Μετά την αποτυχία της τελευταίας διαδικασίας των συνομιλιών στο Κραν Μοντανά, το Κυπριακό έχει μπει σε ένα τέλμα από το οποίο πιθανό να εξέλθει,  για να οδηγηθεί σε μία νέα φάση με άλλη μορφή. Το τι θα γίνει από εδώ και πέρα είναι εν πολλοίς άγνωστο. Όλα τα επώδυνα σενάρια είναι ανοιχτά μέχρι το πλέον ζημιογόνο. Συναφώς, αξίζει να γίνει αναφορά σε ένα πρόσφατο άρθρο του  Θανάση Π. Ντόκου, γενικού διευθυντή στο ΕΛΙΑΜΕΠ (Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής), στην Καθημερινή των Αθηνών ημερ.  12/7/201, στο οποίο προβλέπει πως  «το πιθανότερο σενάριο είναι πλέον η συνέχιση της υφιστάμενης κατάστασης με σταδιακή διολίσθηση προς οριστική διχοτόμηση, ενώ ίσως πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ουσιαστικής διερεύνησης και το λεγόμενο «βελούδινο διαζύγιο» (αναγνώριση έναντι εδαφών)».

Παρά το τέλμα, το ερώτημα το οποίο βασανίζει τον κυπριακό ελληνισμό εδώ και δεκαετίες,   παραμένει: Πώς η Κύπρος θα διασφαλίσει, μετά από μια συμφωνία, τη λειτουργία της ως ένα ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος και όχι ως ένα προτεκτοράτο της Τουρκίας,  το οποίο η τελευταία θα καταλάβει όταν βρει την κατάλληλη ευκαιρία.  Τούτο, δεν μπορεί  να επιτευχθεί με εμμονές - για χάρη της αυτοδικαίωσης και της υστεροφημίας -  στις παραμέτρους της   «κοινής διακήρυξης» της 11/2/2014 των Αναστασιάδη και Έρογλου,  που  ακολούθησε τη φιλοσοφία της «κοινή δήλωσης» της 23/5/2008 των Χριστόφια και Ταλάτ. Όπως έχει επισημανθεί κατά κόρον και με φορτικότητα από τον γράφοντα, μια συμφωνία με βάση τη   «κοινή διακήρυξη» της 11/2/2014 θα οδηγήσει στην κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και, γενικά, σε λύση τουρκικών προδιαγραφών.   Αλλά  ούτε και    με πατριωτικούς πομφόλυγες,  εύηχα δημαγωγικά συνθήματα και  νεφελώδεις κενολογίες αίρονται οι αδυσώπητες πραγματικότητες που δημιούργησε η τουρκική εισβολή.  Οι πολιτικές ηγεσίες του τόπου θα πρέπει να ξεπεράσουν τα ταμπού τους και να χαράξουν μια κοινή στρατηγική για επιδίωξη μιας λύσης εφικτής και βιώσιμης που θα αντέξει στον χρόνο και θα διασφαλίσει την εθνική επιβίωση του κυπριακού ελληνισμού. Θα πρέπει, επί τέλους, οι πολιτικές ηγεσίες του τόπου να κατανοήσουν ότι για την Τουρκία το Κυπριακό δεν είναι θέμα προστασίας των Τουρκοκυπρίων, αλλά κρίσιμο ζήτημα γεωπολιτικής,  για την προώθηση της οποίας επιδιώκει να  είναι πολιτικά και στρατιωτικά παρούσα στην Κύπρο, με απώτερο στόχο την κατάληψη ολόκληρης. Και, αφού το κατανοήσουν, να πείσουν περί τούτου τα ισχυρά κέντρα λήψης των αποφάσεων που καθορίζουν το μέλλον των μικρών κρατών του πλανήτη μας, καθώς και τον ΟΗΕ και τους εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.  Όπως υποστηρίζω σε αριθμό άρθρων μου, δεν είναι ανέφικτη μια λύση που θα διασφαλίζει την Κυπριακή Δημοκρατία, έστω και εδαφικά κολοβωμένη. Τούτο, όμως, προαπαιτεί ηγεσία που να διαθέτει πολιτικό θάρρος, διορατικότητα και επαφή με την πραγματικότητα.  

Η χάραξη κοινής στρατηγικής για ανατροπή των τουρκικών σχεδιασμών, προϋποθέτει  την ύπαρξη σοβαρού εθνικού διαλόγου, στον οποίο οι διάφορες πολιτικές ηγεσίες με διαφορετικές απόψεις ανταλλάσσουν επιχειρήματα. Τα επιχειρήματα διαμορφώνονται μετά από επαρκή ενημέρωση όλων των συναφών παραμέτρων του προβλήματος  και επικοινωνία με τον έξω κόσμο,  με γνώμονα το εθνικό συμφέρον και χωρίς μικροπολιτικούς υπολογισμούς για το πολιτικό κόστος που συνήθως συνεπάγονται – βραχυπρόθεσμα -  οι δύσκολες αλλά σωτήριες  πολιτικές αποφάσεις. Για το λόγο αυτό, οι αποφάσεις αυτές λαμβάνονται από μεγάλους πολιτικούς οποίοι διαθέτουν πολιτική γενναιότητα και οι οποίοι, τελικά,  στεφανώνονται από την Ιστορία. Ένας τέτοιος πολιτικός ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος ο οποίος, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, κατόρθωσε, εγκαταλείποντας τη «Μεγάλη Ιδέα», να διασώσει τη Δυτική Θράκη και όλα σχεδόν  τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Στη Λωζάννη, το 1923, δεν διεκδίκησε τα όσα εξασφάλισε το 1920 στις Σέβρες. Και στις δυο περιπτώσεις δεν διεκδίκησε ούτε την Κύπρο ούτε τα Δωδεκάνησα, γιατί είχε ανάγκη τη συμπαράσταση της Βρετανίας και της Ιταλίας για να επιτύχει τους εφικτούς στόχους  του.

Μόνο με ένα ειλικρινή διάλογο θα υπάρξει ένας σοβαρός στρατηγικός σχεδιασμός, στη βάση των εθνικών συμφερόντων, βασιζόμενος σε αντικειμενικά κριτήρια αξιολόγησης.  Ο διάλογος - η συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων, ιδεών κλ.π. - αποτελεί κατ' εξοχήν δημοκρατικό μέσο για την αντιμετώπιση και την  επίλυση εθνικών, κυρίως, προβλημάτων.  Σε μια δημοκρατική κοινωνία, ο διάλογος, ο λόγος και ο αντίλογος,  είναι το μόνο μέσο να πείσεις τον άλλον ή τους άλλους για την ορθότητα των δικών σου απόψεων, έτσι που να τις υιοθετήσουν κι εκείνοι.  Οι αρχαίοι μας πρόγονοι, τόσο πίστευαν στη δύναμη του λόγου, ώστε είχαν υψώσει σε θεά,  την Πειθώ, την ικανότητα να πείθεις με τον λόγο. H ίδια η Αθηνά θα καυχηθεί πως μόνο με την Πειθώ νίκησε στον Άρειο Πάγο, που δίκαζε τον μητροκτόνο Ορέστη. (Αισχύλος, «Ευμενίδες», 970).

Σοβαρό εθνικό διάλογο σχετικά με τον χειρισμό του εθνικού μας προβλήματος δεν είχαμε ούτε έχουμε στην Κύπρο. Στη Βουλή, στο Εθνικό Συμβούλιο και στην τηλεόραση, κάθε «συνομιλητής» αποδύεται σ' έναν απέραντο μονόλογο, που επιδίωξή του δεν είναι να πείσει τους άλλους και το κοινό,  αλλά η προβολή και η μονοπώληση του πατριωτισμού, κραυγάζοντας και απαγγέλλοντας ανυπόφορες κοινοτοπίες και διασύροντας ή συκοφαντώντας τους άλλους. Πέραν τούτου, σοβαρό εθνικό διάλογο δεν επιτρέπει το τοξικό πελατειακό σύστημα το οποίο διέπει τη διεξαγωγή του πολιτικού παιγνιδιού. Για τούτο και για να μην αιθεροβατούμε, δεν πρέπει να αναμένουμε τέτοιο διάλογο,  τουλάχιστο  στους προσεχείς μήνες, ενόψει της προεκλογικής περιόδου, που ουσιαστικά έχει αρχίσει, για τις προεδρικές εκλογές του 2018. 

(Φιλελεύθερος, 13.8.2017)