Όταν ανέλαβε την εξουσία  ως πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Κεμάλ Ατατούρκ, επιδόθηκε σε μια επίπονη προσπάθεια  να μεταμορφώσει τους πληθυσμούς της τέως Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε Τουρκικό έθνος και, στη συνέχεια, να εκσυγχρονίσει το κράτος. Για  να εκσυγχρονίσει το νέο κράτος,  ο Κεμάλ κατήργησε τη μοναρχία και το χαλιφάτο και προσπάθησε να θέσει στο περιθώριο του κοσμικού κράτους, που οραματιζόταν,   τον ισλαμικό φανατισμό.  Εισήγαγε το λατινικό αλφάβητο και την ευρωπαϊκή ενδυμασία στην Τουρκία, έδωσε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες,  θεμελίωσε το σύγχρονο αστικό τουρκικό δίκαιο βασιζόμενος σε ευρωπαϊκά πρότυπα και έδωσε σκληρή μάχη με τον αναλφαβητισμό. Για να επιτύχει το στόχο του εκσυγχρονισμού της χώρας του,  χρησιμοποίησε σκληρές μεθόδους οι οποίες,  όμως, αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές κυρίως όσον αφορά τους αγροτικούς πληθυσμούς της αχανούς Ανατολίας. 

Μετά το θάνατο του Μουσταφά Κεμάλ η κεμαλική ελίτ αποδείχθηκε αδύνατη να «εκλαϊκεύσει» τα προστάγματα του κεμαλισμού για εκσυγχρονισμό και  εκκοσμίκευση και άφησε  ένα σημαντικό κενό, στο οποίο αναπτύχθηκε το Ισλάμ στο πλαίσιο κάποιων «λαϊκών» πολιτικών κομμάτων.  Οι κεμαλικές δυνάμεις δεν κατόρθωσαν να αφομοιώσουν τις δυτικές αστικές αξίες, όπως ήταν η πολιτική παρακαταθήκη του εμπνευστή τους Ατατούρκ και παγιδεύτηκαν σε ένα  παρωχημένο εθνικιστικό και μιλιταριστικό  ιδεαλισμό. Τόσο το πολιτικό Ισλάμ, το οποίο ως θεοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης δεν αντλεί την εξουσία από το λαό αλλά επικαλείται μία μεταφυσική πηγή εξουσίας, όσο και οι εθνικιστικές και μιλιταριστικές ιδεοληψίες των κεμαλιστών, παρά τον κοσμικό και «δοτικοφανή»  χαρακτήρα τους, δεν κατόρθωσαν  να ενσωματώσουν τις δημοκρατικές αξίες

Όταν ανέλαβε την εξουσία. αρχικά ως πρωθυπουργός,  ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έδωσε την εντύπωση ενός «προοδευτικού» ισλαμιστή, που θα εμβολίαζε το Ισλάμ με τις δυτικές δημοκρατικές αξίες.  Ο Ερντογάν, κατά την  πρώτη περίοδος της διακυβέρνησής του  μέχρι την τρίτη εκλογική του νίκη το 2011, προσπάθησε να εμφανιστεί στα μάτια των ηγετών της Δύσης ως πολιτικός  που εμφορείτο από δημοκρατικές αρχές.  Όμως, στη συνέχεια, απέβαλε την προσωπίδα.  Η μετέπειτα περίοδος ήταν μια περίοδος αυταρχισμού, λαϊκισμού, καταστολής των ελευθεριών. 

Μετά το ανεπιτυχές πραξικόπημα, ο Ερντογάν φαίνεται να συνεχίζει την αυταρχική του πρακτική, πιο εντατικά και συστηματικά, στο όνομα της δήθεν σωτηρίας της δημοκρατίας με  εντατικοποίηση των διώξεων και εκκαθαρίσεων στον δικαστικό, στρατιωτικό και εκπαιδευτικό τομέα, την πιθανή επαναφορά της θανατικής ποινής, την ισχυροποίηση του προεδρικού καθεστώτος, την απαξίωση του κοινοβουλευτικού συστήματος και την αποδυνάμωση του στρατού. Έφτασε στο σημείο να υποστηρίζει με κυνισμό ότι η θανατική ποινή έχει το πλεονέκτημα ότι το κράτος δεν ξοδεύει χρήματα για την τροφή των εγκληματιών! Μπορεί να έχει εκλεγεί με νομιμοφανείς δημοκρατικές διαδικασίες αλλά το  καθεστώς Ερντογάν μόνο δημοκρατικό δεν ήταν ή  είναι.

Όσο περνούν οι ημέρες και καταλαγιάζει κάπως ο κουρνιαχτός, διαλύεται και η αυταπάτη ότι με την καταστολή του πραξικοπήματος νίκησε στην Τουρκία η δημοκρατία. Η δημοκρατία δεν νίκησε, όπως δεν θα νικούσε και αν πετύχαινε το πραξικόπημα. Η δημοκρατία δεν νίκησε στην Τουρκία, επειδή απλούστατα δεν υπήρχε στη χώρα αυτή όταν έγινε το πραξικόπημα… Οι μάζες που κατέβηκαν στους δρόμους σαφώς και εξέφραζαν μία λαϊκή βούληση, ωστόσο η εξιδανίκευση του κινήματος αυτού ως ένας αγώνας δημοκρατίας και ελευθερίας απέχει κατά παρασάγγας από την αλήθεια.

Είναι κοινή η πεποίθηση ότι Ερντογάν μετατρέπει ταχύτατα την Τουρκία σε αυταρχικό κράτος, αποκλείοντας και απομονώνοντας μεγάλα τμήματα του πληθυσμού που υπεράσπιζαν την κοσμικότητα του καθεστώτος και προσέβλεπαν στην ευρωπαϊκή πορεία της.  Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι η Τουρκία διολισθαίνει προς πλήρη ισλαμοποίηση, με ότι αυτό συνεπάγεται για την ίδια ,αλλά και για την ευρύτερη περιοχή.   Ο Ερντογάν,  από την ημέρα που έγινε πρωθυπουργός και στη συνέχεια πρόεδρος, προσπαθεί, να «ισλαμοποιήσει» τον κρατικό μηχανισμό, την παιδεία και τη δημόσια ζωή.  Τώρα, θεωρεί ότι του παρουσιάστηκε η μεγάλη ευκαιρία για να επιτύχει πλήρως τον στόχο του και δύσκολα θα την αφήσει να πάει χαμένη, παρά τις διεθνείς αντιδράσεις. Ένας μεγάλος αριθμός συλληφθέντων ουδεμία σχέση φέρεται να έχει με το πραξικόπημα, ούτε με τον Φετουλάχ Γκιουλέν.

Ο Ερντογάν, καταπνίγοντας αυτό το κακότεχνο πραξικόπημα,  εμφανίζεται όχι πλέον ως πρόεδρος, αλλά ως πραγματικός Χαλίφης και μάλιστα με πολύ άγριες διαθέσεις έναντι πάντων. Έχοντας πλέον το πεδίο απολύτως ελεύθερο για να ασκήσει τη προσωπική του πολιτική, την επίτευξη του πλήρους ελέγχου όλων των εξουσιών και τον παραμερισμό του στρατιωτικού κατεστημένου, ο «νέος σουλτάνος», όπως έχει αποκληθεί από τους επικριτές του, δεν διστάζει τώρα να τα βάλει με όλους όσοι αντιτίθενται στα σχέδιά του. Τα όσα συμβαίνουν μετά το πραξικόπημα, με τις μαζικές συλλήψεις, όχι μόνο στρατιωτικών αλλά δικαστικών, δημοσίων υπαλλήλων και γενικώς όσων θεωρούνται αντίπαλοι του καθεστώτος, αποδεικνύουν του λόγου το ασφαλές. Η  πορεία της Τουρκίας είναι πλέον περίπου προδιαγεγραμμένη.  Το όραμα μιας ευρωπαϊκής χώρας, στο οποίο είχαν πιστέψει πολλοί στην πρώτη τουλάχιστον φάση επικράτησης  του Ερντογάν, απομακρύνεται  πλέον. Ο αυταρχισμός, οι αντιδημοκρατικές πρακτικές, η καταπάτηση των κανόνων δικαίου, είναι η εικόνα που διαγράφεται για το μέλλον της Τουρκίας. Όσον αφορά την πολιτική της Τουρκίας στο Κυπριακό, αυτή δεν πρόκειται να αλλάξει. Παραμένει αναλλοίωτη εδώ και εξήντα χρόνια.

 (Φιλελεύθερος, 31.7.2016)