Ασφαλώς, τα αποτελέσματα των τουρκοκυπριακών «βουλευτικών εκλογών» δεν θα έχουν ουσιαστική επίδραση στις εξελίξεις στο Κυπριακό. Και τούτο, όχι διότι τους Τουρκοκύπριους στις διαπραγματεύσεις εκπροσωπεί ο «Προέδρος» Ακιντζί. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η Τουρκία είναι ο παράγοντας που διαδραματίζει τον καθοριστικό και αποφασιστικό ρόλο σε αυτές τις εξελίξεις.  Ο Ακιντζί και οι προκάτοχοί του δεν είναι αυτόφωτοι. Τούτο αποδείχθηκε περίτρανα στο Κραν Μοντάνα. Όμως, η Άγκυρα έχει ανάγκη τους Τουρκοκύπριους, για να τους χρησιμοποιεί ως άλλοθι στους επεκτατικούς της σχεδιασμούς.  Να επικαλείται, στην προσπάθεια για αποποίηση των ευθυνών της και παραπλάνηση του διεθνή παράγοντα, τη βούληση των Τουρκοκυπρίων αναφορικά με τη διατήρηση των εγγυήσεων και την παραμονή στρατευμάτων. Γι΄ αυτό και επέφερε, με τη μεταφορά των εποίκων, θεαματική αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα της τουρκοκυπριακής κοινότητας.  Η Τουρκία με τον  εποικισμό απέβλεψε και πέτυχε να  πλήξει καίρια τους Τουρκοκύπριους οι οποίοι έπαψαν να υφίστανται ως αυτοτελής και αυθύπαρκτη κοινότητα.   Επίσης, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται  μια συστηματική προσπάθεια της Τουρκίας για  ισλαμοποίηση των κατεχομένων και αφομοίωσης των Τουρκοκυπρίων. Οι προσπάθειες αλλοίωσης της  κοσμικής κουλτούρας της τουρκοκυπριακής κοινότητας άρχισαν και εντάθηκαν κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στην Τουρκία. Σε αυτές τις προσπάθειες αποφασιστικό ρόλο διαδραμάτισε και διαδραματίζει το λεγόμενο γραφείο θρησκευτικών υποθέσεων στα κατεχόμενα.

Με τα σημερινά δεδομένα που δημιούργησε η μακρόχρονη τουρκική κατοχή,  δεν τίθεται πλέον θέμα συγκρότησης ομοσπονδιακού κράτους με τους Τουρκοκύπριους. Ούτε θέμα επανένωσης των δυο κοινοτήτων. Τα κατεχόμενα έχουν, εδώ και αρκετό χρόνο,  ουσιαστικά ενσωματωθεί πλήρως στην Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι είναι όμηροι της Τουρκίας στρατιωτικά, οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά.  Η στρατιωτική, οικονομική, ενεργειακή και πολιτική εξάρτηση των κατεχόμενων και της «κυβέρνησής» τους από την Τουρκία είναι απόλυτη. Αυτή η ωμή πραγματικότητα έχει προ πολλού συντελεστεί. Τούτο, επιβεβαιώθηκε, πριν από 16 χρόνια, δια στόματος του  Μουσταφά Ακιντζί, μετά που έπαψε, τον Μάιο του 2001, να είναι αναπληρωτής πρωθυπουργός του ψευδοκράτους.  Δήλωνε τότε, σύμφωνα με την αγγλική εφημερίδα  Γκάρντιαν της 25/9/2001,  τα ακόλουθα: «Αυτή δεν είναι δημοκρατία. Πως μπορεί να είναι δημοκρατία, όταν η Άγκυρα επεμβαίνει  σε τέτοιο βαθμό στις υποθέσεις μας; Η Τουρκία αποφασίζει τα πάντα, μέχρι και ποιος είναι επικεφαλής της Πυροσβεστικής και του εθνικού Μεταφορέα. Ο στρατός ελέγχει τα πάντα εδώ. Ακόμα και η αστυνομική δύναμη βρίσκεται υπό τη διοίκηση του στρατού». (Σταύρου Λυγερού, Η αιρετική λύση, σελίδες  109-110).

Κατά συνέπεια, η επικράτηση του εθνικιστικού Κόμματος  Εθνικής Ενότητας (UBP) του  Οζγκιουργκούν και των πιο ακραίων φωνών στα κατεχόμενα, διευκολύνει την Άγκυρα στη διασφάλιση της  παρουσίας της στο νησί. Αξίζει να αναφερθεί ότι το εθνικιστικό Κόμμα Εθνικής Ενότητας (UBP), που ήλθε πρώτο κόμμα με 21 «έδρες», όταν ιδρύθηκε το 1975, έθεσε στο άρθρο 2 του καταστατικού του, ως βασικούς  σκοπούς της ίδρυσής του την «μετατροπή της «ΤΔΒΚ» σε ένα ισότιμο, σεβαστό, αξιόπιστο και σίγουρο για το μέλλον του κράτος μέλος της διεθνούς οικογένειας κρατών» και «την κατά προτεραιότητα ανάπτυξη των σχέσεων με την Τουρκία … και ενοποίηση μαζί της σε κάθε θέμα», αποδεχόμενο ότι ο «τουρκοκυπριακός λαός» είναι αναπόσπαστο μέρος του τουρκικού έθνους. (Από τις σελίδες   21-22 σχετικού Σημειώματος που ετοιμάστηκε από το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών). Επίσης, δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητες η είσοδος του Κόμματος  της Αναγέννησης (YDP),  κόμματος των εποίκων, έστω και με μικρό σχετικά ποσοστό, αφού οι υπόλοιποι έποικοι ψηφίζουν τα μεγάλα κόμματα.  Ούτε και η παρουσία του Κόμματος του Λαού (ΗP), του  ανερχόμενου πολιτικού της Δεξιάς Κουτρέτ Οζερσάι ο οποίος  θεωρείται άνθρωπος του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών.

Παράλληλα, τα αποτελέσματα των «βουλευτικών εκλογών» στην κατεχόμενη Κύπρο, επιβεβαίωσαν και την  περιθωριοποίηση όλων εκεινών των πολιτικών ομάδων που αντιτίθενται  και αντιστέκονται στους επεκτατικούς σχεδιασμούς της Τουρκίας και επιθυμούν την επανένωση του νησιού. Εκπροσωπούνται στη νέα «Βουλή» μόνο από τρεις «βουλευτές» του Κόμματος Κοινοτικής Δημοκρατίας (TDP).

Είναι προφανές ότι το ποσοστό των «Τουρκοκυπρίων», όπως αυτοί διαμορφώθηκαν με τον εποικισμό, που θα αγωνιστούν ώστε να απαλλαχθούν από την εξάρτηση, την καταπίεση και την κατοχή από την Τουρκία,  δεν ξεπερνά τα δάκτυλα των δυο χεριών. Κατά την ταπεινή γνώμη του γράφοντος, με τα σημερινά δεδομένα στο τουρκοκρατούμενο μέρος της Κύπρου, μια τέτοια αντίδραση από μέρους των Τουρκοκυπρίων είναι απίθανη και, αν εκδηλωθεί, θα είναι αναποτελεσματική γιατί θα προέρχεται από μια μικρή μερίδα. Είναι πια αργά για μια συνεργασία με τους Τουρκοκύπριους, που να αποβλέπει στην επίτευξη των πιο πάνω στόχων και στην επανένωση και την απαλλαγή της πατρίδας μας από την κατοχή.

(Φιλελεύθερος, 14/1/2018)