Οι πρόσφατες δηλώσεις Ερντογάν περί της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923, παρά το ότι απευθύνονταν  κυρίως σε εσωτερικό ακροατήριο, σε μια προσπάθεια αποδόμησης του κεμαλικού κατεστημένου, εξέφραζε μια πάγια τουρκική θέση ως προς το  καθεστώς των νησιών του Αιγαίου. Ως γνωστό, η Ελλάδα απέκτησε την κυριαρχία των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, εκτός της Ίμβρου, Τενέδου και Λαγουσών, με τη Συνθήκη της Λωζάνης στις 24/7/1923 και των  Δωδεκανήσων και του Καστελλόριζου με τη Συνθήκη των Παρισίων στις 10/2/1947.

Για την Τουρκία, η διεθνής αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας επί των νησιών του Αιγαίου ήταν μια οδυνηρή υποχώρηση από την οποία δεν έχει ακόμη συνέλθει. Ο γράφων σε  σχετικό άρθρο του στον «Φ» στις 20/3/2016 με τίτλο «Η Τουρκία και το καθεστώς του Αιγαίου» σημείωνε τα ακόλουθα:  «Από το 1973 η Τουρκία έχει θέσει στόχο της την αναθεώρηση του καθεστώτος του Αιγαίου. Η Τουρκία ούτε αποκρύπτει ούτε συγκαλύπτει αυτήν της επιδίωξη. Ο πρώην Πρωθυπουργός και Πρόεδρος Τουργούτ Οζάλ δήλωνε το 1986 ότι ‘‘η παρούσα κατάσταση η οποία υπάρχει μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δεν είναι ικανοποιητική. Εάν η Τουρκία ήξερε που θα την οδηγούσε η Συνθήκη της Λωζάνης δεν θα την είχε υπογράψει ποτέ…. Εμείς δεν ξεχνούμε ότι χάσαμε μέσα από τα χέρια μας τα νησιά, τα πάτρια τουρκικά εδάφη’’». Αρκετά αποκαλυπτικός είναι ο Αχμέτ Νταβούτογλου στο βιβλίο του «Το Στρατηγικό Βάθος, Η διεθνής θέση της Τουρκία»: «Μια Τουρκία που έχει αποκλειστεί από το Αιγαίο κι έχει περικυκλωθεί στα νότια από τη Ρωμαίικη Διοίκηση της νότιας Κύπρου σημαίνει ότι τα περιθώριά της να κάνει ένα άνοιγμα στον κόσμο έχουν περιοριστεί σημαντικά» (σελ. 267). «Η βασική πηγή προβλήματος στο Αιγαίο είναι η αγεφύρωτη αντίφαση μεταξύ της γεωλογικής και γεωπολιτικής πραγματικότητας και του ισχύοντος καθεστώτος».(σελ. 268).  «Το status quo που διαμόρφωσαν τα νησιά του Αιγαίου, τα οποία κατά ένα απερίσκεπτο τρόπο εγκαταλείφτηκαν στην Ελλάδα, περιόρισε σε σημαντικό βαθμό το πεδίο δράσης της Τουρκίας στη θάλασσα».(σελ. 248).  Τα νησιά αυτά και η Κύπρος είναι από τα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας  που η Τουρκία  νοσταλγεί. Η θέση που ανέκαθεν υποστήριζε η Τουρκία, τόσο για τα νησιά αυτά όσο και για την Κύπρο, βασίζεται στο χιτλερικό επιχείρημα του λεγόμενου «ζωτικού χώρου».

Σήμερα, στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όπου εκτυλίσσεται μια ριζική και πρωτοφανής γεωπολιτική και ενεργειακή αναδιάταξη,  η εμπλοκή των συμφερόντων είναι τεραστίων διαστάσεων. Σε αυτή την εμπλοκή θέλει να πρωταγωνιστήσει η Τουρκία η οποία οραματίζεται το ρόλο της υπερδύναμης της περιοχής, ρόλο που έπαιζε κάποτε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στην πραγμάτωση των σχεδίων της, η Τουρκία θεωρεί εμπόδιο τόσο την Κυπριακή Δημοκρατία (ΚΔ), την οποία επιδιώκει να καταλύσει, όσο και το σημερινό  status quo στο Αιγαίο.

Η ύπαρξη της ΚΔ, με τη διεθνώς αναγνωρισμένη Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) της και την ιδιότητα του μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί εμπόδιο στις βλέψεις της Τουρκίας για διαμοιρασμός των θαλασσίων ζωνών στην πολύπλοκη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όπου διεκδικεί ένα μεγάλο μερίδιο στην ενεργειακή πίτα. Στη λύση  που μαγειρεύεται από ξενόφερτους μαγείρους, με βάση τη συνταγή που αναγράφεται στην «κοινή διακήρυξη» της 11/2/2014 και η οποία, στην πραγματικότητα, είναι αντιγραφή αυτής του περιβόητου σχεδίου Ανάν, η Τουρκία επιχειρεί να επιτύχει αυτούς τους στόχους. Δεν θα αποδεχθεί τη μετεξέλιξη της ΚΔ. Ούτε προτίθεται να αναγνωρίσει τη χαραχθείσα και διεθνώς αναγνωρισμένη ΑΟΖ της ΚΔ και δεν θα αποδεχθεί τις συμφωνίες  που υπέγραψε η ΚΔ για οριοθέτηση της ΑΟΖ της με την Αίγυπτο, το Ισραήλ και τον Λίβανο. Ειδικότερα, θεωρεί, ως μέρος της τουρκικής υφαλοκρηπίδας,  περιοχή  δυτικά της Κύπρου που αποτελεί μέρος της ΑΟΖ της ΚΔ, ώστε η κυπριακή ΑΟΖ να μην εφάπτεται της αντίστοιχης της Ελλάδας στο Καστελλόριζο. Με βάση την αρχή της μέσης γραμμής, το σύμπλεγμα του Καστελλόριζου εξασφαλίζει την επαφή της ελληνικής με την κυπριακή ΑΟΖ. Οι δύο αυτές ΑΟΖ παρεμβάλλονται μεταξύ τουρκικής και αιγυπτιακής, γεγονός που περιορίζει σημαντικά την τουρκική ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Τουρκία δεν αποδέχεται ότι τα νησιά έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα και κατ’ επέκταση έχουν δική τους ΑΟΖ,  όπως τούτο προβλέπεται στη Συνθήκη των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, η οποία, παρά το ότι δεν έχει υπογραφεί από την Τουρκία, τη δεσμεύει γιατί διατυπώνει ως προς το θέμα αυτό προϋπάρχον γενικό εθιμικό δίκαιο το οποίο απλώς κωδικοποιεί. Ειδικά, στο άρθρο 121, παράγραφος 2 της Σύμβασης αναφέρεται ότι όλα τα κατοικημένα νησιά διαθέτουν ΑΟΖ και ότι η ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα ενός νησιού καθορίζονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που καθορίζονται και για τις ηπειρωτικές περιοχές. Το Καστελλόριζο είναι νησί το οποίο κατοικείται και, κατά συνέπεια, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι διαθέτει ΑΟΖ.

Υπάρχει και η εμμονή της Τουρκίας  στις περιώνυμες γκρίζες ζώνες.  Η Άγκυρα προβάλλει τη θεωρία ότι δεν ανήκουν στην Ελλάδα όσα νησιά δεν αναφέρονται ονομαστικά στις συνθήκες που έχουν υπογραφεί. Αυτή όμως η θέση είναι ανυπόστατη. Με τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 η Τουρκία παραιτήθηκε «παντός τίτλου και δικαιώματος» πάνω σε όλα ανεξαιρέτως τα νησιά του Αιγαίου,  εκτός από τα Δωδεκάνησα που δόθηκαν στην Ιταλία,  τα νησιά Ίμβρος, Τένεδος και Λαγούσες που δόθηκαν στην Τουρκία και  όλα τα νησιά που βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη των τριών μιλίων από τη μικρασιατική ακτή που παρέμειναν υπό τουρκική κυριαρχία.  Το 1932 η Τουρκία υπέγραψε με την Ιταλία συμφωνία για τον καθορισμό των θαλάσσιων συνόρων μεταξύ της Δωδεκανήσου και των τουρκικών ακτών. H συμφωνία αυτή βρίσκεται, τώρα,  σε ισχύ μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, με βάση τις διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου περί διαδοχής κρατών, μετά την προσάρτηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947.  Η συμφωνία του 1932 είναι ιδιαίτερα σημαντική διότι αναφέρεται ειδικά στα Ίμια ως ανήκοντα στην Ιταλία και άρα, μετά το 1947, στην Ελλάδα.

(Φιλελεύθερος, 23.10.2016)