Σοσιαλδημοκρατία και κομμουνισμός ήταν τα δυο κυριότερα ρεύματα της Αριστεράς στην ιστορία του εικοστού αιώνα.

Αν ανατρέξουμε στο παρελθόν,  θα διαπιστώσουμε ότι, παρά τις αντιθέσεις τους και παρά την  σκληρή πολεμική που διεξήγαγε η Γ' Διεθνής ενάντια στους σοσιαλδημοκράτες (επί Στάλιν τους κατηγορούσε ότι είναι «σοσιαλφασίστες» ή «σοσιαλπροδότες»),  και οι δύο πτέρυγες του εργατικού κινήματος αρχικά συνέκλιναν στους ίδιους θεμελιώδεις και μακροπρόθεσμους στόχους. Και η ιστορική σοσιαλδημοκρατία είχε στο πρόγραμμά της το στόχο της κατάργησης του καπιταλισμού και της ταξικής κοινωνίας.  Απέβλεπε και αυτή στην εξάλειψη της ατομικής ιδιοκτησίας και την αντικατάστασή της με τη δημόσια ή κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.

Αυτό που διαφοροποιούσε, από την αρχή, τους σοσιαλδημοκράτες από τους κομμουνιστές δεν ήταν τόσο ο σκοπός όσο τα μέσα που έπρεπε να υιοθετηθούν για την επίτευξή του. Κατά τον Λένιν, το «αστικό κράτος» δεν μπορεί να αναπτυχθεί προοδευτικά προς το σοσιαλισμό. Μόνο το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου το μπορεί.   Η δικτατορία του προλεταριάτου έχει ως καθήκον την προοδευτική κατάλυση των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων και της αστικής ιδεολογίας και την προοδευτική οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Ο Λένιν υποστήριξε ότι το «αστικό κράτος» έπρεπε να διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη μέσω της ένοπλης πάλης και της δικτατορίας του προλεταριάτου. Οι σοσιαλδημοκράτες υποστήριζαν  ότι η μετάβαση στο σοσιαλισμό έπρεπε να γίνει με δημοκρατικές και ειρηνικές μεθόδους και απέρριπταν  τη λενινιστική ιδέα της σοσιαλιστικής επανάστασης που πραγματοποιείται ακόμη και με τη βίαιη δράση μιας μειοψηφίας.

Στη μεταπολεμική περίοδο η σοσιαλδημοκρατία αναθεώρησε σταδιακά τις ιδέες και τα προγράμματά της. Σταθμός αποτέλεσε το συνέδριο του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στο Μπαντ Γκόντεσμπεργκ το 1959. Η σοσιαλδημοκρατία εγκατέλειψε το στόχο της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας και της γενικής κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής. Απομακρύνθηκε από το μαρξισμό και υιοθέτησε απόψεις εμπνεόμενες  από τον «κεϊνσιανισμό», δηλαδή τις απόψεις του γνωστού οικονομολόγου  John Maynard Keynes.  Η σοσιαλδημοκρατική πολιτική προσπάθησε να θεμελιώσει έναν ιστορικό συμβιβασμό ανάμεσα σε κράτος και αγορά, ανάμεσα σε οικονομικό ανταγωνισμό και κοινωνική αλληλεγγύη. Με το κοινωνικό κράτος που καθιερώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο,  έπαψε να υπάρχει το  αυθεντικό καπιταλιστικό  σύστημα. Πολλές κρατικές ενέργειες γίνονταν εκτός συστήματος αγοράς.  Σε αυτές περιλαμβάνονταν  τα επιδόματα ανεργίας, οι συντάξεις του Δημοσίου, ορισμένα άλλα προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης αλλά και η παροχή δωρεάν εκπαίδευσης και  υγειονομικής περίθαλψης, και μια σειρά από άλλες υπηρεσίες οι οποίες διανέμονταν  με διευθετήσεις εκτός του πλαισίου λειτουργίας της αγοράς.

Αυτός ο σοσιαλδημοκρατικός συμβιβασμός συρρικνώθηκε και σε μερικές χώρες ανατράπηκε ήδη από τις δεκαετίες του '70 και του '80,  με την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας.

Σήμερα,  οι σοσιαλδημοκράτες, παρά το ότι  είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,  περνούν μια σχεδόν υπαρξιακή κρίση ταυτότητας και οράματος. Μπροστά τους τίθενται για απάντηση τα αμείλικτα ερωτήματα: Είναι νοητή η ιδέα του σοσιαλισμού στο σημερινό κόσμο και,  πιο ειδικά, στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Μπορούμε σήμερα να μιλούμε για σοσιαλιστική ιδεολογία, με το καθεστώς της παγκοσμιοποίησης και της ελεύθερης αγοράς;

Στις ιστοσελίδες του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος και των σοσιαλιστικών και εργατικών κομμάτων συναντά κανείς, τα τελευταία χρόνια, αποφάσεις και πληθώρα αναλύσεων και άρθρων από σοσιαλιστές οι οποίοι αναζητούν προγράμματα που να συνάδουν με τα σημερινά διεθνή κοινωνικο – οικονομικά δεδομένα. Οι περισσότεροι συγγραφείς, παρά το ότι μιλούν για σοσιαλισμό, σοσιαλιστικές δυνάμεις, σοσιαλιστικές αλλαγές κλπ.,  δεν στοχεύουν στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό αλλά στον «εξανθρωπισμό» του καπιταλισμού. Βασικά, η προσοχή επικεντρώνεται στην αντιμετώπιση της φτώχειας, της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού μέσα στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος. Ο πρόεδρος της ΕΔΕΚ Γιαννάκης Ομήρου φαίνεται ότι υιοθετεί αυτή  τη νέα προσέγγιση,  τη «σύγχρονη σοσιαλιστική αντίληψη», όπως την αποκαλεί σε άρθρο του στην εφημερίδα «ο Φιλελεύθερος ημερ. 8.5.2011. Στο άρθρο του υποστηρίζει ότι  «το κράτος πρέπει να επαναπροσδιορίζει το ρόλο του, να απομακρύνεται από ζημιογόνες διαχειριστικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες και να στραφεί στη δόμηση πλαισίου και κινήτρων που θα καθοδηγούν την οικονομία προς εκείνες τις κατευθύνσεις που είναι οι πιο πρόσφορες για την περαιτέρω ανάπτυξη της χώρας μας.  .... Δεν μπορούμε ως σοσιαλιστές να δεχτούμε πως είναι οικονομικά ορθολογικό και κοινωνικά αποδεκτό το κράτος να περιορίζει τις κοινωνικές δαπάνες ή να διογκώνεται το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος προκειμένου να παραμείνει μέτοχος σε εταιρείες που έπαυσαν να είναι φυσικά μονοπώλια και είναι ζημιογόνες.». Σχετικό είναι και  ένα βιβλίο που συγκεντρώνει τις προτάσεις έξι κεντροαριστερών πολιτικών προσωπικοτήτων: των Ντελόρ, Ζοσπέν, Μπλερ, Σημίτη, Ντ' Αλέμα και Λαφοντέν. Το βιβλίο έχει τίτλο «Ποια Ευρώπη θέλουμε» και εκδόθηκε το 1997. Όμως,  ο σοσιαλισμός έχει ως κύρια ιδεολογική του βάση τον οικονομικό μετασχηματισμό,  ώστε τα βασικά μέσα παραγωγής να μην ελέγχονται από ιδιώτες αλλά από το κράτος ή το κοινωνικό σύνολο. 

Θα πρέπει εδώ να αναφερθεί ότι ήδη από τη  Συνθήκη του Μάαστριχτ  (7.2.1992), με τα κριτήρια που έθεσε για τους δημοσιονομικούς ελέγχους και τη νομισματική διαχείριση, τέθηκε το πλαίσιο μιας οικονομικής πολιτικής απόλυτα προσαρμοσμένης στις απαιτήσεις του οικονομικού φιλελευθερισμού. Η απάντηση στο ερώτημα καθίσταται πιο δύσκολη από το γεγονός ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που άσκησαν εξουσία, απομακρύνθηκαν και απογοήτευσαν περισσότερο την παραδοσιακή εκλογική τους βάση,  λόγω της «δεξιάς» πολιτικής, που υποχρεωτικά ακολούθησαν. Προσπάθησαν, με βάση το μοντέλο  του «Τρίτου Δρόμου» του Μπλερ, να παντρέψουν το δημοκρατικό σοσιαλισμό και το φιλελευθερισμό.

Ακόμη, μπορεί να υποστηριχθεί ότι και ο διαχωρισμός Δεξιάς και Αριστεράς είναι σήμερα δυσδιάκριτος και, σε κάθε περίπτωση, δεν  ισχύει με τους όρους και υπό τις συνθήκες που υπήρχαν κατά τη περίοδο του 20ου αιώνα και, ειδικά,  κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Σήμερα, μέσα στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης και των κανόνων της ελεύθερης αγοράς, οι ετικέτες αποχρωματίζονται.

(Από τον ιστοτόπο του συγγραφέα)