Μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού» σοσιαλισμού,  που αυτοπροσδιορίζονταν ως «λαϊκές δημοκρατίες», ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ  Χ. Μπους  μίλησε για το τέλος του ψυχρού πολέμου και για μία «νέα τάξη πραγμάτων». Ο πρώτος θεωρητικός της «νέας τάξης πραγμάτων» ήταν ο Αμερικανός Καθηγητής Φ. Φουκουγιάμα  ο οποίος, μάλιστα, προανάγγειλε το «τέλος της Ιστορίας».  Η «μονοπολικότητα» αποθράσυνε τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της στην προώθηση,  με κάθε μέσο,  των γεωπολιτικών και στρατιωτικών τους συμφερόντων.

Οι θιασώτες της «νέας τάξης πραγμάτων» επένδυσαν στην έλλειψη του «αντίπαλου δέους». Επένδυσαν στη χαώδη κατάσταση που δημιούργησε στη Ρωσία η διακυβέρνηση Γιέλτσιν, που την ήθελαν μη αναστρέψιμη, ώστε η Ρωσία να μην επιδιώξει να παίξει το ρόλο της υπερδύναμης,  στη θέση της Σοβιετικής Ένωσης.  Εκεί που έπεσαν έξω είναι στον διάδοχο του Γιέλτσιν.  Ο  Βλαντίμιρ Μπούτιν, που διαδέχθηκε  τον Γιέλτσιν, κατάφερε, παρά τις αντιδημοκρατικές μεθόδους του, να βγάλει τη Pωσία από το γιελτσινικό, μετακομμουνιστικό χάος και να την ξανακάνει σεβαστή και  ισχυρή παγκόσμια δύναμη. Η στρατιωτική επέμβαση στη Γεωργία του 2008, μετά την πρώτη Ουκρανική κρίση, τη λεγόμενη «πορτοκαλί επανάσταση» του 2004,  προσγείωσε όλους απότομα στη νέα πραγματικότητα. Η επέμβαση έγινε σε αντίδραση στην προσπάθεια των Η.Π.Α να εντάξουν αυτήν την  πρώην σοβιετική δημοκρατία στο ΝΑΤΟ. Η ρωσική επέμβαση είχε ως αποτέλεσμα  στη ντε φάκτο απόσχιση της Νότιας Οσσετίας και της Αμπχαζίας από τη Γεωργία, οι οποίες αποτελούν έκτοτε ρωσικά προτεκτοράτα. Αυτή η  στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας αποτελούσε  έμπρακτη προειδοποίηση ότι οι περιοχές περί τα ρωσικά σύνορα επηρεάζουν την ασφάλειά της και εμπίπτουν στην σφαίρα επιρροής της, ώστε  τυχόν επέκταση του ΝΑΤΟ εκεί αποτελεί εχθρική ενέργεια.

Η Ρωσία είναι πλέον ένας ικανός παίκτης στο διεθνές πολιτικό παιγνίδι.  Στο παιγνίδι αυτό, η  πολιτική της ισχύος εξακολουθεί  να καθορίζει τους όρους της στρατηγικής την οποία τα κράτη χρησιμοποιούσαν και χρησιμοποιούν για την ικανοποίηση των συμφερόντων τους. Η «νέα κατάσταση πραγμάτων» κάθε άλλο παρά νέα είναι. Είναι αυτή που υπήρχε πάντα.  Η ιστορία δεν έχει φτάσει στο τέλος της! Ο Θουκυδίδης εξακολουθεί να είναι επίκαιρος και διαχρονικός!

Η Ρωσία επιδιώκει, όπως και η Δύση, να έχει τις σφαίρες επιρροής της. Προτεραιότητα έχουν οι χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Κατάφερε, όμως,  να «βάλει χέρι» και στη Μέση Ανατολή, αναπτύσσοντας ιδιαίτερης σχέσεις με το Ιράν και τη Συρία..   Αλλά, για τη Ρωσία,  χώρα «κλειδί» για την ανασύσταση της σφαίρας επιρροής της και, κυρίως, για τη δημιουργία μιας «ζώνης ασφάλειας» γύρω από τα σύνορά της,  ήταν από την αρχή και θα εξακολουθήσει να είναι  η  Ουκρανία. Η αξία της Ουκρανίας για την Ρωσία έγκειται στο γεγονός ότι ευρίσκεται στο νοτιοδυτικό μαλακό υπογάστριο της. Με τον στόλο της Κριμαίας, η Ρωσία ελέγχει την Μαύρη  Θάλασσα, την πρόσβαση στην Μεσόγειο, το εμπόριο και την μεταφορά ενέργειας στην Ευρώπη, ενώ δεν θα πρέπει να λησμονείται ο σημαντικός ρωσικός πληθυσμός εντός του κράτους αυτού. Επίσης, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι η Κριμαία παραχωρήθηκε το 1954 από τον Χρουστσόφ στην τότε Σοβιετική Δημοκρατία της Ουκρανίας. Η  Ουκρανία είναι αυτό που ο  Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι έχει ονομάζει «στρατηγική αυλή» της Ρωσίας. Από την άλλη, η μεγάλη εξάρτηση της Ουκρανίας από την Μόσχα είναι πολυδιάστατη και ενέχει οικονομικές, ενεργειακές, πολιτισμικές και γεωγραφικές παραμέτρους.  Το 60% των αναγκών της Ουκρανίας σε φυσικό αέριο εισάγεται από την Ρωσία.

Ένας νέος ψυχρός πόλεμος διεξάγεται ο οποίος, όμως, δεν μπορεί να παραλληλισθεί με τον προηγούμενο. Αυτοί που επιχειρούν ιστορικούς παραλληλισμούς αγνοούν ότι  ο κόσμος άλλαξε, έγινε πολύ πιο αλληλοεξαρτώμενος τις τελευταίες δεκαετίες. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις της Δύσης εξάγουν ή έχουν εγκατασταθεί στη Ρωσία. Μεγάλες τράπεζες δραστηριοποιούνται   στην περιοχή.    Από τη άλλη,  η Ευρώπη εξαρτάται από το ρωσικό φυσικό αέριο. Το ένα τέταρτο του φυσικού αερίου που καταναλώνει η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ)  προέρχεται από τη Ρωσία και το 60% αυτού περνά από την Ουκρανία. Η Γερμανία προμηθεύεται  το 35% των εισαγωγών της σε φυσικό αέριο και πετρέλαιο από τη Ρωσία..

Φαίνεται ότι τα πιο πάνω δεν μελετήθηκαν με την ανάλογη υπευθυνότητα από τους ηγέτες της Δύσης και ειδικά της ΕΕ,  οι οποίοι προέβησαν σε μια άτακτη οπισθοχώρηση στην τελευταία σύνοδο κορυφής στις 6 Μαρτίου,  όταν περιορίστηκαν  στα χλιαρά μέτρα που έλαβαν σε βάρος της Ρωσίας.  Οι χειρισμοί της ΕΕ στο ζήτημα της Ουκρανίας αποκάλυψαν για μια ακόμη φορά την ανεπάρκεια των ηγετών της. Όποιος είχε λίγη γνώση της ιστορίας και γεωγραφίας της περιοχής, θα έπρεπε να αναμένει ότι η Ρωσία θα απαντούσε με τον τρόπο που απάντησε στο σενάριο αποκοπής της Ουκρανίας από  τους « αδελφικούς δεσμούς» της με τη Ρωσία  και την ένταξη της μελλοντικά στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ. Πέραν τούτου, έδωκαν στον Πούτιν τη χρυσή ευκαιρία  να αναφερθεί στην «αρχή της αυτοδιάθεσης των εθνοτήτων» η οποία, όπως ισχυρίστηκε   «έχει γίνει αποδεκτή από τη Δύση, όπως έδειξε το Κόσσοβο», για να νομιμοποιήσει πιθανή ένωση της Κριμαίας με τη Ρωσία. 

Ανεξάρτητα από την κατάληξη που θα έχει, η κρίση στην Ουκρανία επιβεβαίωσε την από πολλού διαπίστωση έγκυρων αναλυτών ότι η Ουκρανία δεν θα πρέπει να θεωρείται ως αξιόπιστος σταθμός διανομής  ενέργειας για την Ευρώπη και, ως εκ τούτου,  κρίνεται  επιβεβλημένη η αναζήτησης εναλλακτικών διαδρομών φυσικού αερίου. Πέραν τούτο, τους Δυτικούς προβληματίζει και η αποτελεσματικότητα άλλων αγωγών μεταφοράς αερίου που έχουν, όμως, ως πηγή τη Ρωσία, όπως οι North Stream και South Stream. Τούτο, αποτελεί ένα από τους λόγους που ώθησαν τις Η.Π.Α. και γενικά τη Δύση να αναβαθμίσουν  τη σημασία του γεωπολιτικού περιβάλλοντος στη Νοτιανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Αυτό που η Ουάσιγκτον επιδιώκει, εκτός από την εξομάλυνση των σχέσεων της με το Ιράν μετά την αποτυχία της στη Συρία, τη  στενή σύνδεση Ισραήλ, Κύπρου,  Ελλάδας και Τουρκίας και, μελλοντικά,  Λιβάνου και Αιγύπτου  για τη σταθεροποίηση της περιοχής, προκειμένου να γίνεται ανεμπόδιστα η εκμετάλλευση του ενεργειακού πλούτου της και η διοχέτευση του,  πιθανό μέσω Τουρκίας ή μέσω Κρήτης, στην Ευρώπη. Τούτο, ασφαλώς, προϋποθέτει λύση του Κυπριακού.   Στην επίτευξη αυτών των σχεδιασμών απέβλεπαν οι πρόσφατα επιδειχθείσες έντονες παρεμβατικές δραστηριότητες των Η.Π.Α. για επανέναρξη των ενδοκυπριακών συνομιλιών για λύση του Κυπριακού.  Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτές οι παρεμβάσεις θα συνεχιστούν και κατά τη διάρκεια των συνομιλιών. Επίσης, δεν υπάρχει εισβολής, αφού θα προβλέπει τη σύσταση δικοινοτικής και διζωνικής ομοσπονδίας. Για τις Η.Π.Α., η γεωστρατηγική αξία της Τουρκίας υπερέχει από αυτή της Κύπρου.

Αλλά,  ούτε και Ρωσία είναι διατεθειμένη να διακινδυνεύσει τα συμφέροντα της,  από τις πολυδιάστατες σχέσεις της με την Τουρκία,  για χάρη της Κύπρου. Μας το είπε ξεκάθαρα ο υπουργός ενέργειας της Ρωσίας Αλεξάντερ Νόβακ πέρσι,   κατά τη διάρκεια συνέντευξής του στα πλαίσια της 12ης συνάντησης της ρωσο-τουρκικής κοινής οικονομικής επιτροπής, η οποία έλαβε χώρα στην Αττάλεια στις 20 Απριλίου. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει η μεγάλη εξάρτηση της Τουρκίας από το ρωσικό φυσικό αέριο Στη μη διατάραξη αυτών των σχέσεων οφείλεται και η μη εμπλοκή της Ρωσίας σε ενεργειακές επενδύσεις στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κύπρου. Ούτε θα πρέπει να ξεχνάμε αυτά που δήλωσε στις 6 Αυγούστου 2009 ο Βλαντίμιρ Πούτιν: «….υποστηρίζουμε επίσης και το Σχέδιο Ανάν. Θα επιδιώξουμε και στο μέλλον την οικοδόμηση των σχέσεων και με τις δύο πλευρές, τα δύο τμήματα της Κύπρου». Εξισώνει, με άλλα λόγια, την Κυπριακή Δημοκρατία με το ψευδοκράτος.

Η Κύπρος, βρισκόμενη στη δίνη του νέου ψυχρού πολέμου,  δεν έχει επιλογή. Οφείλει να κινηθεί μέσα στα πλαίσια των φύσει και θέσει συμμάχων της. Ο νέος παγκόσμιος γεωπολιτικός χάρτης δεν παρέχει χώρο για ακροβασίες. Τούτο,   δεν αποκλείει την εξεύρεση μιας βιώσιμης λύσης που θα διασφαλίζει την επιβίωση του κυπριακού ελληνισμού, εφόσον η ηγεσία του διαπραγματευτεί, στις συνομιλίες που διεξάγονται,  με επιδεξιότητα και σθένος, αξιοποιώντας τα γεωπολιτικά ερείσματα της Κυπριακής Δημοκρατίας, μεταξύ των οποίων προέχουσα θέση έχει η ιδιότητά της ως  του μόνου κράτους μέλους της ΕΕ  στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Στις συνομιλίες, η  συνέχιση της Κυπριακής Δημοκρατίας, μετά από μια ενδεχόμενη λύση, θα πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτη και αυτή η συνέχιση να προβλέπεται στη συμφωνία με σαφήνεια, χωρίς τη βοήθεια διεθνολόγων και συνταγματολόγων.

(Φιλελεύθερος, 23.3.2014)