Οι αντιδημοκρατικές πρακτικές και η καταπάτηση βασικών κανόνων δικαίου,  που μετέρχεται ο Ερντογάν μετά την καταστολή του πραξικοπήματος, καθιστούν σχεδόν απραγματοποίητη την προοπτική να καταστεί η Τουρκία μια ευρωπαϊκή χώρα και επαναφέρουν  το ερώτημα αν η Τουρκία ανήκει,  από γεωγραφική, ιστορική και πολιτιστική άποψη,  στον ευρωπαϊκό χώρο.   Το ερώτημα, μέχρι πρόσφατα,  είχε ακαδημαϊκή μόνο σημασία,  αφού πολιτικά έχει απαντηθεί από το 1964 με  την υπογραφή της συμφωνίας σύνδεσης της Τουρκίας με την τότε ΕΟΚ. Ακολούθησε η  υπογραφή το 1995 της συμφωνίας για  Τελωνειακή Ένωση και, τελικά, η απόφαση που λήφθηκε στις  17 Δεκεμβρίου 2004 για έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.

Από γεωγραφική και από ιστορική άποψη η Τουρκία ασφαλώς δεν ανήκει στον ευρωπαϊκό χώρο. Ένα μικρό μόνον τμήμα του εδάφους της βρίσκεται στην ευρωπαϊκή ήπειρο και η ιστορική της εξέλιξη δεν ακολούθησε την πορεία των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, ενώ και η θρησκεία αποτελεί ένα ακόμη στοιχείο διαχωρισμού.

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η προσέγγιση στο ερώτημα του  Βαλερί Ζισκάρ ντ' Εστέν,  πρώην Προέδρου της Γαλλίας που υπήρξε Πρόεδρος της Συντακτικής Συνέλευσης για το Μέλλον της Ευρώπης, σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στο «Βήμα» των Αθηνών στις 24 και 25. 11.2004. Έγραψε σχετικά: «Παρόλο ότι είναι γεγονός πως η Τουρκία εξακολουθεί να κατέχει ένα μικρό ευρωπαϊκό θύλακα, αυτό το τμήμα εκπροσωπεί μόνο το 5% του εδάφους της και το 8% του πληθυσμού της. Το υπόλοιπο της χώρας βρίσκεται στην Ασία, στο οροπέδιο της Ανατολίας, όπου ο ιδρυτής της σύγχρονης Τουρκίας, ο Κεμάλ Ατατούρκ, επέλεξε να μεταφέρει την πρωτεύουσα της χώρας... Η Τουρκία έχει τη δική της γλώσσα και τον δικό της πολιτισμό. Η τουρκική γλώσσα δεν έχει τις ίδιες ρίζες μ' εκείνες που απαντώνται στη μεγάλη οικογένεια των Ινδο-Ευρωπαϊκών γλωσσών. Σήμερα, ο πληθυσμός της Τουρκίας αριθμοί γύρω στα 73 εκατομμύρια. Η χώρα είναι πιο πολυπληθής απ' οποιοδήποτε από τα ευρωπαϊκά κράτη, της Γερμανίας εξαιρουμένης…  Θα πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι ο τουρκικός πληθυσμός αποτελεί μέρος μιας πολύ μεγαλύτερης κοινότητας με τουρκικές ρίζες … Το βιοτικό επίπεδο στην Τουρκία παραμένει πολύ μακριά από τα αντίστοιχα επίπεδα που επικρατούν σχεδόν σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ευρώπης …».

Οι αντιρρήσεις του Ζισκάρ ντ' Εστέν δεν έπιασαν τόπο και, όπως προαναφέρθηκε,  στις  17 Δεκεμβρίου 2004 λήφθηκε η απόφαση  για έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η παράκαμψη των κριτηρίων  της γεωγραφίας, της ιστορίας και της θρησκείας. Με ποια δικαιολογία, όμως, παρακάμφθηκαν τα σοβαρά δημοκρατικά ελλείμματα που παρατηρούνταν και παρατηρούνται στην Τουρκία; Υπό την πίεση και της Ουάσιγκτον, οι περισσότερες κυβερνήσεις της Ευρώπης προσπάθησαν να φιλοτεχνήσουν την εικόνα μιας Τουρκίας, που αργά αλλά σταθερά συγκλίνει προς τις ευρωπαϊκές αρχές κι αξίες. Στην πραγματικότητα, μπορεί στο νομοθετικό επίπεδο να έχουν πραγματοποιηθεί αρκετά βήματα προσαρμογής, αλλά το πρόβλημα στην Τουρκία ήταν πάντα η εφαρμογή των νόμων και ο σεβασμός αυτών των αξιών, στις οποίες προεξάρχουσα θέση κατέχει ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτές οι αξίες αποτελούν το βάθρο πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε το οικοδόμημα του ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού. Η Τουρκία φαινομενικά επιδιώκει την ένταξη, αλλά όχι και την προσαρμογή. Μάλιστα, δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι το καθεστώς Ερντογάν χρησιμοποίησε την ενταξιακή πορεία – στην οποία δεν πίστευε -  για να επιτύχει τις συνταγματικές αλλαγές που επεδίωκε και να αποδυναμώσει το στρατιωτικό κατεστημένο. Τα δημοκρατικά ελλείμματα υπήρχαν και το 2004 και εξακολουθούν να υπάρχουν. Οπωσδήποτε, η Τουρκία δεν πληροί τα κριτήρια που της έχουν τεθεί.  Πολύ απέχει  από το να είναι έτοιμη να τεθεί σε τροχιά ένταξης.

Όμως, στην ουσία, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Τουρκία στην ενταξιακή της πορεία δεν σχετίζονται αποκλειστικά με την μη τήρηση από μέρους της των κριτηρίων που της τέθηκαν. Είναι σαφές, εδώ και αρκετά χρόνια, ότι μια ομάδα ισχυρών κρατών όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Αυστρία, εκφράζοντας τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινής γνώμης των χωρών τους,  δεν επιθυμούν την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, αλλά μια  «προνομιακή σχέση».  Διότι η Τουρκία ως πλήρες μέλος της ΕΕ θα ανατρέψει άρδην τις ισορροπίες δυνάμεων που τόσο δύσκολα καθορίστηκαν αρχικά στη Νίκαια και έπειτα στη Λισσαβόνα. Αυτό το γνωρίζει εδώ και καιρό η Τουρκία.   Για το λόγο αυτό και η Τουρκία δεν είναι διατεθειμένη να αναθεωρήσει, έστω και στο ελάχιστο,  την πολιτική της στο Κυπριακό και να εγκαταλείψει τους βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους της για την Κύπρο. Εξ άλλου, ουδείς γνωρίζει ποια μορφή θα έχει η ΕΕ, μετά το Brexit,  σε δέκα ή δεκαπέντε χρόνια, όταν θα έλθει - αν τελικά έλθει, πράγμα πολύ αμφίβολο, με βάση τα όσα εκτίθενται πιο πάνω - η σειρά της Τουρκίας, καθώς είναι πολύ πιθανό να έχει ως τότε δημιουργηθεί ένας μικρός πυρήνας με τις χώρες εκείνες που θα προχωρήσουν γοργά στην κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης και ένας άλλος,  δεύτερης ταχύτητας, γύρω από αυτές.  

(Φιλελεύθερος, 7.8.2016)