Εκείνο που πρέπει να ανησυχεί δεν είναι η απόφαση του Προέδρου Αναστασιάδη να προσέλθει στη Διάσκεψη της Γενεύης, αλλά οι προφάσεις που  επικαλέστηκε, για να δικαιολογήσει την άνευ όρων αποδοχή του οδικού χάρτη, που επιδίωκε επί μήνες ο κ. Ακιντζί, δηλαδή η Τουρκία. Επέσεισε την απειλή του Ερντογάν για  προσάρτηση των  κατεχομένων και  για «πολιτογράφηση» 26.500 εποίκων. Η ανησυχία από αυτό το «modus operandi» του κ. Αναστασιάδη, του οποίου υπήρξαμε μάρτυρες και προ τριετίας στο περίφημο εκείνο «κούρεμα», είναι μήπως αυτός ο μπαμπούλας των τουρκικών απειλών θα βρίσκεται και στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και θα διέπει τις συζητήσεις και θα χρησιμοποιηθεί, στη συνέχεια, ως μέσο τρομοκράτησης του λαού στην προσπάθεια προώθησης και επιβολής της συμφωνίας που μαγειρεύεται, όπως συνέβηκε πριν δώδεκα χρόνια με το Σχέδιο Ανάν όταν ακούαμε για «νέα Μικρασιατική καταστροφή».

Ο γράφων δεν αποκλείει την πιθανότητα υλοποίησης των τουρκικών απειλών σε περίπτωση που δεν υιοθετηθεί η λύση που μαγειρεύεται. Αναμφίβολα, μια τέτοια εξέλιξη θα έχει ανεπανόρθωτες ζημιογόνες επιπτώσεις για το εθνικό και  πολιτειακό μέλλον της πατρίδας μας.  Αλλά, και σε μια τέτοια περίπτωση, που η Τουρκία αποφασίσει να προβεί σε ενσωμάτωση των κατεχομένων, τούτο, όπως ορθά σημείωσε ο  Έλληνας πανεπιστημιακός Άγγελος Συρίγος στο πρόσφατο μνημόσυνο του Τάσσου Παπαδόπουλου, «θα επιβεβαιώνει και τυπικά την πραγματικότητα που βιώνουμε στο νησί από το 1974… Τυχόν ενσωμάτωση θα μας οδηγήσει να αντικρύσουμε κατάματα αυτή την πραγματικότητα.». Τα κατεχόμενα έχουν ουσιαστικά πλήρως ενσωματωθεί στην Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι, που αποτελούν πλέον μειοψηφία στην «ΤΚΒΚ», είναι όμηροι της Τουρκίας στρατιωτικά, οικονομικά,  πολιτικά και πολιτιστικά.  Δυστυχώς, η  τούρκικη εισβολή και κατοχή δημιούργησαν ασφυκτικά δεδομένα και αδυσώπητες πραγματικότητες που δεν μπορούν να παραγνωρίζονται.

Και τίθεται  το εφιαλτικό ερώτημα πώς, μέσα σ’ αυτές τις αδυσώπητες πραγματικότητες,  θα καταστεί δυνατή η επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού. Οπωσδήποτε, την απάντηση στο ερώτημα δεν την προσφέρει η λύση που μαγειρεύεται με βάση τη «κοινή διακήρυξη» της 11/2/ 2014 των Αναστασιάδη-Έρογλου και  η οποία, στην πραγματικότητα, είναι αντιγραφή αυτής του περιβόητου σχεδίου Ανάν. Οι συνομιλίες στην Πενταμερή της Γενεύης δεν μπορούν να οδηγήσουν σε λύση που θα διασφαλίζει την εθνική επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού, αλλά σε μια λύση που θα είναι χειρότερη της διχοτόμησης, συμφωνημένης ή μη,  γιατί θα ανοίξει την «κερκόπορτα» στην Τουρκία για να πραγματοποιήσει τους σχεδιασμούς της για κατάληψη όλη της Κύπρου.  Γι’ αυτό, και η Κυπριακή Δημοκρατία θα είναι απούσα στη Διάσκεψη, παρά το ότι η παρουσία της είναι «εκ των ων ουκ άνευ», αφού ήταν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη στις Συνθήκες με τις οποίες θα ασχοληθεί η Διάσκεψη.  Βέβαια, όταν θα έλθει η αποφράδα εκείνη ημέρα της υπογραφής, θα επινοηθεί η μαγική φόρμουλα της «πλαστογράφησης» της υπογραφής  της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η Κυπριακή Δημοκρατία θα είναι απούσα στη Διάσκεψη γιατί η Τουρκία την θεωρεί «εκλιπούσα» από το 1964. Η Τουρκία σε καμιά περίπτωση δεν θα δεχθεί τη μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και ούτε συμφώνησε σε κάτι τέτοιο στη κοινή διακήρυξη της 11/2/2014. Ο  Πρόεδρος Αναστασιάδης επιμένει στον ισχυρισμό ότι έχει συμφωνηθεί η συνέχιση της   Κυπριακής Δημοκρατίας και  ισχυρίζεται ότι οι διαφωνούντες με την άποψή του «υιοθετούν τις τουρκικές θέσεις περί εκλιπούσας Κυπριακής Δημοκρατίας». Μα, αν είχαμε συμφωνία ως προς το θέμα της μετεξέλιξης, θα είχαμε αλληλοσυγκρουόμενες ελληνικές και τουρκικές θέσεις για το θέμα τούτο; Το πρόβλημα δεν είναι αν η άποψη του κ. Αναστασιάδη ή  των βρετανικών οίκων διεθνολόγων που επιστράτευσε για την  ερμηνεία της κοινής διακήρυξης είναι ορθή,  αλλά αν με αυτήν την ερμηνεία συμφωνούν  και οι συνομιλητές μας. Η άλλη πλευρά υποστηρίζει μια ερμηνεία εκ διαμέτρου αντίθετη. Με λύπη μου είμαι υποχρεωμένος να αναφέρω ότι,  δυστυχώς, ο Πρόεδρος, για ακόμη μια φορά,  παραπλανεί και υποτιμά βαναύσως όχι μόνο την πολιτική ωριμότητα του λαού αλλά και τη νοημοσύνη του.

Επίσης, η Τουρκία θα επιμείνει σε μορφή εγγυήσεων που θα της επιτρέπει, είτε με σαφήνεια είτε με «εποικοδομητική ασάφεια», σε χρόνο που θα κρίνει αυτή κατάλληλο, μέσα στην μεταβατική περίοδο των πέντε ή των δέκα ετών, να επαναλάβει, οπλισμένη με τη νομιμοφάνεια που επικαλέστηκε του 1974, στρατιωτική εισβολή για να ολοκληρώσει τα επεκτατικά της σχέδιά. Κατά τη μεταβατική περίοδο,  όταν θα παύσει να υπάρχει η Κυπριακή Δημοκρατία, όποια κρίση θα προκύψει, θα αντιμετωπιστεί διεθνώς σε εντελώς άλλη βάση. Oι πιθανότητες για δημιουργία τέτοιων κρίσεων θα είναι πάμπολλες. Τις ευκαιρίες θα τις παράσχει στην Τουρκία η μη λειτουργικότητα της λύσης.

Για τους πιο πάνω λόγους, η διατήρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η ασπίδα της σωτηρίας μας. Μπορεί η τουρκική εισβολή να δημιούργησε αδυσώπητες πραγματικότητες. Δεν κατέστησε,  όμως,   ανέφικτη την  εξεύρεση μιας βιώσιμης λύσης που θα αποτρέψει την πλήρη πραγμάτωση των τουρκικών σχεδιασμών. Μπορεί να μην είναι εφικτή η πλήρης αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι, όμως, εφικτή η διατήρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ενιαίου κράτους, έστω και εδαφικά κολοβωμένου,  που θα παραμείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και θα λειτουργεί σύμφωνα με τις διεθνώς κρατούσες δημοκρατικές αρχές.

(Φιλελεύθερος, 18/12/2016)