Με τη δημοσιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των 75 αξιωματούχων του κράτους άρχισε, μετά από μια νομοθετική περιπέτεια εικοσιτεσσάρων χρόνων, η εφαρμογή της περιβόητης νομοθεσίας που καταχρηστικά αποκαλείται «πόθεν έσχες», αφού, αν λάβουμε υπόψη τον μηχανισμό ελέγχου των δηλώσεων που υποβάλλονται,   ουσιαστικά πρόκειται για νομοθεσία που περιορίζεται μόνο στο «έσχες» των αξιωματούχων.

Η νομοθετική περιπέτεια του «πόθεν έσχες» άρχισε τον  Οκτώβριο του 1993 όταν η κυβέρνηση κατέθεσε στη Βουλή σχετικό νομοσχέδιο του οποίου, όμως,  οι πρόνοιες κρίθηκαν από την τελευταία ανεπαρκείς. Η Βουλή προχώρησε στη ψήφιση του περί Αξιωματούχων του Κράτους και Άλλων Προσώπων (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) Νόμου του 1999. Το Ανώτατο Δικαστήριο στις 12/5/2000, αποδεχόμενο Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας, τον οποίον εκπροσωπούσε ο γράφων, ως Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας τότε, έκρινε τον Νόμο αντισυνταγματικό γιατί παραβίαζε το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής που προστατεύει το Άρθρο 15 του Συντάγματος. Μετά από ανάπαυλα τεσσάρων χρόνων, η Βουλή θέσπισε τον περί του Προέδρου, των Υπουργών και των Βουλευτών της Κυπριακής Δημοκρατίας (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) Νόμο του 2004 (Νόμος 49(Ι)/2004) και τον περί Ωρισμένων Αξιωματούχων της Κυπριακής Δημοκρατίας (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) Νόμο του 2004 (Νόμος 50(Ι)/2004). Οι Νόμοι αυτοί έμειναν ανενεργοί μέχρι το 2016. Τότε, η Βουλή αποφάσισε να τους τροποποιήσει.  Μερικές διατάξεις των νέων Νόμων κρίθηκαν αντισυνταγματικές από το Ανώτατο Δικαστήριο στη Γνωμάτευσή του στην Αναφορά 10/2016 του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Θα πρέπει παρενθετικά να αναφερθεί ότι  σύμφωνα με τον  «περί Αθεμίτου Κτήσεως Περιουσιακού Οφέλους υπό Ωρισμένων Αξιωματούχων της Πολιτείας Νόμον του 1965 (Νόμος 65/1965), η από μέρους υπουργού, βουλευτή ή άλλου κρατικού αξιωματούχου απόκτηση περιουσιακού οφέλους «είτε δι’ εαυτόν είτε δι’ οιονδήποτε άλλον πρόσωπον δι’ αθεμίτου εκμεταλλεύσεως της θέσεως αυτού» συνιστά ποινικό αδίκημα που επιφέρει βαριές ποινές φυλάκισης και προστίμου. Ο Νόμος αυτός παρέμεινε «αδρανής» από τη θέσπισή του και σε καμιά περίπτωση δεν έτυχε εφαρμογής.  «Εάν υπάρχει δικηγόρος που να αποδείξει στο δικαστήριο υπόθεση αθέμιτου πλουτισμού, εγώ θα βάλω σκουλαρίκι». Τάδε έφη στις 5.11.1998 στη Βουλή ο τότε βουλευτής και μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας Τάσσος Παπαδόπουλος.

Τελικά, η εφαρμογή του «πόθεν έσχες» κατέστη δυνατή μετά τη δημοσίευση στις 23/6/2017 στην Επίσημη Εφημερίδα  των Νόμων 68( Ι)/2017 και  69(Ι)/2017 με τους οποίοι δημοσιεύτηκαν οι διατάξεις των Νόμων του 2016 που δεν κρίθηκαν αντισυνταγματικές από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Η «αποκάλυψη» των περιουσιακών στοιχείων των αξιωματούχων τη Δευτέρα, 4/9/201, έγινε  στις επόμενες μέρες το κύριο θέμα στα ηλεκτρονικά και έντυπα ΜΜΕ και έδωσε, όπως αναμενόταν, άφθονη τροφή για κουτσομπολιό και σάτιρα στις χρονογραφικές στήλες,  καθώς  και στους σκιτσογράφους.  Δεν έλειψε και η σοβαρή κριτική που  απεκάλυψε τις σοβαρές εγγενείς αδυναμίες του όλου εγχειρήματος.

Σύμφωνα με τα Προοίμια των ισχυόντων Νόμων 68( Ι)/2017 και  69(Ι)/2017, με αυτούς επιδιώχθηκε η «διαφάνεια στη δημόσια ζωή» που  «εξυπηρετεί την παρεμπόδιση της εκμετάλλευσης δημοσίου αξιώματος, θέσης ή ιδιότητας και αποσκοπεί στην πρόληψη και καταπολέμηση της  διαφθοράς στη δημόσια ζωή».

Κανείς δεν διαφωνεί  για  την ανάγκη διαφάνειας στη δημόσια ζωή και στη θέσπιση κανόνων ελέγχου της διαφθοράς, τουλάχιστο για να περιοριστεί,  γιατί είναι αδύνατο   στον κόσμο τούτο,  ακόμη και με τα ιδανικότερα μέτρα και ελέγχους, να την εξαλείψεις. Όμως, αναμφισβήτητα,  στον περιορισμό της διαφθοράς ουδόλως θα συμβάλει αυτό το ευτράπελο σύστημα των περιουσιακών δηλώσεων που καλείται «πόθεν έσχες». Αποτελεί ύψιστη αφέλεια να θεωρεί κανείς ότι με τη δημοσιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των κρατικών αξιωματούχων  θα επιτευχθεί «η πρόληψη και καταπολέμηση της  διαφθοράς στη δημόσια ζωή» ή, ακόμη, η «διαφάνεια στη δημόσια ζωή». Μάλιστα, και με  βάση την κτηθείσα από την εφαρμογή παρόμοιων νομοθετημάτων σε άλλες χώρες πείρα, μπορεί ένας να ισχυριστεί ότι τέτοια νομοθετήματα μπορούν να αποτελέσουν «μέσο» και «διέξοδο», ακόμη και «άλλοθι» για όσους «έσχον» από επιλήψιμο «πόθεν». Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες νομικές ή λογιστικές γνώσεις για να φανεί πόσο εύκολο είναι να αποκρυβεί το «έσχες» που είναι προϊόν αδιαφανών και κολάσιμων «συναλλαγών», ιδίως όταν αυτό προέρχεται, ως «μίζα»,  από το εξωτερικό και καταλήγει είτε σε κάποια off shore εταιρεία είτε σε κάποια τράπεζα της Ελβετίας ή του Λιχτενστάιν. Εκεί, μένοντας ακίνητο, χωρίς να χρειάζεται να «ξεπλυθεί», είναι εξ αντικειμένου πολύ δύσκολο να εντοπιστεί. Όπως  έγραψα και άλλοτε, η  διαπλοκή των συμφερόντων συνδέεται με τη διαφθορά στη δημόσια ζωή. Βασικά, η διαφθορά αρχίζει από τη διαπλοκή των μεγάλων κεφαλαιούχων και επιχειρηματιών και των πολιτικών ηγετών  και των κρατικών αξιωματούχων που μπορούν να πάρουν ή να επηρεάσουν αποφάσεις που παρακάμπτουν τους νόμους. Η αντιπαροχή είναι το  βρώμικο πολιτικό χρήμα του οποίου η διοχέτευση είναι,  υπό τις σημερινές συνθήκες, πάντα αδιόρατη και ανεξέλεγκτη. Σπανιότατα οι καθ' ύλην αρμόδιες διωκτικές αρχές έχουν στα χέρια τους τα αδιάσειστα εκείνα στοιχεία που θα τους επέτρεπαν να κινήσουν τις έννομες διαδικασίες και να αποδείξουν ενώπιον των δικαστηρίων τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος.  (Η διάσταση της διαφθοράς, Φιλελεύθερος, 29/6/2014).

Πολλά πρέπει να γίνουν για να περιοριστεί η διαφθορά. Οπωσδήποτε, στην προσπάθεια αυτή θα συμβάλλει και η ενίσχυση των θεσμών του Γενικού Εισαγγελέα και του Γενικού Ελεγκτή.  Είναι ελπιδοφόρο γιατί στους δυο αυτούς θεσμούς προΐστανται δυο καθόλα ικανά και έντιμα πρόσωπα. Φαίνεται ότι η «κουλτούρα της ατιμωρησίας», που υπήρξε διαχρονικό φαινόμενο στον τόπο μας, βαίνει προς εξάλειψη, ώστε οι νόμοι να μην είναι  όπως ο ιστός της αράχνης, που συγκρατεί μόνο τα αδύνατα έντομα,  ενώ τα ισχυρά τον θραύουν, για να θυμηθούμε τον περίφημο διάλογο του Αναχάρσεως με τον Σόλωνα.  (Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, Σόλων, 5).             

(Φιλελεύθερος, 10/9/2017)