Στο άρθρο μου της περασμένης Κυριακής αναφέρθηκα στο τείχος που χωρίζει τις δυο εθνικές κοινότητες της Κύπρου, το οποίο είναι κτισμένο όχι από τούβλα αλλά, όπως προσφυώς παρατήρησε ο  πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου  Ζοζέπ Μπορέλ όταν επισκέφθηκε την Κύπρο το 2005, από προκατάληψη, δυσπιστία  και  καχυποψία. Αυτό το τείχος το έκτισε,  κατά κύριο λόγο, η Τουρκία για να προωθήσει τα επεκτατικά της σχέδια. Όμως, στο κτίσιμο του τείχους συνέδραμε σημαντικά και ένα μεγάλο μέρος της ελληνοκυπριακής πολιτικής ηγεσίας, η εκκλησιαστική ηγεσία,  καθώς και ΜΜΕ,  που υπέθαλψαν και συνεχίζουν να υποθάλπουν ένα νοσηρό εθνικισμό. 

 Η ύπαρξη αμοιβαίας δυσπιστίας και καχυποψίας αντανακλάται και στις διακοινοτικές συνομιλίες όπου διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει κοινή διαπραγματευτική βάση. Εδώ και αρκετό καιρό παίζεται,  ξανά,   μεταξύ των δυο πλευρών το «παιγνίδι της επίρριψης ευθυνών» (blame game).  Μπορεί να λέγεται ότι βάση των συνομιλιών είναι η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, όμως,  στην πραγματικότητα,  υπάρχει χάσμα μεταξύ των δυο πλευρών ως προς το περιεχόμενο αυτής της ομοσπονδίας. Αρκεί  ένας να διαβάσει την ομιλία του Ντερβίς Έρογλου στο εκλογικό συνέδριο του Κόμματος Εθνικής Ενότητας, στην οποία επανέλαβε ότι πιθανή λύση είναι αυτή που θα διασφαλίζει την ύπαρξη δυο κυρίαρχων λαών με δυο κράτη, για να διαπιστώσει τούτο. Με άλλα λόγια, εκείνο που επιδιώκει η τούρκικη πλευρά είναι η διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας-την οποία θεωρεί καταργηθείσα από το 1963- και η Συνομοσπονδία μεταξύ δυο νέων κρατών που θα δημιουργηθούν.

Μέσα στα επεκτατικά σχέδια της Τουρκίας, τα οποία συντηρούν το  διαχωριστικό τείχος της  προκατάληψης, δυσπιστίας  και  καχυποψίας, εντάσσεται και ο εποικισμός  των κατεχομένων. Από τις πτυχές του Κυπριακού προβλήματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε με τα τετελεσμένα της Τούρκικης εισβολής του 1974,  η πιο σημαντική είναι, κατά τη γνώμη μου, ο εποικισμός των κατεχομένων. Η εγκατάσταση ενός τόσο μεγάλου αριθμού εποίκων έχει αλλάξει σε τέτοιο βαθμό τα δημογραφικά δεδομένα στην κατεχόμενη Κύπρο, ώστε να μετατρέψει τους Τουρκοκυπρίους σε μειονότητα και να μπορεί ένας να ισχυριστεί ότι, σε μια λύση,  η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν «επανενώνεται» με τους γηγενείς Τουρκοκυπρίους - όπως συνέβη με τις Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου του 1960 - αλλά με τους εποίκους. Δηλαδή, στην ουσία, με την ίδια την Τουρκία. Επί Έρογλου οι έποικοι αναμένεται να υπερδιπλασιασθούν.

Η νομική πτυχή του θέματος των εποίκων είναι ξεκάθαρη. Συνοπτικά, αναφέρω ότι  σύμφωνα με τη Συνθήκη της Γενεύης του 1949, απαγορεύεται απόλυτα ο εποικισμός κατεχομένων εδαφών. Παράβαση της απαγόρευσης αυτής χαρακτηρίζεται από την ίδια Συνθήκη ως «έγκλημα πολέμου», απαιτείται δε ο σεβασμός των προνοιών της Συνθήκης «κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις». Η Συνθήκη θεωρείται ότι στο θέμα του εποικισμού επαναλάμβανε αναγκαστικό κανόνα Διεθνούς Δικαίου. Όμως, το Διεθνές Δίκαιο έχει προ πολλού παραμεριστεί στην περίπτωση του Κυπριακού, ηττημένο από τη δύναμη της τούρκικης παρανομίας και από τις στρατηγικές βλέψεις των φίλων και συμμάχων της. Το ίδιο συνέβηκε και στο Ιράκ και την πρώην Γιουγκοσλαβία. Μετά  την πάροδο τόσου μεγάλου χρόνου από την τούρκικη εισβολή, το θέμα των εποίκων έχει αποκτήσει τώρα και ανθρωπιστική διάσταση. Όσοι μελετούν τα διεθνή δρώμενα γνωρίζουν την εξέλιξη που έχει  λάβει το λεγόμενο «ανθρωπιστικό δίκαιο» τα τελευταία χρόνια. Θα είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να γίνει κατορθωτή η εκδίωξη κάποιου από τη χώρα που γεννήθηκε επειδή ο πατέρας του ή ο πάππος του ήταν έποικος.

 

Περαιτέρω, το θέμα της βιωσιμότητας μιας ομοσπονδιακής λύσης, αλλά και οποιασδήποτε λύσης, περιπλέκεται περισσότερο από την ύπαρξη των «μητέρων πατρίδων». Γιατί, η βιωσιμότητα μιας συμφωνίας δεν θα εξαρτάται μόνο από τις δυο κοινότητες αλλά  και από τις μητέρες πατρίδες τους, την Ελλάδα και την Τουρκία..  Μια κρίση στις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας θα υπονομεύσει και τις καλές σχέσεις που τυχόν θα δημιουργηθούν μεταξύ των δυο κοινοτήτων. Και το αντίθετο: Αν οι σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας είναι αρμονικές, τούτο θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα στις σχέσεις μεταξύ των δυο κοινοτήτων και   θα εξουδετερώσει τα όσα έχω εκθέσει πιο πάνω ως αρνητικά στοιχεία για τη βιωσιμότητα μιας ομοσπονδιακής λύσης στην Κύπρο. Στην ανάπτυξη μιας ελληνοτουρκικής φιλίας  και τη δημιουργία συνθηκών ειρηνικής συνύπαρξης των δυο κοινοτήτων θα συμβάλει μια επιτυχής κατάληξη της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας. Όμως, μια τέτοια προοπτική δεν φαίνεται να υπάρχει, όπως έχω αναλύσει στο άρθρο μου της 1.1.2011.

Έτσι, προοπτική μιας βιώσιμης λύσης διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, με τα σημερινά δεδομένα, δεν φαίνεται να υπάρχει. Δυστυχώς, η Τούρκικη εισβολή και κατοχή δημιούργησαν ασφυκτικά δεδομένα και αδυσώπητες πραγματικότητες.

Όμως, μέσα σ’ αυτές τις αδυσώπητες πραγματικότητες ξεχωρίζει,  ως αχτίδα φωτός στην άκρη της σήραγγας,  η ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Τουρκία με την εισβολή της δεν πέτυχε το βασικό της στόχο,  που ήταν η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Γι’ αυτό και η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να είναι η ασπίδα μας. Θα πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει, ακόμα και εδαφικά κολοβωμένη,  σε οποιαδήποτε λύση. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να αποδεχθούμε τη διάλυσή της. Με τούτο, δεν εισηγούμαι τη «μη λύση» ως λύση, αλλά λύση με συνέχιση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

(Καθημερινή, 16.1.2011)