρίου, θα έκανε γενική συνέλευση των πραξικοπηματιών στο σπίτι του στον Πόρο; Μήπως εκράτησε και παρουσίες; … Αυτά για την Ιστορία και όχι για τις εφήμερες εντυπώσεις».

Συμπερασματικά, μπορεί ένας να ισχυριστεί ότι ο «Φάκελος της Κύπρου» δεν σχηματίστηκε ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Κύπρο. Κάμποσες πτυχές της ιστορικής αλήθειας εξακολουθούν να μένουν στο σκοτάδι. Λέχθηκαν και κατατέθηκαν πολλά,  σημαντικά και ασήμαντα.  Άλλα αποδεικτικά στοιχεία που θα έριχναν φως δεν παρουσιάστηκαν είτε γιατί τα σχετικά έγγραφα έχουν εξαφανιστεί είτε γιατί οι κρίσιμες διαταγές είχαν δοθεί προφορικά είτε γιατί συγκαλύφθηκαν.

(Καθημερινή, 3.4.2011)