Για χρόνια η πολιτική ηγεσία του τόπου υψώνει,  ως σημαία αγώνα για λύση που να οδηγεί στην απελευθέρωση των κατεχομένων από τα τουρκικά στρατεύματα κυπριακά εδάφη,   τα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΣΑ) του Ο.Η.Ε., που αναφέρονται στη τούρκική εισβολή και την ανακήρυξη του ψευδοκράτους.  Όμως,  όπως η ιστορία έδειξε, η πρακτική σημασία αυτών των Ψηφισμάτων υπήρξε σχεδόν μηδαμινή. Τα αποτελέσματα της εισβολής όχι μόνο δεν ήρθησαν αλλά και παγιώθηκαν.

Όταν έλαβε χώρα η τούρκικη εισβολή, το ΣΑ συνήλθε στις 20 Ιουλίου 1974 και με το ομόφωνο Ψήφισμα 353/1974  εξέφρασε τη σοβαρή ανησυχία του για την κατάσταση που οδήγησε σε σοβαρή απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια και  κάλεσε όλα τα κράτη να σεβαστούν την κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου, και όλα τα μέρη να τερματίσουν τις εχθροπραξίες. Απαίτησε τον άμεσο τερματισμό της ξένης στρατιωτικής επέμβασης και  την αποχώρηση όλου του ξένου στρατιωτικού προσωπικού, περιλαμβανομένων και αυτών που ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπος Μακάριος  ζήτησε την αποχώρησή τους στην επιστολή του της 2ας Ιουλίου 1974. (Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου).  Τα ίδια επανέλαβε και μετά τη δεύτερη φάση της εισβολής με το Ψήφισμα 357/1974 της 14ης Αυγούστου 1974. Όταν ο Ντενκτάς ανακήρυξε στις 15.11.1983 την «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», το ΣΑ, με τα Ψηφίσματά του 541/1983 της 15ης Νοεμβρίου 1983 και 550/1984 της 11ης Μαΐου 1984,  καταδίκασε την πιο πάνω ενέργεια των τουρκοκυπρίων και κάλεσε όλα τα κράτη να μην την αναγνωρίσουν.

Η Τουρκία εισέβαλε σε ένα ανεξάρτητο κράτος, κατέλαβε το 36,4% του εδάφους του και προέβη σε βίαιο εκτοπισμό του 1/3 περίπου των κατοίκων του,   διαπράττοντας μαζικά και διαρκή αποτρόπαια εγκλήματα σε βάρος του λαού του. Όμως, το ΣΑ δεν  έλαβε οποιαδήποτε μέτρα εναντίον της Τουρκίας με βάση το Κεφάλαιο 7 του Καταστατικού Χάρτη. Δεν έκανε καν μνεία για εισβολή της Τουρκίας.  Αρκέστηκε στο να καλέσει όλα τα μέρη να τερματίσουν τις εχθροπραξίες και απαίτησε τον άμεσο τερματισμό της ξένης στρατιωτικής επέμβασης. Εξίσωσε τον θύτη με το θύμα!  Άλλη αντιμετώπιση είχε η εισβολή του Ιράκ στο Kουβέιτ, τον Aύγουστο του 1990. Τότε,  το ΣΑ ενέκρινε σειρά Ψηφισμάτων βάσει του Άρθρου 42 του Κεφαλαίου 7, ζητώντας στην αρχή από το Iράκ να αποσυρθεί και, στη συνέχεια, επιτρέποντας τη χρήση «όλων των απαιτούμενων μέσων» ώστε ο εισβολέας να αναγκαστεί να συμμορφωθεί και «να αποκατασταθεί η ειρήνη και η ασφάλεια στην περιοχή» (Ψήφισμα 678).  Για κατατόπιση των αναγνωστών, αναφέρω ότι, με βάση το άρθρο 42 του Κεφαλαίου 7,  το ΣΑ νομιμοποιείται «να προβεί, από αέρος, διά θαλάσσης ή από ξηράς σε τέτοιου είδους ενέργεια, προκειμένου να προστατεύσει ή να αποκαταστήσει την ειρήνη και την ασφάλεια».

Επίσης, ξένοι πολιτικοί  που μας επισκέπτονται, για να ευχαριστήσουν την ηγεσία μας και το λαό μας,  αναφέρονται στα Ψηφίσματα του ΣΑ ως παρέχοντα τη βάση για μια δίκαιη λύση του Κυπριακού και εμείς αγαλλόμαστε για τη συμπαράσταση.  Όμως, από μια απλή μελέτη των Ψηφισμάτων που ακολούθησαν μετά τη ανακήρυξη του ψευδοκράτους και αφορούν τη μορφή λύσης του Κυπριακού, προκύπτει ότι κύριο γνώρισμα των σ’ αυτά  προταθεισών  λύσεων είναι η αναγνώριση των πραγματικοτήτων και τετελεσμένων που δημιούργησε η εισβολή.

Στο Ψήφισμα του ΣΑ 649/1990, στις 12 Μαρτίου 1990 γίνεται για πρώτη φορά αναφορά σε λύση δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας.  Το Ψήφισμα «καλεί τους ηγέτες των δυο κοινοτήτων να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους για να επιτύχουν ελεύθερα μια αμοιβαία αποδεκτή λύση που να προνοεί για την εγκαθίδρυση ομοσπονδίας, η οποία θα είναι δικοινοτική όσον αφορά τις συνταγματικές πτυχές και διζωνική όσον αφορά τις εδαφικές πτυχές, σύμφωνα με το παρόν ψήφισμα και τις συμφωνίες υψηλού επιπέδου του 1977 και 1979…». Προηγήθηκε η Έκθεση του Γενικού Γραμματέα ημερομηνίας 8 Μαρτίου 1990 (S/21183) όπου παραπέμπει στην αρκετά διαφωτιστική εναρκτήρια δήλωσή του στις διακοινοτικές συνομιλίες της Νέας Υόρκης στις 26 Φεβρουαρίου 1990. Τότε,   δήλωσε τα ακόλουθα: «Η Κύπρος είναι το κοινό σπίτι της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η σχέση τους δεν είναι σχέση πλειοψηφίας και μειοψηφίας, αλλά σχέση δυο κοινοτήτων στο κυπριακό κράτος... Η διζωνικότητα της ομοσπονδίας είναι ξεκάθαρο ότι πρέπει να προέρχεται από το γεγονός ότι το κάθε ομοσπονδιακό κράτος θα διοικείται από μια κοινότητα στην οποία θα υπάρχει σταθερά εγγυημένη ξεκάθαρη πλειοψηφία πληθυσμού και ιδιοκτησίας περιουσιών στην περιοχή της. Θα είναι επίσης ξεκάθαρο από το γεγονός ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν θα επιτρέπεται να παρεμβαίνει στις εξουσίες και λειτουργίες των ομοσπονδιακών κρατών». Και η 11η παράγραφος του παραρτήματος I της εν λόγω Έκθεσης ανέφερε: «Η πολιτική ισότητα των δυο κοινοτήτων στην ομοσπονδία και η δικοινοτική φύση της ομοσπονδίας πρέπει να αναγνωρισθούν. Ενώ η πολιτική ισότητα δεν σημαίνει ίση αριθμητική συμμετοχή σε όλα τα ομοσπονδιακά κυβερνητικά όργανα και τη διοίκηση,  πρέπει να αντανακλάται, μεταξύ άλλων, με διάφορους τρόπους: στην ανάγκη όπως το ομοσπονδιακό σύνταγμα του κράτους της Κύπρου πρέπει να εγκρίνεται ή να τροποποιείται με τη σύμφωνη γνώμη των δυο κοινοτήτων, στην αποτελεσματική συμμετοχή και των δυο κοινοτήτων σε όλα τα όργανα και τις αποφάσεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, σε εγγυήσεις που να διασφαλίζουν ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν θα έχει εξουσίες να υιοθετεί οποιαδήποτε μέτρα εναντίον μιας κοινότητας και στην ισότητα και τις ταυτόσημες εξουσίες και λειτουργίες των δυο ομόσπονδων κρατών». Στο Ψήφισμα του ΣΑ Αρ. 750/1992 της 10.4.1992, στην παράγραφο 2, αφού επαναβεβαιώνει τα Ψηφίσματα 649/1990 και 716/ 1991, κρίνει ότι μια διευθέτηση στο Κυπριακό θα πρέπει να βασίζεται στις αρχές ότι θα υπάρχει ένα κράτος με μια κυριαρχία και διεθνή προσωπικότητα και μια ιθαγένεια και που να αποτελείται από δυο πολιτικά ίσες κοινότητες, όπως καθορίστηκε στην παράγραφο 11 της Έκθεσης του γενικού γραμματέα (S/23780) ημερ. 3 Απριλίου 1992, σε μια δικοινοτική και διζωνική ομοσπονδία. Περαιτέρω, στην παράγραφο 4 το πιο πάνω Ψήφισμα υιοθετεί τη δέσμη ιδεών, όπως αυτή περιγράφεται στις παραγράφους 17-25 και 27 της Έκθεσης του Γενικού Γραμματέα.  Όταν εσυζητείτο  στην Βουλή των Αντιπροσώπων  η Δέσμη Ιδεών Γκάλι, που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας με το Ψήφισμα 750/1992, ο τότε βουλευτής και μετέπειτα πρόεδρος της Δημοκρατίας Τάσσος Παπαδόπουλος σε ομιλία του στις 7.5.1992, είπε χαρακτηριστικά ότι αυτή «διαγράφει τη λύση του Κυπριακού που το Συμβούλιο Ασφαλείας θεωρεί ‘κατάλληλη’ και που η Έκθεση Γκάλι χαρακτηρίζει ‘δίκαιη’». Η μορφή λύσης, που καταγράφεται στα προαναφερθέντα Ψηφίσματα, υιοθετείται αναλλοίωτη και στα επόμενα. Αξιοσημείωτο είναι το το Ψήφισμα 1475/2003 της 14.4.2003 το οποίο υιοθέτησε την Τρίτη εκδοχή του Σχεδίου Ανάν, το Σχέδιο Ανάν ΙΙΙ,  της 26.2.2003. Στην παρ. 4 το Σ.Α. «παρέχει την πλήρη υποστήριξή του στο προσεκτικά ισοζυγισμένο σχέδιο του Γενικού Γραμματέα της 25.2.2003 ως μια μοναδική βάση για περαιτέρω διαπραγματεύσεις» και «καλεί όλους τους ενδιαφερόμενους να διαπραγματευθούν μέσα στο πλαίσιο των καλών υπηρεσιών του Γενικού Γραμματέα, χρησιμοποιώντας το σχέδιο για να καταλήξουν σε μια συνολική διευθέτηση, όπως παρατίθεται στις παραγράφους 144-151 της Έκθεσης του Γενικού Γραμματέα».

Δυστυχώς, αυτά τα Ψηφίσματα μας κυνηγούν και συνθέτουν, σήμερα,  το υπόβαθρο της λύσης που συζητείται με βάση την «κοινή διακήρυξη» της 11.2.2014.

(Φιλελεύθερος, 27.12.2015)