Στο άρθρο μου της περασμένης Δευτέρας επιχείρησα να κάνω μια ανατομία του φαινομένου του ρουσφετιού και να παραθέσω τις διάφορες μορφές  με  τις οποίες τούτο παρουσιάζεται  στις περιπτώσεις προσλήψεων και προαγωγών στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και οδηγεί στην καταπάτηση της αξιοκρατίας.

Σήμερα θα προσπαθήσω να αναλύσω την έννοια της αρχής της αξιοκρατίας, που δεν καταπατείται μόνο από το ρουσφέτι αλλά και από την ανικανότητα ή ακαταλληλότητα αυτών που τάχθηκαν να την εφαρμόζουν και, το χειρότερο, από θεσμοθετημένα μέτρα.

Η αξιοκρατία, όπως και η δημοκρατία, η ισότητα, η εντιμότητα και άλλες εύηχες έννοιες, έχουν στρεβλωθεί και παραποιηθεί από την πρακτική της πολιτικής διγλωσσίας. Την αξιοκρατία πολλοί την επαγγέλλονται αλλά ελάχιστοι τη σέβονται.

Η αξιοκρατία, ως έννοια, είναι απλή. Σημαίνει την επιλογή και ανάδειξη αυτών που διαθέτουν την περισσότερη αξία και ικανότητα για να καταλάβουν ένα αξίωμα ή μια θέση.

Η αξιοκρατία είναι έκφανση της αρχής της ισότητας των πολιτών. Η αρχή αυτή επιβάλλει την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών στον κάθε πολίτη για διεκδίκηση θέσης ή αξιώματος στην πολιτεία. Το δικαίωμα πρόσβασης στις δημόσιες λειτουργίες είναι στενά συνυφασμένο με την ιδιότητα του πολίτη.

Η αξιοκρατία πλήττεται στον τόπο μας, εδώ και αρκετό καιρό, από την ευνοιοκρατία, με τις διάφορες μορφές της και η οποία οδηγεί στην ανικανοκρατία και τη μετριοκρατία. Δεν είναι υπερβολή αν ισχυριστούμε ότι η παρατηρούμενη σήμερα ανεπάρκεια στη δημόσια διοίκηση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αναξιοκρατική της στελέχωση.

Η ευνοιοκρατία έχει ως βασική πηγή της το ρουσφέτι το οποίο, όπως επανειλημμένα έχω γράψει, αποτελεί καθιερωμένη μέθοδο διεξαγωγής του πολιτικού παιγνιδιού. Με καθεστώς ευνοιοκρατίας «δεν έχει σημασία τι ξέρεις αλλά ποιον ξέρεις».

Μορφή ευνοιοκρατίας είναι η κομματοκρατία όπου εκείνο που έχει σημασία είναι η κομματική ιδιότητα. Ο κομματικός ανελκυστήρας εξασφαλίζει το εύκολο και άνετο ανέβασμα. Στην Κύπρο η κομματοκρατία επιχειρήθηκε να θεσμοθετηθεί, με τη ψήφιση του Νόμου 149 του 1988 που πρόβλεπε για την εκπροσώπηση των πολιτικών κομμάτων στα διοικητικά συμβούλια των αναφερόμενων σ’ αυτόν νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Ευτυχώς, ο Νόμος αυτός κρίθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 14.2.1991 ως αντισυνταγματικός.

Άλλη μορφή ευνοιοκρατίας είναι ο νεποτισμός, όπου το κριτήριο της επιλογής είναι η οικογενειακή καταγωγή ή η συγγένεια με πρόσωπα που είναι ή ήταν «υψηλά ιστάμενα».

Η ανικανοκρατία και η μετριοκρατία δεν προέρχονται αποκλειστικά από την ευνοιοκρατία, αλλά και από την ισοπέδωση, Η ισοπέδωση συνθλίβει τις ικανότητες και την προσφορά των ατόμων, εξαφανίζει τα μέτρα σύγκρισης και εξασφαλίζει εξίσωση ανάξιων και άξιων.

Όμως, η εξίσωση των άνισων δε συνιστά ισότητα αλλά ανισότητα.

Η ευνοιοκρατία και η ισοπέδωση οδηγούν στην εξουδετέρωση και εκμηδένιση των όποιων ικανοτήτων έχει το ανθρώπινο δυναμικό ενός τόπου και στην ελαχιστοποίηση των υπηρεσιών που προσφέρονται στο κοινωνικό σύνολο.

Για την καθιέρωση και καταξίωση της αξιοκρατίας απαιτείται, πρώτιστα, η εξάλειψη του ρουσφετιού, θέμα με το οποίο ασχολήθηκα την περασμένη Δευτέρα. Τούτο δεν μπορεί να επιτευχθεί από τη μια μέρα στην άλλη. Απαιτείται μια πολυχρόνια διεργασία και διαρκής παιδεία των πολιτών.

Στην επιτάχυνση αυτής της διεργασίας θα συμβάλει, οπωσδήποτε, η θεσμοθέτηση κατάλληλων μέτρων που να εξαλείφουν περιπτώσεις «θεσμοθετημένης» αναξιοκρατίας και να καθιερώνουν αντικειμενικά και μετρήσιμα κριτήρια για προσλήψεις, προαγωγές και μεταθέσεις και, γενικά, για αποφάσεις που επηρεάζουν την υπηρεσιακή κατάσταση των κρατικών υπαλλήλων.

Κραυγαλέα περίπτωση θεσμοθετημένης αναξιοκρατίας αποτελεί ο κατά καιρούς, με νομοθεσία, διορισμός έκτακτων υπαλλήλων σε μόνιμες θέσεις, κατά παρέκκλιση από την καθιερωμένη διαδικασία που προβλέπει ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος.

Μια τέτοια διαδικασία είναι αντισυνταγματική γιατί παραβιάζει την αρχή της ισότητας. Τούτο το τονίζω από το 1995 στο βιβλίο μου, αλλά οι αρμόδιοι νομικοί σύμβουλοι του κράτους το αγνόησαν και δεν λήφθηκαν τα κατάλληλα μέτρα για νόμιμη ρύθμιση του θέματος, με αποτέλεσμα να έλθει το Ανώτατο Δικαστήριο, μετά από αρκετά χρόνια από τους διορισμούς και να κηρύξει το σχετικό νόμο αντισυνταγματικό.(Βλ. Νίκου Χρ. Χαραλάμπους, Η Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης, Λευκωσία 1995, σελ. 50).

Η θεσμοθέτηση αντικειμενικών και μετρήσιμων κριτηρίων πρέπει να αποβλέπει στην επιλογή των άριστων, δηλαδή η βαρύτητα που θα δίνεται σε κάθε κριτήριο να είναι τέτοια ώστε το σύστημα να οδηγεί στην επιλογή των καταλληλότερων υποψηφίων. Τέτοια δεν είναι η περίπτωση του λεγόμενου «καταλόγου διοριστέων», με βάση τον οποίο διενεργούνται οι διορισμοί στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία, αφού δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στο έτος απόκτησης του τίτλου σπουδών και όχι στην αξία των υποψηφίων.

Κλασσικό παράδειγμα συστήματος αξιοκρατικής επιλογής είναι η νομοθεσία που προβλέπει τη διενέργεια διορισμών στον ευρύτερο δημόσιο τομέα μέχρι την Κλίμακα Α7,  με βάση μετρήσιμα κριτήρια μεταξύ των οποίων είναι και η γραπτή εξέταση στην οποία δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα.

Τέλος, αναφορικά με το σύστημα προαγωγών θα ήθελα να τονίσω αυτό που κατά καιρούς επεσήμανα στις Εκθέσεις μου ως Επίτροπος Διοικήσεως. Οποιοδήποτε σύστημα μετρήσιμων κριτηρίων και αν καθιερωθεί θα αποδειχθεί απλός φενακισμός αν δεν θεσπιστεί πρώτα ένα σωστό σύστημα αξιολόγησης το οποίο να ανατρέψει τη σημερινή ισοπέδωση στις βαθμολογίες. Τούτο έχει αποδειχθεί περίτρανα στην περίπτωση της δημόσιας εκπαιδευτικής υπηρεσίας όπου ένα αξιόλογο σύστημα προαγωγών απέτυχε λόγω ενός σαθρού συστήματος αξιολόγησης.

(Σημερινή, 9.4.2001)