Ο 20ός αιώνας έχει μείνει στην ιστορία ως ο αιώνας δυο φοβερών πολυαίματων Παγκοσμίων Πολέμων. Ο 21ος αιώνας θα είναι ο αιώνας ενός άλλου πολέμου, πολύ διαφορετικού από τους προηγούμενους. Πρόκειται για τον πόλεμο μεταξύ της Δύσης και του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Ο πόλεμος αυτός δεν περιορίζεται στα  συγκεκριμένα εδαφικά όρια  στα οποία εγκαθιδρύθηκε  Ισλαμικό Κράτος (ISIS), που  προέκυψε από μια σειρά από γκάφες και λάθη της Δύσης, με τη συνδρομή των μουσουλμανικών της συμμάχων Τουρκίας και Σαουδικής Αραβίας.  Βέβαια, τώρα, μετά την επίσκεψη του Προέδρου Τραμπ στη Σαουδική Αραβία, το σκηνικό έχει αλλάξει και μόνο το Κατάρ θεωρείται ότι «εναγκαλίζεται πολλές τρομοκρατικές και σεχταριστικές οργανώσεις»,   περιλαμβανομένων των Αδελφών Μουσουλμάνων, του ISIS και της αλ-Κάιντα». Η Ιστορία, όμως, δεν μπορεί να διαγραφεί.

Ο νέος πόλεμος είναι ένας πόλεμος ανάμεσα σε μια επιτιθέμενη αόρατη υπερδύναμη και σ’ έναν μεγάλο αριθμό αμυνομένων χωρών. Οι αμυνόμενοι, που είναι οι στρατιωτικά δυνατοί και διαθέτουν τα τέλεια όπλα, δεν μπορούν να καταβάλουν τους επιτιθέμενους γιατί δεν ξέρουν ποιοι είναι και  πού, πώς και  πότε θα κτυπήσουν.  Τα θύματα των επιτιθεμένων, στις πλείστες των περιπτώσεων, δεν είναι ένοπλοι αντίπαλοι, αλλά, άοπλοι, άμαχοι και ανυπεράσπιστοι.  Το 2004 ήταν η Μαδρίτη. Το 2005 ήταν το Λονδίνο.  Μετά,  το Charlie Hebdo, το Μπατακλάν, η Νίκαια, οι Βρυξέλλες, η  Κωνσταντινούπολη και, τελευταία,  το Μάντσεστερ και πάλιν το Λονδίνο.    

Σκοπός των τζιχαντιστών είναι να ενσπείρουν τον τρόμο στις δυτικές κοινωνίες. Να απορρυθμίσουν τον τρόπο ζωής των δυτικών κοινωνιών.  Η τυφλή βία είναι για αυτούς το μέσον να εκδικηθούν τον τρόπο ζωής μας, τον πολιτισμό μας, τις αξίες μας. Και φαίνεται ότι το έχουν επιτύχει. Η θλιβερή αυτή διαπίστωση επιβεβαιώνεται από   το κλίμα φόβου που επικρατεί την περίοδο αυτή στις μεγάλες δυτικές  πρωτεύουσες.  Εκείνο που κάνει πιο ευάλωτες τις δυτικές κοινωνίες, είναι, σε μεγάλο βαθμό, η ίδια τους η φύση: είναι κοινωνίες ανοικτές με ότι αυτό σημαίνει και συνεπάγεται. Αυτό εκμεταλλεύονται οι στυγνοί δολοφόνοι του φανατικού ισλάμ: τη δημοκρατία την ίδια, την ελευθερία που υπάρχει στη Δύση. 

Αυτό,  όμως,  που θα πρέπει να μας προβληματίσει ιδιαίτερα είναι ότι  πολλοί τρομοκράτες είναι ευρωπαίοι πολίτες. Τι είναι αυτό που οδηγεί χιλιάδες νέους, μεταξύ των οποίων και πολίτες δυτικών χωρών,  να εντάσσονται στις τάξεις των φανατικών τζιχαντιστών; Αρκετά βιβλία γράφτηκαν και αρκετά άρθρα δημοσιεύθηκαν για να απαντήσουν στο ερώτημα. Ο διαθέσιμος χώρος δεν επιτρέπει την,  έστω και με τηλεγραφικό τρόπο,  παράθεση των διάφορων απόψεων που διατυπώθηκαν. Έχω την άποψη πως, για να δοθεί ορθή απάντηση στο ερώτημα, θα πρέπει να αποβλέψουμε στη θρησκευτική διάσταση της ισλαμικής τρομοκρατίας.  Το κοινό σημείο των ισλαμιστών τρομοκρατών είναι η θρησκεία - την οποία οι ηγέτες των ισλαμιστών ερμηνεύουν  κατά τον δικό τους τρόπο -  και σπεύδουν να την χρησιμοποιήσουν, εκπαιδεύοντας κατάλληλα τους υποψήφιους δολοφόνους,  ώστε να αισθάνονται αφοσίωση μόνο στην παγκόσμια ισλαμική κοινωνία,  στην παγκόσμια «Ούννα». Τους έχουν μεταδώσει τη μανία  του «ευ θνήσκειν»,  που τους κάνει να πιστεύουν πως μια αυτοκτονική επιχείρηση εναντίον «απίστων» σε κάνει μάρτυρα και σε οδηγεί κατευθείαν στον παράδεισο.

Τελευταία, έχουν αυξηθεί οι θιασώτες της γνωστής θεωρίας  του Σάμιουελ Χάντιγκτον περί «σύγκρουσης πολιτισμών». Δεν νομίζω ότι η άποψη αυτή, τουλάχιστον προς το παρόν, ευσταθεί, παρά την κλιμάκωση των τρομοκρατικών επιθέσεων.  Σε παγκόσμιο επίπεδο δεν υπάρχει σοβαρή σύγκρουση μεταξύ ισλαμισμού και χριστιανισμού. Ούτε μπορεί να γίνει ταύτιση της τρομοκρατίας με τη μουσουλμανική θρησκεία. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στο στόχαστρο  των τρομοκρατών είναι και οι διάφορες εκδοχές του Ισλάμ που δεν ταυτίζονται με τη δική τους.  Η συντριπτική πλειοψηφία μουσουλμάνων και χριστιανών θέλουν την ειρήνη και όχι τον πόλεμο.  

Δυστυχώς, το φαινόμενο της ισλαμικής τρομοκρατίας θα φουντώνει συνεχώς και  τα αθώα θύματα θα πολλαπλασιάζονται. Το πρόβλημα δεν είναι   ούτε απλό, ούτε εύκολο στη διαχείρισή του. Οπωσδήποτε, χρειάζεται  μια νέα πολιτική για την αντιμετώπιση του φαινομένου, που έχει καταστεί η μεγάλη μάστιγα του 21ου αιώνα.