1.Γενικά.

Εκτός από το δικαστικό έλεγχο υπάρχει και ο εξωδικαστικός έλεγχος της διοίκησης. Στον όρο «εξωδικαστικός έλεγχος» δεν περιλαμβάνεται ο διεξαγόμενος μέσα στη δημόσια διοίκηση εσωτερικός έλεγχος ή διοικητικός αυτοέλεγχος ο οποίος λαμβάνει τη μορφή είτε του ιεραρχικού ελέγχου, όταν ασκείται μέσα στα πλαίσια της ιεραρχικής σχέσης ενός οργάνου με άλλο όργανο ή ενός υπαλλήλου με άλλο υπάλληλο, είτε του λεγόμενου «ενδικοφανούς» ελέγχου, που ασκείται δια μέσου ιεραρχικής προσφυγής είτε της διοικητικής εποπτείας, όταν ασκείται από την κεντρική διοίκηση στους αυτοδιοικούμενους δημόσιους οργανισμούς.

Η πιο διαδεδομένη μορφή εξωδικαστικού ελέγχου της διοίκησης είναι ο θεσμός του Ombudsman, όπως είναι αυτός διεθνώς γνωστός.

Η λέξη Ombudsman είναι σουηδική γιατί και ο θεσμός είναι σουηδικής προέλευσης. Η λέξη μπορεί να μεταφραστεί στην ελληνική ως εκπρόσωπος του πολίτη ή, με μια πιο ελεύθερη μετάφραση, ως συνήγορος του πολίτη.

'Όπως έχει αναφερθεί, ο θεσμός του Ombudsman είναι σουηδικής προέλευσης. Καθιερώθηκε στη χώρα αυτή το έτος 1809 όταν εκθρονίστηκε ο Βασιλέας Γουσταύος IV Αδόλφος. Θεσπίστηκε τότε ένα νέο Σύνταγμα που καθιέρωνε ένα ισοζύγιο δυνάμεων μεταξύ Βασιλέα και Κοινοβουλίου (της Riksdag). Το Σύνταγμα πρόβλεπε για το διορισμό από το Βασιλέα ενός Chancellor of Justice και από τη Riksdag ενός Justitieombudsman που σημαίνει Ombudsman για τη Δικαιοσύνη. Ο τελευταίος θα έπρεπε να ήταν "ένας άνθρωπος με εγνωσμένες νομικές ικανότητες και εξαίρετη ακεραιότητα". Το έργο του θα ήταν να επιβλέπει, ως εκπρόσωπος του Κοινοβουλίου, την τήρηση των νόμων από τους αξιωματούχους της διοίκησης και από τους δικαστές.

Παρενθετικά, μπορεί να αναφερθεί ότι ένα σύστημα ελέγχου της διοίκησης υπήρχε και στην αρχαία Ρώμη. Το tribunis plebis είχε αρχικά σαν αρμοδιότητα να προστατεύει τους ανήκοντες στην κατώτερη τάξη των πληβείων κατά της αυθαιρεσίας των πατρικίων.

Παράλληλα, στην αρχαία Κίνα την εποχή της Δυναστείας των Τσιν, που βασίλευσε από το 221 π.χ., λειτουργούσε η «Eλεγκτική Yuan» με αρμοδιότητα τον έλεγχο των κρατικών υπηρεσιών και λειτουργών. Ο θεσμός της Eλεγκτικής Yuan εξακολουθεί να λειτουργεί και σήμερα στην Taiwan (πρώην Φορμόζα).

Επίσης, στο μουσουλμανικό κόσμο, ο 2ος Χαλίφης Ουμάρ ο 1ος, που βασίλευσε από το 634 μέχρι το 644 εκτελούσε και αρμοδιότητες παρόμοιες με αυτές του σημερινού Ombudsman. Μάλιστα, σύμφωνα με την παράδοση, συνήθιζε να κυκλοφορεί τη νύκτα στους δρόμους μεταμφιεσμένος για να ακούει τι λέει ο λαός. Αν άκουε κανένα παράπονο εναντίον κυβερνητικού αξιωματούχου, την επομένη διέτασσε έρευνα. Αργότερα, ο Ουμάρ συνέστησε για το σκοπό αυτό ειδικό γραφείο, το Qadi al Quadat, που σημαίνει Ανώτατη Διοίκηση. 'Εργο του γραφείου αυτού ήταν να προστατεύει τον κόσμο από αδικίες και καταχρήσεις εξουσίας από μέρους των ανώτερων υπαλλήλων.

Το παράδειγμα της Σουηδίας ακολούθησε το έτος 1919 και η Φιλλανδία.

Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο θεσμός εξαπλώθηκε με γοργό ρυθμό σε πολλές χώρες, τόσο της Ευρώπης όσο και άλλων Ηπείρων.

Η τόσο ραγδαία εξάπλωση του θεσμού οφείλεται βασικά στις δραστηριότητες της δημόσιας διοίκησης οι οποίες έχουν επεκταθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες σε τέτοιο βαθμό ώστε δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι βρισκόμαστε σήμερα στην εποχή του «Διοικητικού Κράτους».

Οι επεκταθείσες δραστηριότητες της δημόσιας διοίκησης, είτε ως κυριαρχικής διοίκησης είτε ως συναλλακτικής διοίκησης είτε ως παροχικής διοίκησης, αλλοίωσαν τη μορφή των σχέσεων του ατόμου με το Κράτος.

Αυτή η νέα μορφή των σχέσεων Κράτους και πολίτη κατέστησε αναγκαία τη συμπλήρωση και επέκταση των παραδοσιακών τρόπων ελέγχου της δημόσιας διοίκησης, ώστε να καταστεί αποτελεσματικότερη η προστασία του ατόμου από τις ενέργειες της διοίκησης που προσβάλλουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του. Οι ελπίδες γι' αυτό το δύσκολο έργο εναποτέθηκαν στον Ombudsman.

Βασικό έργο του Ombudsman είναι να ερευνά παράπονα ατόμων που ισχυρίζονται ότι έχουν αδικηθεί από ενέργειες της διοίκησης και, σε περίπτωση που βρίσκει ένα παράπονο δικαιολογημένο, να εισηγείται και να υποδεικνύει τρόπους επανόρθωσης της αδικίας. 'Οπως χαρακτηριστικά έχει λεχθεί από κάποιο Δανό Βουλευτή, όταν εισάγετο ο θεσμός στη χώρα του, ο Ombudsman έχει ταχθεί να είναι «ο προστάτης του ανθρώπου στο δρόμο ενάντια στην αδικία, ενάντια στο δεσποτισμό και ενάντια στην κατάχρηση εξουσίας από μέρους των αρχών».

'Όπως έχει καταδειχθεί στις χώρες όπου λειτούργησε και πέτυχε ο θεσμός, με τον Ombudsman ενισχύεται η δημοκρατία και γίνεται πιο ανθρώπινη γιατί η βασική αποστολή του είναι να διασφαλίζει όπως η διοίκηση κατά τη δράση της δίνει περισσότερη προσοχή και επιδεικνύει περισσότερο σεβασμό στο άτομο.

Κατά κανόνα, ο Ombudsman ενεργεί και αυτεπάγγελτα και όχι μόνο μετά από υποβολή παραπόνων.

Ιδιαίτερη ευαισθησία στο θέμα τούτο επιδείχθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Με τη Σύσταση Αρ.(85) 13 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, που υιοθετήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου, 1985, προτρέπονται τα κράτη-μέλη να υιοθετήσουν το θεσμό του Ombudsman και εκείνα που τον έχουν υιοθετήσει προτρέπονται να επεκτείνουν τις εξουσίες του, ώστε να περιλαμβάνουν και την αποτελεσματική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών.

Αν και ο φορέας του θεσμού είναι διεθνώς γνωστός ως Ombudsman, εντούτοις γίνεται χρήση και άλλων τίτλων ως «Κοινοβουλευτικός Επίτροπος» (Parliamentary Commissioner) ή «Επίτροπος Διοικήσεως», «Συνήγορος του Πολίτη». «Διαμεσολαβητής» (Mediateur), «Υπερασπιστής του λαού» (Defensor del Pueblo).

Η σύσταση και η λειτουργία του θεσμού του Ombudsman, με τη γνήσιά του μορφή, προβλέπεται από το Σύνταγμα ή το Νόμο (Legislative Ombudsman). Ενεργεί ως ανεξάρτητος αξιωματούχος του κράτους παρά το ότι σε χώρες που ακολουθούν το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης, όπου ισχύει η αρχή της κοινοβουλευτικής ευθύνης της κυβέρνησης, θεωρείται ως λειτουργός του Κοινοβουλίου.

Aπαντάται, όμως, και ο Εκτελεστικός Ombudsman, ο οποίος δεν έχει νομοθετική βάση και διορίζεται από την εκτελεστική εξουσία και ο Εξειδικευμένος Ombudsman, που η αρμοδιότητά του περιορίζεται σ' ένα εξειδικευμένο τομέα, όπως π.χ. τις ιατρικές υπηρεσίες, την ισότητα των φύλων, τις φυλετικές διακρίσεις, θέματα κοινωνικών ασφαλίσεων κλπ.

Παρά το ότι δεν υπάρχει ένα γενικά αποδεκτό μοντέλο Ombudsman και η κάθε χώρα έχει προσαρμόσει το θεσμό σύμφωνα με τα δικά της συνταγματικά και πολιτειακά μέτρα, εντούτοις, για να θεωρείται κάποιο πρόσωπο ως Ombudsman, πρέπει να πληρούνται οι πιο κάτω προϋποθέσεις:

(α) Πρέπει, όπως έχει αναφερθεί, να είναι ανεξάρτητος αξιωματούχος του Κράτους. Να μην υπάγεται στη δημόσια διοίκηση που έχει ταχθεί να ελέγχει αλλ' ούτε και στη Νομοθετική Εξουσία παρά το ότι κατά κανόνα θεωρείται ως λειτουργός του Κοινοβουλίου. Στοιχείο της ανεξαρτησίας του Ombudsman είναι η δυνατότητά του να διορίζει ο ίδιος το προσωπικό του και να αποφασίζει ο ίδιος τον Προϋπολογισμό του Γραφείου του.

(β) 'Έργο του είναι να ερευνά παράπονα και να προβαίνει σε συμβουλές και συστάσεις προς τη διοίκηση. Δεν είναι δικαιοδοτικό όργανο. Δε δικάζει τη διοίκηση και ούτε τις πράξεις της μπορεί να ακυρώσει ή να τροποποιήσει, όπως ένα διοικητικό δικαστήριο. Ούτε είναι διοικητικό όργανο που εκδίδει διοικητικές πράξεις.

(γ) Δίνει αναφορά, με τις Εκθέσεις του, στο Κοινοβούλιο για τα παράπονα που εξετάζει και γενικά για το έργο του. Η ύπαρξη καλών σχέσεων μεταξύ αυτού και του Κοινοβουλίου είναι εκ των ων ουκ άνευ για την επιτυχή επιτέλεση του έργου του. Στο Κοινοβούλιο κάθε χώρας που λειτουργεί ο θεσμός υπάρχει ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για να μελετά τις Εκθέσεις του Ombudsman και να συνεργάζεται μαζί του. Στις Εκθέσεις του δεν περιορίζεται στο να αποφαίνεται για το βάσιμο ή όχι ενός παραπόνου αλλά μπορεί να προβαίνει σε γενικές συστάσεις και εισηγήσεις τόσο προς τη Νομοθετική Εξουσία όσο και προς την Εκτελεστική Εξουσία. Μπορεί, για παράδειγμα, να υποδεικνύει τα κενά ενός νόμου ή τις αδυναμίες μιας υπηρεσίας.

(δ) Πρέπει να είναι απευθείας προσιτός στο κοινό, χωρίς μεσολάβηση οποιουδήποτε τρίτου.

Από όσα έχουν αναφερθεί πιο πάνω, προκύπτει ότι ο θεσμός είναι αναγκαίος και στις χώρες όπου λειτουργούν Διοικητικά Δικαστήρια, όπως στη Γαλλία όπου λειτουργεί το Conseil d' Etat, στην Ελλάδα όπου λειτουργεί το Συμβούλιο της Επικρατείας και στην Κύπρο όπου λειτουργεί το Ανώτατο Δικαστήριο.

Η αρμοδιότητα του Ombudsman δεν υποκαθιστά τη δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου, αλλά τη συμπληρώνει. 'Όπως έχει αναφερθεί, ο Ombudsman δεν έχει ακυρωτική αρμοδιότητα. Δεν μπορεί να ακυρώσει μια διοικητική πράξη. Ο έλεγχος που διεξάγει ο Ombudsman είναι ευρύτερος από αυτόν που διεξάγει ένα Διοικητικό Δικαστήριο τόσο σε έκταση όσο και σε περιεχόμενο. Δεν περιορίζεται στον έλεγχο μόνο των εκτελεστών διοικητικών πράξεων. Δεν περιορίζεται στην εξέταση της ουσίας του παραπόνου, μέσα στα στενά πλαίσια που τούτο υποβλήθηκε, αλλά εισχωρεί στην όλη διοικητική ενέργεια για να την εξετάσει σε βάθος και ανεξάρτητα από τους ισχυρισμούς του υποβάλλοντος το παράπονο.

Επίσης, η διαδικασία ενώπιον του Ombudsman είναι απλή και ανέξοδη. Ο παραπονούμενος δε χρειάζεται να αποδείξει ο,τιδήποτε γιατί είναι ευθύνη του Ombudsman να ανεύρει αν διαπράχθηκε σε βάρος του οποιαδήποτε αδικία.

2.Η λειτουργία του θεσμού στις διάφορες χώρες.

'Όπως έχω αναφέρει πιο πάνω, η κάθε χώρα που έχει υιοθετήσει το θεσμό τον έχει προσαρμόσει και διαμορφώσει σύμφωνα με τα δικά της συνταγματικά και πολιτειακά μέτρα. Για να καταδειχθεί τούτο, παραθέτω πιο κάτω παραδείγματα διάφορων χωρών.

Σουηδία:

Στη Σουηδία, που είναι η μητέρα του θεσμού, υπάρχουν τέσσερις Ombudsmen. Ο τίτλος τους είναι «Justitieombudsman» (Ombudsman για τη Δικαιοσύνη), που αναφέρονται συντετμημένα ως JO. Ο καθένας επιβλέπει ξεχωριστό τομέα. Παρά το ότι μεταξύ των αρμοδιοτήτων τους είναι τα κοινά δικαστήρια, ο δημόσιος κατήγορος και οι αρχές τοπικής διοίκησης, εξαιρούνται από αυτές, μεταξύ άλλων, η Κυβέρνηση, οι Υπουργοί και ο Διοικητής της Τράπεζας της Σουηδίας.

'Ένας από τους τέσσερις ασκεί καθήκοντα Διοικητικού Διευθυντή του Γραφείου και είναι υπεύθυνος για την εσωτερική διοίκησή του. Αυτός διορίζει το προσωπικό του Γραφείου.

Οι Σουηδοί Ombudsmen εκλέγονται από το Κοινοβούλιο για θητεία 4 ετών και μπορούν να επανεκλεγούν.

'Όπως αναφέρθηκε, μεταξύ των αρμοδιοτήτων των JO είναι και τα Δικαστήρια. Τούτο είναι μια ιδιομορφία του Σκανδιναυικού τύπου Ombudsman. Ο έλεγχος συνίσταται στο να διασφαλίζεται ότι οι υποθέσεις εκδικάζονται και οι αποφάσεις εκδίδονται μέσα σε λογικό χρόνο. Από την αρμοδιότητα των JO δεν εξαιρούνται οι δικαστικές αποφάσεις. 'Όμως, επεμβαίνουν μόνο όταν υπάρχει έκδηλη πλάνη.

Φιλλανδία:

Στη Φιλλανδία ο θεσμός εισάχθηκε με το Συνταγματικό Νόμο του 1919. Στη Φιλλανδία ο Κοινοβουλευτικός Ombudsman έχει ευρύτατες εξουσίες. Στην αρμοδιότητά του υπάγονται και οι Υπουργοί. Εξαιρούνται όμως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο Chancellor of Justice. Επίσης, στην αρμοδιότητά του υπάγονται και οι Δικαστές, όπως επίσης οι αξιωματούχοι της Ευαγγελικής Εκκλησίας στην έκταση που ασκούν διοικητικές κοσμικές λειτουργίες.

Στις εξουσίες του Φιλλανδού 'Ομπουτσμαν περιλαμβάνεται και η εξουσία να προσάπτει ποινικές ή πειθαρχικές κατηγορίες εναντίον μελών της κυβέρνησης και άλλων αξιωματούχων του Κράτους για παράνομες πράξεις ή αμέλεια καθήκοντος κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Μετέχει στο Κρατικό Συμβούλιο (Council of State), λαμβάνει μέρος στις συζητήσεις του Κοινοβουλίου, χωρίς όμως δικαίωμα ψήφου.

Ο Φιλλανδός Κοινοβουλευτικός Ombudsman εκλέγεται από το Κοινοβούλιο για θητεία τεσσάρων ετών. Κατά τη διάρκεια της θητείας του το Κοινοβούλιο δεν έχει δικαίωμα να τον απολύσει.

Δανία:

Στη Δανία ο θεσμός εισάχθηκε μετά από τροποποίηση του Συντάγματος το 1953. Ακολούθησε στις 11 Ιουνίου 1954 η ψήφιση σχετικής νομοθεσίας.

Ο Δανός Ombudsman εκλέγεται από το Κοινοβούλιο, τη Folketing, ύστερα από κάθε γενικές βουλευτικές εκλογές ή όταν κενούται το αξίωμα για οποιοδήποτε λόγο. Από την αρμοδιότητά του εξαιρούνται οι Δικαστές και οι ανώτεροι διοικητικοί λειτουργοί των δικαστηρίων. Στην αρμοδιότητά του υπάγονται και οι Υπουργοί και οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης.

Η Δανία είναι μια χώρα στην οποία ο θεσμός έχει πετύχει. Σε τούτο συνέβαλε σημαντικά το κύρος των ατόμων που ανέλαβαν κατά καιρούς το αξίωμα αυτό και η σωστή διαφώτιση του κοινού. Για το τελευταίο μεγάλη ήταν η συμβολή του τύπου με τον οποίο ο Ombudsman διατηρεί άριστες σχέσεις.

Ελλάδα:

Με το Νόμο 2477/1997 έχει συσταθεί, ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή, ο θεσμός του «Συνηγόρου του Πολίτη». Ο θεσμός έχει πάρει συνταγματική υπόσταση με το Άρθρο 103, παράγραφος 9 του Συντάγματος. Με τον «εκτελεστικό» του Συντάγματος Νόμο 3051/2002 ρυθμίστηκε το πλαίσιο λειτουργίας των πέντε ανεξάρτητων αρχών που λειτουργούν στην Ελλάδα. Ακολούθησε η ψήφιση του Νόμου 3994/2003 που επέφερε σημαντικές αλλαγές στο Νόμο 2477/1997.

Ο Συνήγορος του Πολίτη βοηθείται στο έργο του από Βοηθούς Συνηγόρους. Οι Βοηθοί Συνήγοροι αρχικά ήταν τέσσερις, αλλά με το Νόμο 3994/2003 προβλέφθηκε η δημιουργία Κύκλου Συνηγόρου του Παιδιού την ευθύνη του οποίου θα αναλάβει πέμπτος Βοηθός Συνήγορος.

Ο Συνήγορος του Πολίτη επιλέγεται από το Υπουργικό Συμβούλιο μετά από γνώμη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και διορίζεται για πενταετή θητεία. Οι Βοηθοί Συνήγοροι διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, μετά από πρόταση του Συνηγόρου του Πολίτη. Δεν επιτρέπεται ανανέωση της θητείας του Συνηγόρου του Πολίτη, όχι όμως και των Βοηθών Συνηγόρων.

Οι Βοηθοί Συνήγοροι απολαμβάνουν προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία και δεν ασκείται επί αυτών ιεραρχικός και πειθαρχικός έλεγχος από το Συνήγορο του Πολίτη.

Αρμοδιότητα του Συνηγόρου του Πολίτη είναι η έρευνα ατομικών διοικητικών πράξεων ή παραλείψεων ή υλικών ενεργειών οργάνων των δημοσίων υπηρεσιών που παραβιάζουν δικαιώματα ή προσβάλλουν νόμιμα συμφέροντα φυσικών ή νομικών προσώπων. Ως «δημόσιες υπηρεσίες» θεωρούνται οι υπηρεσίες του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου και των επιχειρήσεων κοινής ωφελείας. Δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα του Συνηγόρου του Πολίτη οι Υπουργοί και οι Υφυπουργοί ως προς τις πράξεις που ανάγονται στη διαχείριση της πολιτικής λειτουργίας, τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, οι δικαστικές αρχές, οι στρατιωτικές υπηρεσίες ως προς τα θάματα που αφορούν την εθνική άμυνα και ασφάλεια, οι υπηρεσίες του Υπουργείου Εξωτερικών για θέματα που ανάγονται στην εξωτερική πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις της Ελλάδας και οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχής ως προς την κύρια λειτουργία τους.

Επίσης, δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα του Συνηγόρου του Πολίτη υποθέσεις που αφορούν την κρατική ασφάλεια, υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον δικαστικής αρχής και θέματα που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση των δημόσιων υπηρεσιών.

Τέλος, ο Συνήγορος του Πολίτη δεν επιλαμβάνεται περιπτώσεων κατά τις οποίες η διοικητική ενέργεια έχει δημιουργήσει δικαιώματα ή ευνοϊκές υπέρ τρίτων προσώπων καταστάσεις που μόνο με δικαστική απόφαση ανατρέπονται, εκτός αν συντρέχει προφανής παρανομία ή σχετίζονται κατά το κύριο αντικείμενό τους με την προστασία του περιβάλλοντος.

Ο Συνήγορος του Πολίτη ασκεί τις αρμοδιότητές του ύστερα από ενυπόγραφη αναφορά, αλλά και αυτεπάγγελτα αναφορικά με υποθέσεις που έχουν προκαλέσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης.

Η προθεσμία για την υποβολή της αναφοράς είναι έξι μήνες από την ημέρα που ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της ενέργειας ή παράλειψης.

Μετά το τέλος της έρευνας, αν η αναφορά κριθεί βάσιμη, συντάσσεται πόρισμα το οποίο αποστέλλεται στον αρμόδιο Υπουργό και τις αρμόδιες υπηρεσίες.

Πορτογαλλία:

Το Δημοκρατικό Σύνταγμα της Πορτογαλλίας που τέθηκε σε ισχύ τον Απρίλιο του 1976 πρόβλεπε για την εκλογή ενός Provedor de Justica (Υπερασπιστής της Δικαιοσύνης) ο οποίος να εκλέγεται για περίοδο τεσσάρων ετών, με την έναρξη μιας βουλευτικής περιόδου, μετά από κάθε γενικές βουλευτικές εκλογές.

Ο Πορτογάλλος Ombudsman, εκτός από εξεταστής παραπόνων, είναι και μέλος του Εθνικού Συμβουλίου και του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου το οποίο προεδρεύεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και έχει ως αρμοδιότητα το διορισμό, τις μεταθέσεις και τον πειθαρχικό έλεγχο των δικαστών. Μεταξύ των αρμοδιοτήτων του Provedor de Justica είναι και η εξέταση της συνταγματικότητας Νόμων και Κανονισμών και η υποβολή σχετικών συστάσεων. 'Εχει το status Υπουργού.

Δεν υπάγονται στην αρμοδιότητά του τα Δικαστήρια παρά τον τίτλο του αξιώματος και για το λόγο αυτό κρίθηκε ο τίτλος αυτός σαν παραπλανητικός από μερικούς συγγραφείς.

Λόγω των πολλαπλών αρμοδιοτήτων του φορέα του θεσμού, καθυστερεί η εξέταση παραπόνων.

Νορβηγία:

Στη Νορβηγία ο θεσμός υιοθετήθηκε τον Ιούνιο του 1962. Ο Νορβηγός Ombudsman επιλαμβάνεται παραπόνων εναντίον της «δημόσιας διοίκησης». Δεν υπάγονται στην αρμοδιότητά του ενέργειες του Κοινοβουλίου (Storting), αποφάσεις που υιοθετούνται από το Βασιλέα στο Κρατικό Συμβούλιο, η λειτουργία των Δικαστηρίων, οι δραστηριότητες του Γενικού Ελεγκτή κ.ά.

Ισπανία:

Στην Ισπανία ο θεσμός του Defensor del Pueblo (Υπερασπιστή του Λαού) εισήχθη με τον Οργανικό Νόμο 3 του 1981. Εκλέγεται από το Κοινοβούλιο, την Cortes Generales, που απαρτίζεται από το Κογκρέσο και τη Γερουσία, για περίοδο 5 ετών. Ενεργεί ως ανεξάρτητος αξιωματούχος παρά το ότι θεωρείται ως λειτουργός του Κοινοβουλίου και ο Προϋπολογισμός του είναι μέρος του Προϋπολογισμού του Κοινοβουλίου.

Στην αρμοδιότητά του υπάγονται και οι Υπουργοί. Ερευνά και ενέργειες «Αυτονόμων Κοινοτήτων». Μπορεί, με Προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο, να προσβάλει τη συνταγματικότητα ενός Νόμου.

Ολλανδία:

Με τον περί Εθνικού Ombudsman Νόμο του 1981 προβλέπεται ο διορισμός ενός Εθνικού Ombudsman από την Κάτω Βουλή ύστερα από σύσταση, που περιέχει τα ονόματα τριών τουλάχιστο προσώπων, που υποβάλλουν από κοινού ο Αντιπρόεδρος του Κρατικού Συμβουλίου, ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ο Πρόεδρος του Γενικού Ελεγκτικού Γραφείου. Μετά από αίτηση του Ombudsman, μπορεί η Κάτω Βουλή να εκλέξει ένα ή δύο άτομα ως βοηθούς του. Το προσωπικό του Ombudsman εκλέγεται από τη Βασίλισσα μετά από σύσταση του πρώτου.

Στην αρμοδιότητά του υπάγονται και οι Υπουργοί όχι όμως και οι Δικαστές. Δεν εξετάζει ενέργειες που εμπίπτουν στη γενική κυβερνητική πολιτική.

Αυστρία:

Στην Αυστρία ο θεσμός εισάχθηκε τον Ιούλιο του 1977 με την καθίδρυση ενός συλλογικού οργάνου, της Volksanwaltschaft (Γραφείο των Συνηγόρων του Λαού), απαρτιζόμενο από τρεις Ombudsmen. Κάθε ένα από τα τρία μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα ορίζει και ένα Ombudsman. Ο καθένας έχει δικό του τομέα αρμοδιότητας, όμως σε σοβαρά θέματα ενεργούν από κοινού. Διορίζονται για εξαετή θητεία και μπορούν να επαναδιοριστούν για μια ακόμη θητεία. 'Έχουν το status Υπουργού.

Αγγλία:

Στην Αγγλία, με τη θέσπιση του περί Κοινοβουλευτικού Επιτρόπου Νόμου του 1967 (Parliamentary Commissioner Act 1967), εισάχθηκε ο θεσμός του Ombudsman που καλείται Parliamentary Commissioner for Administration (Κοινοβουλευτικός Επίτροπος Διοικήσεως).

Ο Νόμος αυτός τροποποιήθηκε με τον Parliamentary and Health Service Commissioners Act του 1987 με τον οποίο προβλέπεται και η λειτουργία ενός Επιτρόπου Ιατρικών Υπηρεσιών (Health Service Commissioner) για την Αγγλία, ενός για τη Σκωτία και ενός για την Ουαλλία.

Ο Parliamentary Commissioner που διορίζεται από τη Βασίλισσα έχει περιορισμένες αρμοδιότητες. Εξετάζει παράπονα εναντίον κυβερνητικών τμημάτων για πράξεις τους που συνιστούν «κακοδιοίκηση» (maladministration).

Δεν επεμβαίνει όταν παραβιάζεται ο νόμος ή τα ανθρώπινα δικαιώματα γιατί επικρατεί εκεί η άποψη ότι τούτο είναι έργο των Δικαστηρίων. Το παράπονο θα πρέπει να υποβληθεί από μέλος της Βουλής των Κοινοτήτων. Επίσης, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στις άλλες χώρες που αναφέρω, ο Κοινοβουλευτικός Επίτροπος της Αγγλίας δεν έχει εξουσία να ενεργεί αυτεπάγγελτα.

Ο Επίτροπος που διορίζεται, διατηρεί το αξίωμά του μέχρις ότου φθάσει το 65ο έτος της ηλικίας του.

Στην Αγγλία λειτουργεί, επίσης, για θέματα τοπικής αυτοδιοίκησης και η Επιτροπή για την Τοπική Διοίκηση (Commission for Local Administration).

Γερμανία:

Στη Γερμανία δεν υπάρχει ομοσπονδιακός Ombudsman. Το έργο του Ombudsman κάνει η «Επιτροπή Παραπόνων» του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου (Βundestag). H «Επιτροπή Παραπόνων» είναι μόνιμη Κοινοβουλευτική Επιτροπή και αποτελείται από 33 μέλη του Κοινοβουλίου. 'Εργο της είναι να δέχεται και διερευνά παράπονα από ιδιώτες και να υποβάλλει σχετικές Εκθέσεις προς την Ολομέλεια του Σώματος. Δεν επιλαμβάνεται παραπόνων που αφορούν ενέργειες υπηρεσιών που υπάγονται στην αρμοδιότητα των αντίστοιχων Επιτροπών των τοπικών Κοινοβουλίων (Laender).

Σε τοπικό επίπεδο ο θεσμός του Ombudsman λειτουργεί στη Rhineland - Palatinate.

Γαλλία:

Στη Γαλλία ο Νόμος Αρ. 73-6 της 3ης Ιανουαρίου, 1973 πρόβλεψε για το διορισμό «Διαμεσολαβητή της Δημοκρατίας» (Mediateur de la Republique). Βασική αρμοδιότητα του Mediateur είναι να επιλαμβάνεται παραπόνων προσώπων που του διαβιβάζονται μέσω Βουλευτή ή Γερουσιαστή. Αν διαπιστώσει ότι η ερφαρμογή μιας νομοθετικής πρόνοιας ή ενός κανονισμού, οδηγεί σε άδικα αποτελέσματα για τον παραπονούμενο, επεμβαίνει και εισηγείται τα κατά την κρίση του αναγκαία μέτρα για τη δίκαιη αντιμετώπιση της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων και εισηγήσεων για τροποποίηση της σχετικής νομοθετικής πρόνοιας ή του σχετικού Κανονισμού.

Οι αρμοδιότητες του Mediateur καλύπτουν όλα τα επίπεδα κυβέρνησης. Διορίζεται για εξαετή θητεία η οποία δεν μπορεί να ανανεωθεί.

Νέα Ζηλλανδία:

Η Νέα Ζηλλανδία είναι η πρώτη χώρα στην Κοινοπολιτεία που εισήξε το θεσμό, με τον περί Κοινοβουλευτικού Επιτρόπου (Ombudsman) Νόμο του 1962 (The Parliamentary Commissioner (Ombudsman) Act 1962). Ο Νεοζηλανδός Νομοθέτης επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από το Σκανδιναυικό πρότυπο και ειδικά εκείνο της Δανίας.

Ο Κοινοβουλευτικός Επίτροπος (Ombudsman) διορίζεται από το Γενικό Κυβερνήτη, μετά από σύσταση της Βουλής των Αντιπροσώπων. Στην αρμοδιότητά του δεν υπάγονται οι Υπουργοί, αλλά μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κριτικής ενέργειας ενός Υπουργείου που οδήγησαν στην Υπουργική απόφαση. Δεν περιορίζεται σε θέματα κακοδιοίκησης (maladministration), όπως ο 'Αγγλος ομόλογός του, αλλά εξετάζει και παράπονα για παράβαση νόμου.

Αυστραλία:

Στην Αυστραλία λειτουργεί ο θεσμός του Ombudsman τόσο σε ομοσπονδιακό επίπεδο όσο και σε επίπεδο πολιτειών, δηλαδή υπάρχει Ομοσπονδιακός Ombudsman, που έχει αρμοδιότητα να εξετάζει παράπονα για πράξεις των ομοσπονδιακών διοικητικών αρχών και Πολιτειακός Ombudsman σε κάθε μια από τις έξι Πολιτείες που συνθέτουν την «Κοινοπολιτεία της Αυστραλίας» (Commonwealth of Australia) (Νέα Νότια Ουαλλία, Κουήνσλαντ, Νότια Αυστραλία, Τασμανία, Βικτώρια και Δυτική Αυστραλία).

Σε μερικές Πολιτείες ο Ombudsman εκλέγεται για θητεία η περίοδος της οποίας κυμαίνεται από 5 μέχρι 7 έτη, ενώ στην Νότια Αυστραλία και στη Βικτώρια ο διορισμός είναι μέχρι της ηλικίας αφυπηρέτησης που είναι το 65ο και 72ο έτος της ηλικίας, αντίστοιχα. Γενικά, οι Νόμοι με τους οποίους εισάχθηκε ο θεσμός στην Αυστραλία έχουν επηρεαστεί σημαντικά από το Νεοζηλλανδικό.

Καναδάς:

Στον Καναδά δεν έχει εισαχθεί ακόμη ο θεσμός σε ομοσπονδιακό επίπεδο. 'Όμως, ο θεσμός λειτουργεί, στις τελευταίες τρεις δεκαετίες, κατά τρόπο υποδειγματικό σε αρκετές Πολιτείες του Καναδά.

Η πρώτη Πολιτεία που έχει εισαγάγει το θεσμό είναι η Αλμπέρτα το έτος 1967. Ακολούθησαν οι Πολιτείες Νιου Μπράνσγουηκ, Κεμπέκ, Μανικότα, Νόβα Σκότια, Οντάριο κλπ.

Στις περισσότερες Πολιτείες ο 'Ομπουτσμαν διορίζεται από το Βοηθό Κυβερνήτη ύστερα από σύσταση της Νομοθετικής Συνέλευσης.

Αξίζει να αναφερθεί ότι στην Αλμπέρτα εδρεύει το Διεθνές Ινστιτούτο 'Ομπουτσμεν (International Ombudsman Institute) το οποίο είναι το διεθνές σώμα των 'Ομπουτσμαν.

Ηνωμένες Πολιτείες:

Και στις Ηνωμένες Πολιτείες δε λειτουργεί ο θεσμός σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Σε επίπεδο Πολιτειών λειτουργεί σε αρκετές Πολιτείες όπως στη Χαβάη, στη Νεπράσκα, στην Aνόβα, στη Φλώριτα και στην Αλάσκα.

Ο θεσμός του Ombudsman σε εξειδικευμένους τομείς, όπως Οmbudsman για πανεπιστήμια, δικηγορικούς συλλόγους, νοσοκομεία κ.λ.π. είναι ευρέως διαδεδομένος. Επίσης, είναι ευρέως διαδεδομένος ο θεσμός για τον έλεγχο της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Αφρική:

Ο θεσμός του Ombudsman, προσαρμoσμένος στις ιδιαίτερες πολιτειακές συνθήκες των διάφορων χωρών, έχει εισαχθεί και στην Αφρικανική 'Ηπειρο. Η πρώτη χώρα που υιοθέτησε το θεσμό είναι η Τανζανία με τη σύσταση «Μόνιμης Διερευνητικής Επιτροπής» (Permanent Commission of Enquiry) το 1965. Το παράδειγμα της Τανζανίας ακολούθησε η Ζαμβία στην οποία συστάθηκε το 1973 η «Επιτροπή Ερευνών» (Commission for Investigations). Αναφέρονται, επίσης, ενδεικτικά η Γκάνα, η Νιγηρία, η Ζιμπάπουε και τέλος η Ουγάντα στην οποία ιδρύθηκε το 1988 ο θεσμός του «Γενικού Επιθεωρητή της Κυβέρνησης» (Inspector-General of Government).

Ισραήλ:

Στο Ισραήλ ο Γενικός Ελεγκτής (Comptroller) εκτελεί και χρέη Επιτρόπου Διοικήσεως (Commissioner for complaints from the Public).

Ινδίες:

Στις Ινδίες λειτουργεί θεσμός ανάλογος με αυτόν του Ombudsman σε 11 Πολιτείες, καλούμενος Lokayukta. Η πρώτη Πολιτεία που εισήξε το θεσμό είναι η Maharashtra το 1971 και ακολούθησε η Bihar to 1973.

Πολωνία:

Η Πολωνία είναι η πρώτη χώρα της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που εισήγαγε το θεσμό του Ombudsman, του «Επιτρόπου για προστασία των πολιτικών δικαιωμάτων», όπως αποκαλείται, με νόμο που θεσπίστηκε στις 15 Ιουλίου, 1987, δηλ. πριν από την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος στη χώρα. Ο πρώτος Επίτροπος διορίστηκε από το Κοινοβούλιο το Δεκέμβριο του 1987. Με το Σύνταγμα του 1989 ο θεσμός κατοχυρώνεται και συνταγματικά.

Ο θεσμός του Πολωνού Επιτρόπου βασίζεται στα σκανδιναυικά πρότυπα. Διορίζεται από το Κοινοβούλιο για τετραετή θητεία. 'Εχει ευρείες αρμοδιότητες που περιλαμβάνουν και τη διοικητική λειτουργία των Δικαστηρίων, όπως, για παράδειγμα, παράπονα για βραδυδικία. Μπορεί να προσφεύγει ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου και μπορεί να ζητά την πειθαρχική δίωξη των δημόσιων λειτουργών. Ενεργεί είτε μετά από υποβολή παραπόνου είτε αυτεπάγγελτα.

Ο θεσμός, παρά τις μεγάλες δυσκολίες που συνάντησε, έχει πετύχει. Τούτο οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στο κύρος που διέθεταν τα δύο πρόσωπα που διαδοχικά διορίστηκαν στο αξίωμα.

3. Ο Ευρωπαίος Ombudsman.

H Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση, που υπογράφτηκε στο Maastricht της Ολλανδίας στις 7 Φεβρουαρίου, 1992, προβλέπει, μεταξύ άλλων, για τη σύσταση του θεσμού του Ευρωπαίου Ombudsman (E.O.).

Σύμφωνα με τα 'Άρθρα 8δ και 138ε της Συνθήκης και τον κανονισμό λειτουργίας του θεσμού, που θέσπισε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 9 Μαρτίου, 1994, ο Ε.Ο. θα έχει εξουσία να επιλαμβάνεται παραπόνων από πολίτες της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης ή από φυσικά ή νομικά πρόσωπα που διαμένουν ή έχουν την έδρα τους σε οποιαδήποτε χώρα-μέλος εναντίον κοινοτικών οργάνων ή οργανισμών για το ότι μια ενέργειά του συνιστά «κακοδιοίκηση» (maladministration). Από τις αρμοδιότητες του Ε.Ο. εξαιρούνται οι ενέργειες των δικαιοδοτικών οργάνων της 'Ενωσης.

Ο Ε.Ο. θα διορίζεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου και θα είναι επανεκλέξιμος. Θα λαμβάνει απολαβές όπως ένας Δικαστής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Θα ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη ανεξαρτησία και δε θα επιζητά ή θα λαμβάνει, κατά την ενάσκησή τους, οποιαδήποτε οδηγία από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή άλλο σώμα.

Τα παράπονα θα υποβάλλονται στον Ε.Ο. είτε απευθείας από τον παραπονούμενο είτε μέσω μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Επίσης, ο Ε.Ο. θα έχει εξουσία να ενεργεί αυτεπάγγελτα.

Το παράπονο πρέπει να υποβληθεί μέσα σε προθεσμία δύο ετών από την ημέρα που περιήλθαν στη γνώση του παραπονουμένου τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίζεται το παράπονο.

Ο Ε.Ο. κατά τη διερεύνηση ενός παραπόνου θα έχει εξουσία να λαμβάνει από οποιαδήποτε Κοινοτική ή Εθνική αρχή οποιαδήποτε πληροφορία ή έγγραφο που ζητεί από αυτές, εκτός αν υφίστανται επαρκείς λόγοι εμπιστευτικότητας.

Σε περίπτωση που ο Ε.Ο. διαπιστώσει κακοδιοίκηση, πληροφορεί σχετικά την εμπλεκόμενη υπηρεσία, υποβάλλοντας ταυτόχρονα, όταν κρίνει τούτο σκόπιμο, και εισήγηση για μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Η εμπλεκόμενη υπηρεσία υποχρεούται να δώσει αιτιολογημένη γνώμη μέσα σε προθεσμία τριών μηνών. Στη συνέχεια, ο Ε.Ο. υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η οποία μπορεί να περιλαμβάνει και εισηγήσεις. Αντίγραφο της έκθεσης κοινοποιείται στον παραπονούμενο.

Στο τέλος κάθε ετήσιας κοινοβουλευτικής συνόδου ο Ε.Ο. υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έκθεση για τις δραστηριότητές του και ειδικότερα για τα αποτελέσματα των ερευνών που έκανε.

4. Η εισαγωγή του θεσμού στην Κύπρο.

Ο Κύπριος Νομοθέτης πρόβλεψε για τη λειτουργία του θεσμού του Επιτρόπου Διοικήσεως αρχικά το έτος 1972, με τον περί Επιτρόπου Διοικήσεως Νόμο του 1972 (Νόμο Αρ. 107 του 1972). Ο Νόμος αυτός έπασχε σε πολλά σημεία. Ο Νόμος 107 του 1972 έζησε 18χρόνια, αλλά ουδέποτε εφαρμόστηκε. Οι βασικοί λόγοι ήταν η έλλειψη πολιτικής βούλησης από μέρους των αρμόδιων πολιτειακών παραγόντων και οι εκφρασθείσες από διάφορες πλευρές επιφυλάξεις ως προς τη σκοπιμότητα του θεσμού.

Τον Ιούνιο του 1988 κατατέθηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ύστερα από έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, Νομοσχέδιο που πρόβλεπε την κατάργηση του Νόμου 107 του 1972 και τη δημιουργία ενός προσαρμοσμένου στα διεθνή πρότυπα θεσμού. Οι συντάκτες του Νομοσχεδίου, λαμβάνοντας υπόψη το ισχύον στην Κύπρο προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης, όπου η αρχή της διάκρισης των εξουσιών ισχύει κατά τρόπο αυστηρό και το ότι θα καθιερωνόταν ο θεσμός χωρίς προηγούμενη τροποποίηση του Συντάγματος, προνόησαν για περιορισμένης έκτασης αρμοδιότητες του Επιτρόπου Διοικήσεως.

Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων, με τη συνεργασία και συγκατάθεση της Κυβέρνησης, επέφερε αρκετές αλλαγές στο Νομοσχέδιο η σπουδαιότερη των οποίων ήταν αυτή που πρόβλεπε διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του Επιτρόπου.

Στις 18 Ιανουαρίου, 1991 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ο περί Επιτρόπου Διοικήσεως Νόμος του 1991 (Νόμος Αρ. 3 του 1991). Ο περί Επιτρόπου Διοικήσεως Νόμος του 1991 τροποποιήθηκε το 1994 με το Νόμο Αρ. 98(Ι) του 1994, το 1995 με το Νόμο Αρ. 101(Ι) του 1995 και το 2000 με το Νόμο Αρ. 1(Ι) του 2000.

Με βάση τις διατάξεις του Νόμου 3 του1991 ο Επίτροπος Διοικήσεως είναι ένας ανεξάρτητος αξιωματούχος της Κυπριακής Πολιτείας ο οποίος μπορεί να ελέγχει τη διοίκηση μέσα στα πλαίσια που καθορίζει και επιτρέπει το προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης που ισχύει στην Κύπρο.

Στο άρθρο 3 του Νόμου προβλέπεται ο διορισμός Επιτρόπου Διοικήσεως με εξαετή θητεία. Σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου αυτού ο Επίτροπος Διοικήσεως διορίζεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ύστερα από εισήγηση του Υπουργικού Συμβουλίου και σύμφωνη Απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων. 'Έτσι, βλέπουμε τη σύμπραξη των δύο εξουσιών, της Εκτελεστικής και της Νομοθετικής Εξουσίας, στο διορισμό του Επιτρόπου. Ο Επίτροπος Διοικήσεως είναι ο μόνος αξιωματούχος της Κυπριακής Πολιτείας στου οποίου το διορισμό συμπράττει η Βουλή των Αντιπροσώπων και τούτο για να τονιστεί η φύση του φορέα του θεσμού ως ανεξάρτητου αξιωματούχου που δεν ανήκει ούτε στην Εκτελεστική Εξουσία ούτε στη Νομοθετική Εξουσία και ούτε, ασφαλώς, στη Δικαστική Εξουσία.

Σύμφωνα με το πιο πάνω εδάφιο, για να διοριστεί ένας Επίτροπος Διοικήσεως θα πρέπει να είναι «πολίτης της Δημοκρατίας τουλάχιστο τριάντα πέντε χρόνων, εγνωσμένης μορφώσεως και πείρας και ανώτατου ηθικού επιπέδου».

Στις 15 Μαρτίου, 1991 διορίστηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αφού ακολουθήθηκε η πιο πάνω διαδικασία, ο πρώτος Επίτροπος Διοικήσεως.

Η καθιέρωση στην Κύπρο του θεσμού του Ombudsman που ο Νομοθέτης αποκαλεί Επίτροπο Διοικήσεως έρχεται να συμπληρώσει ένα κενό στη δομή της Κυπριακής Πολιτείας. Είναι δημιούργημα μιας ανάγκης. Της ανάγκης για θεσμοθέτηση μιας αποτελεσματικής μεθόδου εξωδικαστικού ελέγχου των ενεργειών της διοίκησης που επέβαλε η αποκτηθείσα πείρα από τη δράση των διάφορων πολιτειακών οργάνων κατά τη διάρκεια των τριάντα χρόνων της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Είναι χαρακτηριστικά τα πιο κάτω αποσπάσματα από μια διάλεξη του κ. Γ. Πική που έδωσε το 1978 με θέμα «Ισότης των πολιτών ενώπιον του νόμου σαν προϋπόθεση διασφαλίσεως Κράτους Δικαίου» που έχει δημοσιευθεί στις «Πτυχές Κυπριακού Δικαίου», Τόμος Β, σελ. 219-239:

«'Όπως απέδειξε η πείρα άλλων χωρών με μακρά παράδοση στον τομέα του διοικητικού δικαίου, η ύπαρξη διοικητικών δικαστηρίων και μόνον, είναι ανεπαρκής για διασφάλιση αποτελεσματικού ελέγχου των πράξεων της διοικήσεως. Πρώτο δεν καλύπτει όλες τις πτυχές της διοικητικής δραστηριότητας π.χ. αποφάσεις στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου όπως και αποφάσεις στο δημόσιο τομέα του δικαίου που δεν είναι εκτελεστές δηλαδή δεν δημιουργούν δικαιώματα και ως εκ τούτου δεν μπορούν να αποτελέσουν θέμα προσφυγής στο αναθεωρητικό Δικαστήριο. Είναι αξιοσημείωτο ότι στη Γαλλία, όπου λειτουργούν διοικητικά Δικαστήρια με μεγάλη παράδοση, κρίθηκε αναγκαίο να εισαχθεί ο Σκανδιναυικός θεσμός του "Ombudsman" προσαρμοσμένος στις ανάγκες του Γαλλικού συστήματος με τον τίτλο "Mediateur" για διασφάλιση των αρχών της χρηστής διοικήσεως. (See: The Mediator: A French Ombudsman (1974) 90 Law Quarterly Review p. 211). Ο θεσμός του "Οmbudsman" αποσκοπεί στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου λειτουργού της πολιτείας με εξουσία να επιλαμβάνεται με τρόπο συνοπτικό χωρίς γραφειοκρατικές διαδικασίες παράπονα των πολιτών κατά της διοικήσεως χάριν της ευνομίας και αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών .........Και στην Κύπρο κρίθηκε αναγκαία η εισαγωγή παρόμοιου θεσμού υπό την μορφή επιτρόπου διοικήσεως και θεσπίστηκε σχετική νομοθεσία το 1972. (Νόμος 107/72). Παρά την παρέλευση 6 σχεδόν χρόνων από την ημέρα της θεσπίσεώς του δεν έχει τεθεί σε λειτουργία ο θεσμός ούτε διορίστηκε επίτροπος διοικήσεως. Πιστεύω ότι το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει τον χωρίς άλλη χρονοτριβή διορισμό επιτρόπου διοικήσεως.».

Με το θεσμό του Επιτρόπου Διοικήσεως στοχεύεται η διασφάλιση της τήρησης των αρχών της νομιμότητας και της χρηστής διοίκησης που είναι η βάση του κράτους δικαίου. Οπωσδήποτε, αν επιτευχθεί ο στόχος αυτός, θα αλλάξει το ηθικό πρόσωπο της δημόσιας υπηρεσίας. Σε τούτο θα βοηθήσει, όχι μόνο η άσκηση των εξουσιών του Επιτρόπου Διοικήσεως. Αυτή και μόνο η ύπαρξη του θεσμού, πιστεύω, θα επενεργεί ως αποτρεπτικός παράγοντας για κακή διοίκηση.

Ο Επίτροπος Διοικήσεως προορίζεται να συμπληρώσει και να βοηθήσει τις εξουσίες της Δημοκρατίας. Οι υπηρεσίες του Επιτρόπου Διοικήσεως, αν λειτουργήσουν σωστά, θα συμπληρώσουν τον έλεγχο των διοικητικών πράξεων που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο, που είναι έλεγχος ακυρωτικός και περιορίζεται στις εκτελεστές πράξεις και που τη διαδικασία ενώπιόν του, λόγω της φύσης της, τη διακρίνει η βραδύτητα και επίσης είναι πολυέξοδη. Θα βοηθήσουν το Υπουργικό Συμβούλιο στην άσκηση εποπτείας των δημόσιων υπηρεσιών που του έχει ανατεθεί από το 'Αρθρο 54 του Συντάγματος. Θα βοηθήσουν, τέλος, τη Βουλή των Αντιπροσώπων στην άσκηση του κοινοβουλευτικού ελέγχου, στην έκταση που αυτός διεξάγεται στο πολιτειακό μας σύστημα, που είναι το προεδρικό.

Βασική αρμοδιότητα του Επιτρόπου Διοικήσεως είναι να ελέγχει, μετά από υποβολή παραπόνου από κάποιο πρόσωπο, μιαν ενέργεια της διοίκησης είτε γιατί αυτή παραβίασε τα ατομικά του δικαιώματα είτε γιατί ασκήθηκε κατά παράβαση των νόμων ή των κανόνων της χρηστής διοίκησης και της ορθής συμπεριφοράς προς τους διοικουμένους [άρθρο 5(1)(α)]. Το παράπονο υποβάλλεται μέσα σε δώδεκα μήνες, αφότου ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση των ενεργειών ή παραλείψεων για τις οποίες προσφεύγει στον Επίτροπο.

Εκτός από εξετάσεις παραπόνων, ο Επίτροπος μπορεί να διερευνά, μετά από εντολή του Υπουργικού Συμβουλίου, οποιοδήποτε θέμα που αφορά τη λειτουργία οποιασδήποτε υπηρεσίας, με σκοπό να διαπιστώσει αν αυτή λειτουργεί εύρυθμα και σύμφωνα με τους νόμους και τις αρχές της χρηστής διοίκησης. Τούτο είναι μια καινοτομία του κυπριακού νόμου και θεσπίστηκε για να τονίσει την ιδιομορφία του θεσμού του Κύπριου Επιτρόπου Διοικήσεως που θα δρα μέσα στα πλαίσια του προεδρικού συστήματος διακυβέρνησης [άρθρο 5(1)(β)].

Στην προηγούμενη έκδοση του Βιβλίου αναφέρθηκε ότι ο Επίτροπος, όπως ισχύει και στην Αγγλία, δεν έχει εξουσία να ενεργεί αυτεπάγγελτα και τονίστηκε ότι «τούτο είναι μια αδυναμία του θεσμού που ελπίζεται να διορθωθεί στο μέλλον, όταν αυτός θα ανδρωθεί»..Τώρα, με βάση το Νόμο 1(Ι) του 2000, οι αρμοδιότητες του Επιτρόπου διευρύνθηκαν και περιλαμβάνουν τώρα και αυτεπάγγελτη εξέταση υποθέσεων γενικότερου ενδιαφέροντος.

Το παράπονο που υποβάλλεται στον Επίτροπο μπορεί να αφορά οποιαδήποτε ενέργεια υπηρεσίας ή υπαλλήλου του κράτους ή οργανισμού δημόσιου δικαίου. Ο όρος «υπηρεσία», σύμφωνα με τον ορισμό του όρου στο άρθρο 2, περιλαμβάνει όχι μόνο τη δημόσια υπηρεσία αλλά και τη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία, την Αστυνομία και την Εθνική Φρουρά. Περιλαμβάνει, επίσης, τις αρχές τοπικής διοίκησης όπως είναι τα δημοτικά συμβούλια, τα κοινοτικά συμβούλια, τα συμβούλια αποχετεύσεων και τα συμβούλια υδατοπρομήθειας..

Δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα του Επιτρόπου οι ενέργειες των ανεξάρτητων αξιωματούχων της πολιτείας, όπως είναι ο Γενικός Εισαγγελέας ή ο Γενικός Ελεγκτής ή ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας και οι ανεξάρτητες αρχές όπως είναι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.

Εννοείται, ασφαλώς, ότι δεν ελέγχονται από τον Επίτροπο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, το Υπουργικό Συμβούλιο, η Βουλή των Αντιπροσώπων και τα Δικαστήρια.

Στην αρμοδιότητα του Επιτρόπου Διοικήσεως υπάγονται και ενέργειες των Υπουργών, εκτός αν οι ενέργειες αυτές αφορούν θέματα γενικής κυβερνητικής πολιτικής ή τις δραστηριότητές τους ως μελών του Υπουργικού Συμβουλίου.

Στον Επίτροπο Διοικήσεως είναι δυνατόν να υποβληθούν παράπονα και για πράξεις οι οποίες μπορούν να προσβληθούν με Προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή με ιεραρχική προσφυγή ενώπιον μιας διοικητικής αρχής, αρκεί αυτές οι πράξεις να μην έχουν ήδη προσβληθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή της διοικητικής αρχής [άρθρο 5(2)(β)].

Ο Νόμος παρέχει στον Επίτροπο διακριτική εξουσία να εξετάζει ή όχι ένα παράπονο, παρά το γεγονός ότι εμπίπτει στην αρμοδιότητά του [άρθρο 5(3)]. Γνώμονας θα είναι πάντα το συμφέρον του διοικουμένου σε συνάρτηση με το δημόσιο συμφέρον.

Σύμφωνα με τη διατύπωση της παρ. (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, παράπονα μπορεί να υποβάλλει κάθε πρόσωπο που διαμένει στην Κύπρο, ανεξάρτητα αν τούτο είναι πολίτης της Δημοκρατίας, φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Βασική προϋπόθεση είναι όπως το παράπονο αφορά ενέργεια που επηρεάζει άμεσα και προσωπικά κάποιο πρόσωπο.

Δεν είναι απαραίτητο η ενέργεια να αφορά το πρόσωπο που υποβάλλει το παράπονο. Μπορεί επομένως, το παράπονο να υποβληθεί από μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων ή Δικηγόρο για λογαριασμό του προσώπου που θίγει η ενέργεια.

Νομικά πρόσωπα, όπως εταιρείες, σωματεία ή συντεχνίες μπορούν να υποβάλουν παράπονο για ενέργεια που είτε προσβάλλει άμεσα το συμφέρον των ιδίων είτε τα συμφέροντα της ολότητας ή σημαντικού μέρους των μελών τους, εφόσο η προστασία των συμφερόντων αυτών εμπίπτει στους σκοπούς τους.

Αναφορικά με τη διαδικασία που θα ακολουθείται κατά την έρευνα ενός παραπόνου ο Νόμος παρέχει στον Επίτροπο Διοικήσεως διακριτική εξουσία να επιλέγει για κάθε συγκεκριμένη υπόθεση τη διαδικασία που θα κρίνει πρέπουσα, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τα περιστατικά της υπόθεσης [άρθρο 8(5)].

Κατά τη διεξαγωγή μιας έρευνας ο Επίτροπος έχει εξουσία να καλέσει οποιοδήποτε λειτουργό ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να δώσει οποιαδήποτε μαρτυρία ή να προσαγάγει οποιαδήποτε έγγραφα που κατά τη γνώμη του Επιτρόπου σχετίζονται με την έρευνα. Ο λειτουργός αυτός ή το πρόσωπο αυτό οφείλουν να εμφανιστούν ενώπιον του Επιτρόπου κατά το χρόνο που θα καθοριστεί από αυτόν [άρθρο 9(3)].

Επίσης, ο Επίτροπος έχει εξουσία να λαμβάνει πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο και με οποιοδήποτε τρόπο κρίνει αυτός ορθό. 'Όλες οι υπηρεσίες έχουν υποχρέωση, όποτε και αν τους ζητηθεί από τον Επίτροπο, να παρέχουν κάθε συνδρομή στο έργο που αυτός επιτελεί [άρθρο 8(7)].

Θα παρέχεται πάντοτε στην υπηρεσία ή στο λειτουργό που έχει προβεί στην ενέργεια εναντίον της οποίας στρέφεται το παράπονο, η ευκαιρία να σχολιάσουν οποιοδήποτε ισχυρισμό σχετικά με την ενέργεια αυτή και γενικά θα παρέχεται το δικαίωμα να ακουστούν και να υποβάλουν τις παραστάσεις τους [άρθρο 8(1) και (2)].

Αν, κατά τη διάρκεια της έρευνας ή ύστερα από αυτή, ο Επίτροπος κρίνει ότι δυνατό να έχει διαπραχθεί ποινικό αδίκημα ή πειθαρχικό παράπτωμα, αναφέρει το ζήτημα στο Γενικό Εισαγγελέα ή στην αρμόδια αρχή, ανάλογα με την περίπτωση [άρθρο 8(3)].

Οι έρευνες που διεξάγονται από τον Επίτροπο δεν είναι δημόσιες [άρθρο 8(4)].

Ο Νόμος με διάφορες διατάξεις προστατεύει τον Επίτροπο Διοικήσεως. Αναφέρω ενδεικτικά το άρθρο 10 το οποίο καθιστά αδικήματα ορισμένες πράξεις που παρεμποδίζουν τον Επίτροπο στο έργο του και το άρθρο 11 που τον προστατεύει σε περίπτωση έγερσης εναντίον του αστικής αγωγής για πράξεις ή ενέργειές του κατά την καλόπιστη άσκηση των καθηκόντων του.

Ο Επίτροπος συντάσσει έκθεση αναφορικά με κάθε συγκεκριμένη περίπτωση που έχει διερευνηθεί από αυτόν. Όμως, στις περιπτώσεις που ο Επίτροπος διερευνά παράπονο, έκθεση υποβάλλεται μόνο όταν το παράπονο κρίνεται βάσιμο ή υποβάλλονται συστάσεις, κρίσεις ή εισηγήσεις.

Στις περιπτώσεις που έχει διεξαχθεί έρευνα σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, η έκθεση που συντάσσεται υποβάλλεται στο Υπουργικό Συμβούλιο και αντίγραφό της κοινοποιείται στη Βουλή των Αντιπροσώπων [άρθρο 6(4)].

Στις περιπτώσεις που έχει διεξαχθεί έρευνα σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, η έκθεση που συντάσσεται υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή και αντίγραφό της κοινοποιείται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο [άρθρο 6(5)].

'Όταν, μετά τη συμπλήρωση έρευνας που έχει διεξαχθεί σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, ο Επίτροπος καταλήξει στο συμπέρασμα ότι προξενήθηκε οποιαδήποτε βλάβη ή αδικία σε βάρος του ενδιαφερόμενου προσώπου, στην έκθεσή του υποβάλλει και εισήγηση ή σύσταση στην αρμόδια αρχή για την επανόρθωση της βλάβης ή της αδικίας, δύναται δε κατά την κρίση του να καθορίσει και το χρόνο εντός του οποίου η εν λόγω βλάβη ή αδικία πρέπει να επανορθωθεί [άρθρο 6(7)].

Σε περίπτωση που μια εισήγηση ή σύσταση του Επιτρόπου δεν ακολουθήθηκε από την αρμόδια αρχή, ο Επίτροπος δύναται να υποβάλει στο Υπουργικό Συμβούλιο και στη Βουλή των Αντιπροσώπων ειδική έκθεση στην οποία αναφέρει το γεγονός αυτό [άρθρο 6(8)].

Σε περίπτωση που μετά τη συμπλήρωση της έρευνας που έχει διεξαχθεί σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, ο Επίτροπος καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ενέργεια εναντίον της οποίας στρέφεται το παράπονο παραβίασε τα ανθρώπινα δικαιώματα του ενδιαφερόμενου προσώπου και δυνατό να συνιστά ποινικό αδίκημα, αντίγραφο της έκθεσης, που υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή σύμφωνα με το εδάφιο (5) του άρθρου 6, κοινοποιείται στο Υπουργικό Συμβούλιο, στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας [άρθρο6(9)].

Κάθε μήνα ο Επίτροπος υποβάλλει στο Υπουργικό Συμβούλιο και στη Βουλή των Αντιπροσώπων συνοπτικό σημείωμα στο οποίο γίνεται συνοπτική αναφορά σε κάθε έκθεση που υποβλήθηκε αναφορικά με έρευνα που έχει διεξαχθεί σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 5. Στο σημείωμα επισυνάπτεται και το κείμενο οποιασδήποτε έκθεσης η οποία, κατά την κρίση του Επιτρόπου, αφορά σημαντική υπόθεση [άρθρο 6(10)].

Τέλος, ο Επίτροπος υποβάλλει κάθε έτος στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας 'Εκθεση για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του. Στην Ετήσια 'Εκθεσή του ο Επίτροπος δεν αρκείται μόνο στα πεπραγμένα, αλλά διατυπώνει και γενικές παρατηρήσεις και εισηγήσεις αναφορικά με την ισχύουσα νομοθεσία και τον τρόπο λειτουργίας των διάφορων δημόσιων υπηρεσιών. Και η Ετήσια 'Εκθεση κοινοποιείται στη Βουλή των Αντιπροσώπων.

Στη Βουλή των Αντιπροσώπων λειτουργεί ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή, η Επιτροπή Θεσμών, Αξιών και Επιτρόπου Διοικήσεως, η οποία εξετάζει την Ετήσια 'Εκθεση του Επιτρόπου Διοικήσεως και υποβάλλει προς την Ολομέλεια της Βουλής. συντάσσει σχετική 'Εκθεση την οποία υποβάλλει προς την Ολομέλεια της Βουλής.

5. Ο Επίτροπος Διοικήσεως και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Όπως προαναφέρθηκε, μεταξύ των αρμοδιοτήτων του Επιτρόπου Διοικήσεως, με βάση τον περί Επιτρόπου Διοικήσεως Νόμο του 1991, είναι και η διερεύνηση, είτε αυτεπάγγελτα είτε ύστερα από υποβολή παραπόνου, υποθέσεων που αφορούν παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από πράξεις ή παραλείψεις υπηρεσιών που υπάγονται στο δημόσιο τομέα.

Το έτος 2004 συντελέστηκε μια ριζοσπαστική και πρωτοποριακή διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του Επιτρόπου Διοικήσεως αναφορικά με πράξεις ή παραλείψεις που παραβιάζουν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα.

Στις 19.3.2004 δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας ο περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμος του 2004 (Νόμος 42 του 2004). Σκοπός του Νόμου αυτού είναι:

α) η εναρμόνισης με το Άρθρο 13 της «Οδηγίας 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 2000 περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής» (ΕΕL 180 της 19.7.2000, σελ.22),

(β) εκπλήρωσης υποχρεώσεων της Δημοκρατίας να διασφαλίσει χωρίς φυλετικές και άλλες διακρίσεις την απόλαυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που προβλέπονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών και στα Πρωτόκολλα της, σε άλλες Ευρωπαϊκές Συμβάσεις και Συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών που κύρωσε η Κυπριακή Δημοκρατία, και στο Μέρος ΙΙ του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Με βάση το άρθρο 2 του Νόμου, «Επίτροπος» σημαίνει τον εκάστοτε Επίτροπο Διοικήσεως.

Με βάση το εδάφιο (1) του άρθρου 3 αποτελεί αρμοδιότητα και καθήκον του Επιτρόπου-

(α) Η καταπολέμηση και εξάλειψη των φυλετικών και έμμεσων φυλετικών διακρίσεων, των απαγορευμένων με νόμο διακρίσεων, και εν γένει των διακρίσεων λόγω φυλής, κοινότητας, γλώσσας, χρώματος, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής

(β) η προαγωγή ισότητας στην απόλαυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναφέρονται στο άρθρο 5, ανεξαρτήτως φυλής, κοινότητας, γλώσσας, χρώματος, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής

(γ) η προαγωγή ισότητας ευκαιριών ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, κοινότητας, γλώσσας, χρώματος, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας, και γενετήσιου προσανατολισμού, σε οποιαδήποτε θέματα όπως αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 6

(δ) η λήψη μέτρων, και η επιτήρηση και επιβολή συμμόρφωσης με μέτρα για την πρακτική εφαρμογή των εκάστοτε σε ισχύ νόμων και κανονισμών από τους οποίους διέπεται ειδικά, ή απαγορεύεται, ή δεν επιτρέπεται, οποιαδήποτε μεταχείριση, συμπεριφορά, διάταξη, όρος, κριτήριο, ή πρακτική, που αποτελεί απαγορευμένη με νόμο διάκριση κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 6

(ε) η επιτήρηση της συμμόρφωσης με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού κανονισμών, κωδικών πρακτικής, διαταγμάτων, συστάσεων, και εισηγήσεων, και διαταγμάτων δυνάμει των εν λόγω κανονισμών ή κωδικών πρακτικής

(στ) η επιβολή χρηματικών και άλλων κυρώσεων κατά τα διαλαμβανόμενα στον παρόντα Νόμο και σε κανονισμούς, κώδικες πρακτικής και διατάγματα δυνάμει αυτού, ή διατάγματα δυνάμει των εν λόγω κανονισμών και κωδικών πρακτικής, για παράβαση των διατάξεων τους, ή των συστάσεων και εισηγήσεων που γίνονται δυνάμει αυτών.

Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ο Επίτροπος ασκεί τις αρμοδιότητες και καθήκοντα του, και τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του Νόμου, τόσο σε σχέση με τον ιδιωτικό όσο και το δημόσιο τομέα δραστηριοτήτων. Ειδικότερα, οι αρμοδιότητες, καθήκοντα και εξουσίες του Επιτρόπου καλύπτουν σε δραστηριότητες του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα δραστηριοτήτων, τα ακόλουθα_

(α) Απαγορευμένες με νόμο διακρίσεις με την έννοια του άρθρου 6, φυλετικές διακρίσεις και έμμεσες φυλετικές διακρίσεις και εν γένει διακρίσεις λόγω φυλής, κοινότητας, γλώσσας, χρώματος, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων και εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής

(β) την απόλαυση χωρίς φυλετικές διακρίσεις των δικαιωμάτων και ελευθεριών που προβλέπονται στο Μέρος ΙΙ του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και στις Συμβάσεις και Νόμους που αναφέρονται στο Νόμο ως «τα προστατευόμενα δικαιώματα και ελευθερίες». Τέτοια δικαιώματα περιλαμβάνουν, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Νόμου-

    οποιοδήποτε δικαίωμα που προβλέπεται δια Νόμου κατά τα διαλαμβανόμενα στο Πρωτόκολλο Αρ.12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για της Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών και στο Κυρωτικό Νόμο του Πρωτοκόλλου, και σε οποιοδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμο που τροποποιεί τον εν λόγω Κυρωτικό Νόμο τα δικαιώματα και ελευθερίες που προβλέπονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, στα Πρωτόκολλα της και στους Κυρωτικούς Νόμους της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων της, και σε οποιουσδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμους που τροποποιούν τους εν λόγω Κυρωτικούς Νόμους
    τα δικαιώματα που προβλέπονται στη Διεθνή Σύμβαση για την εξάλειψη Κάθε Μορφής Φυλετικής Διάκρισης και στους Κυρωτικούς της Σύμβασης Νόμους, και σε οποιουσδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμους που τροποποιούν τους εν λόγω Κυρωτικούς Νόμους
    τα δικαιώματα που προβλέπονται στη Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Μορφών Σκληρής Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας και στους Κυρωτικούς της Σύμβασης Νόμους, και σε οποιουσδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμους που τροποποιούν τους εν λόγω Κυρωτικούς Νόμους τα δικαιώματα που προβλέπονται στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα και στους Κυρωτικούς του Συμφώνου Νόμους, και σε οποιουσδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμους που τροποποιούν τους εν λόγω Κυρωτικούς τα δικαιώματα που προβλέπονται στη Σύμβαση Πλαίσιο για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων και στους Κυρωτικούς της Σύμβαση Νόμους, και σε οποιουσδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμους που τροποποιούν τους εν λόγω Κυρωτικούς Νόμους
    τα δικαιώματα και ελευθερίες που προβλέπονται σε οποιαδήποτε άλλη Σύμβαση ή οποιοδήποτε εκάστοτε σε ισχύ Κυρωτικό Νόμο της Σύμβασης, ή σε οποιοδήποτε άλλο εκάστοτε σε ισχύ νόμο, για τα οποία ήθελε εκάστοτε αποφασίσει το Υπουργικό Συμβούλιο με Διάταγμα του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ότι θα εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος άρθρου και της παραγράφου (β) αυτού.

Ο Επίτροπος δύναται να διερευνά παράπονα που του υποβάλλονται γραπτώς από οποιαδήποτε πρόσωπα ή ομάδες προσώπων σε σχέση με τα ζητήματα που αναφέρονται στο άρθρο 11, και να προβαίνει σε ευρήματα και να παίρνει ακολούθως τα προβλεπόμενα στο Νόμο μέτρα.

Τα πρόσωπα και ομάδες προσώπων που δύνανται να υποβάλουν παράπονο περιλαμβάνουν μη Κυβερνητικούς οργανισμούς, οποιοδήποτε πρόσωπο ή ομάδα προσώπων του ιδιωτικού τομέα, και οποιαδήποτε πρόσωπο που είναι υπάλληλος δημόσιου πρόσωπου, ή της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, και της Κεντρικής Τράπεζας.

Όταν συμπληρωθεί έρευνα παραπόνου, ο Επίτροπος προβαίνει σε εύρημα κατά πόσο κατά παράβαση του άρθρου 8 –

(α) Υπήρξε έναντι του προσώπου ή της ομάδας προσώπων που υπέβαλε το παράπονο μεταχείριση ή συμπεριφορά –

    που αποτελεί απαγορευμένη με νόμο διάκριση κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 6, που συνιστά φυλετική διάκριση κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 7 στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας, επί τω ότι είναι λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη στην οποία τυγχάνει, έτυχε ή θα ετύγχανε άλλο πρόσωπο σε ανάλογη κατάσταση στην απόλαυση του δικαιώματος, ή επί τω ότι έχει ως αποτέλεσμα ή συνεπάγεται την εξουδετέρωση ή αποδυνάμωση της αρχής της αναγνώρισης ή απόλαυσης αυτού.

(β) Κατά πόσο εφαρμόστηκε στην περίπτωση του προσώπου ή της ομάδας προσώπων που υπέβαλε το παράπονο, διάταξη, όρος, κριτήριο, ή πρακτική –

    που αποτελεί κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 6 απαγορευμένη με νόμο διάκριση, που συνιστά κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 7 φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας των πιο πάνω προσώπων όπως αναφέρεται στην παράγραφο (α)(ii), ή έμμεση φυλετική διάκριση στην εν λόγω απόλαυση επί τω ότι θέτει άτομα της δικής του φυλής, κοινότητας, γλώσσας, χρώματος, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, ή εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, ανάλογα με την περίπτωση, σε μειονεκτική θέση σε σύγκριση με άλλα πρόσωπα στην απόλαυση του δικαιώματος ή ελευθερίας.

Ο Επίτροπος ετοιμάζει έκθεση για την έρευνα στην οποία παραθέτει το εύρημα του και τους λόγους για τους οποίους κατέληξε σ΄ αυτό, και τη διαβιβάζει στο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων που υπέβαλε το παράπονο, στο δημόσιο πρόσωπο ή πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα, που αναφέρεται στο εύρημα του και στη Βουλή των Αντιπροσώπων.

Σε περίπτωση ευρήματος του ότι υπήρξε μεταχείριση ή συμπεριφορά που αποτελεί απαγορευμένη με νόμο διάκριση, ή ότι εφαρμόστηκε διάταξη, όρος, κριτήριο ή πρακτική που αποτελεί τέτοια διάκριση, ο Επίτροπος δύναται να διατάξει με διάταγμα του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ότι πρέπει να εκλείψει σε καθορισμένη στο διάταγμα προθεσμία και κατά καθορισμένο στο διάταγμα τρόπο, τυχόν κατάσταση στην οποία σαν άμεσο αποτέλεσμα της μεταχείρισης ή συμπεριφοράς, ή της εφαρμογής της διάταξης, όρου, κριτηρίου, ή πρακτικής, συνεχίζει να μην παρέχεται οποιοδήποτε αγαθό ή υπηρεσία στο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων που υπέβαλε το παράπονο

Σύμφωνα με το άρθρο 17 του Νόμου, ο Επίτροπος δύναται με βάση τα στοιχεία της έρευνας, να επιβάλει στο δημόσιο πρόσωπο ή πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα που είναι υπεύθυνο για την παράβαση του άρθρου 8, χρηματικές κυρώσεις για την παράβαση υπό μορφή προστίμου και να το διατάξει να καταβάλει το πρόστιμο που επιβλήθηκε, και δύναται πρόσθετα ή εναλλακτικά να προβεί σε σύσταση προς το πιο πάνω πρόσωπο κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 21.

Με βάση το άρθρο 23 και, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 146 του Συντάγματος και της νομολογίας που το αφορά, διατάγματα, πρόστιμα, και συστάσεις του Επιτρόπου υπόκεινται σε ακύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο Κύπρου δυνάμει του πιο πάνω Άρθρου σε προσφυγή που δύναται να ασκηθεί όπως διαλαμβάνει το Άρθρο εναντίον του διατάγματος, επιβολής προστίμου, ή σύστασης, ανάλογα με την περίπτωση, από οποιοδήποτε πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα του οποίου το σχετικό διάταγμα, επιβολή προστίμου, ή σύσταση, προσβάλλει ευθέως ίδιον ενεστώς έννομο συμφέρον μέσα στην έννοια του Άρθρου 146.

Σε περίπτωση που ο Επίτροπος διαπιστώνει όπως αναφέρεται στο εδάφιο (3), ότι δημόσιο πρόσωπο ή πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα, ανάλογα με την περίπτωση, δεν έχει συμμορφωθεί με σύσταση του στην προθεσμία που καθόρισε στη σύσταση και εξακολουθεί να μη συμμορφώνεται, προβαίνει σε δημοσίευση της σύστασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και ορίζει προθεσμία στη δημοσίευση που δεν υπερβαίνει τις ενενήντα μέρες από την ημερομηνία δημοσίευσης, στην οποία το πιο πάνω πρόσωπο έχει καθήκον να συμμορφωθεί με τη σύσταση. (άρθρο 28).

Ο Επίτροπος δύναται να εξετάζει αυτεπάγγελτα θέματα που καθορίζονται στο άρθρο 33.

Για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του πιο πάνω Νόμου, ο Επίτροπος εκδίδει με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, Κανονισμούς.

Μετά τη ψήφιση του περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμου του 2004 (Νόμος 42(Ι) του 2004), ακολούθησε η ψήφιση του περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμου του 2004 (Νόμος 58(Ι) του 2004) και του περί Ίσης Μεταχείρισης (Φυλετική ή Εθνοτική Καταγωγή) Νόμου του 2004 (Νόμος 59(Ι) του 2004. Επίσης, με το Νόμο 191(Ι) του 2004 τροποποιήθηκε ο περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμος του 2002 (Νόμος 205(Ι) του 2002). Για τις διατάξεις των Νόμων αυτών γίνεται σχετική αναφορά στο μέρος του Κεφαλαίου V στο οποίο αναπτύσσεται η αρχή της ισότητας.

Κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται από παράβαση των πιο πάνω δυο Νόμων δικαιούται να υποβάλει σχετικό παράπονο στον Επίτροπο Διοίκησης, ο οποίος έχει αρμοδιότητα να εξετάζει το εν λόγω παράπονο σύμφωνα με τον περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμο του 2004.

 

*Η Μελέτη αποτέλεσε το Κεφάλαιο VII του Βιβλίου του Νίκου Χρ Χαραλάμπους «Η Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης».