Το παρόν άρθρο, στο οποίο θα επιχειρηθεί μια γενική θεώρηση του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής, γράφεται με την αφορμή της μεταχείρισης που έτυχε από Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας (ΜΜΕ)  η κα Μαρίνα, μια ταλαιπωρημένη 60χρονη γυναίκα από την Ορόκλινη, πρώην σύζυγος  του δράστη της πρόσφατης τραγελαφικής αεροπειρατείας.  

Η αποκάλυψη των προσωπικών δεδομένων ενός προσώπου συνιστά επέμβαση στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής το οποίο προστατεύεται από το Άρθρο 15 του Συντάγματος και το   Άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το δικαίωμα καλύπτει το σύνολο των δραστηριοτήτων του ανθρώπου στο χώρο που τον περιβάλλει. Το δικαίωμα ιδιωτικής ζωής απορρέει από το δικαίωμα για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου. Του εξασφαλίζει ένα χώρο στον οποίο μπορεί ελεύθερα να επιδιώκει την ανάπτυξη και ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του.  Αποσκοπεί στην καθιέρωση της αυτονομίας του ατόμου στην ιδιωτική και οικογενειακή του ζωή.  Για να είναι κανείς πραγματικά ελεύθερος πρέπει να διαθέτει ένα χώρο του βίου του απροσπέλαστο στα βλέμματα όποιου τρίτου, είτε αυτός είναι άτομο,  είτε  ΜΜΕ,  είτε   κάποιος φορέας εξουσίας. Για το λόγο αυτό, το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής  θα πρέπει να τυγχάνει προστασίας στον ίδιο βαθμό που τυγχάνουν και άλλες εκδηλώσεις της προσωπικότητας, όπως,  για παράδειγμα,  το άσυλο της κατοικίας ή η ελευθερία του λόγου. 

Στις μέρες μας το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής απειλείται,  όσον ποτέ άλλοτε,  από τις μεθόδους που έχει αναπτύξει η τεχνολογία για παρακολούθηση και καταγραφή  των πιο κρυφών στιγμών της ζωής μας, στα πιο απρόσιτα μέρη.  O κατάλογος εκείνων που απειλούν τον ιδιωτικό χώρο του ανθρώπου ποικίλλει. Αρχίζει  από  την περίεργη γειτόνισσα που αναζητεί τροφή για το κουτσομπολιό της και φθάνει  μέχρι το κράτος που επιζητεί να ενισχύει την εξουσία του με την ενημέρωσή του για τη ζωή του ανθρώπου. Ανάμεσά τους,   τα ΜΜΕ. Εδώ, το θέμα λαμβάνει άλλη διάσταση.  Το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, στο οποίο αποβλέπει η προστασία των προσωπικών δεδομένων, έρχεται συχνά αντιμέτωπο με το δικαίωμα της πληροφόρησης το οποίο αναγνωρίζεται στα ΜΜΕ και σε κάθε πολίτη. Σε κάθε δημοκρατική πολιτεία πρέπει να προβλέπονται εξαιρέσεις και αποκλίσεις και να χαραχθούν όρια που να επιτρέπουν και στα δυο δικαιώματα να ασκούνται κατά τρόπο ισοζυγισμένο. Δυστυχώς, δεν είναι λίγες οι φορές που λειτουργοί των ΜΜΕ ανταγωνίζονται την περίεργη γειτόνισσα και τρέφονται από τα απόρρητα της ιδιωτικής ζωής με την πρόφαση ότι από αυτά τρέφεται και το κοινό τους.  Παραβλέπουν ότι το κοινό συχνά δέχεται να τραφεί με ό,τι του δώσεις.  Ο γράφων, ως Επίτροπος Διοικήσεως, ασχολήθηκε με το θέμα στην Ετήσια Έκθεσή του στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για το έτος 1996, όπου παρατήρησε τα ακόλουθα: «Η σύγκρουση των πιο πάνω δικαιωμάτων μπορεί να αποφευχθεί με τη στάθμιση των συγκρουόμενων αγαθών. Κανένα από αυτά τα αγαθά δεν είναι υπέρτερο ή υποδεέστερο του άλλου». Ο δημοσιογράφος θα πρέπει να σταθμίσει «αν ο βαθμός της συγκεκριμένης προσβολής της ιδιωτικής σφαίρας είναι ανάλογος προς το προστατευτέο στη συγκεκριμένη περίπτωση δημόσιο συμφέρον της ενημέρωσης του κοινού». Με άλλα λόγια, είναι απαραίτητη και εδώ  ή εφαρμογή  της αρχής της αναλογικότητας.

Συχνάκις παρουσιάζεται το φαινόμενο της εθελούσιας,  από κάποιο πρόσωπο,  προβολής των μυστικών της ιδιωτικής του ζωής. Και γεννιέται το ερώτημα αν η περιφρούρηση του ιδιωτικού απορρήτου είναι δικαίωμα από το οποίο μπορεί κανείς και να παραιτηθεί. Aν, για παράδειγμα, αποτελούν προσβολές της προσωπικότητας οι διάφορες εκπομπές, όπου με τη θέλησή τους και χωρίς δόλια τεχνάσματα,  εμφανίζονται στην οθόνη πρωταγωνιστές οικογενειακών και άλλων ιδιωτικών περιπετειών για να εξιστορήσουν τα δράματά τους ή  να αλληλοκατηγορηθούν και να αναζητήσουν κάποια δικαίωση.  Εδώ, το όλο θέμα δεν ανάγεται  μόνο στην προστασία της ανθρώπινης προσωπικότητας, αλλά και  στη σφαίρα της ψυχιατρικής. Aνάγεται και στη σφαίρα της δεοντολογίας των ΜΜΕ. 

Τέλος, σε συνάρτηση με όλα όσα αναφέρονται πιο πάνω, είναι το σοβαρό θέμα του καθορισμού των ορίων ανάμεσα σ’ αυτό που είναι ιδιωτική ζωή  και αυτό που είναι δημόσια ζωή. Με άλλα λόγια, πού σταματούν «τα εν οίκω» και αρχίζουν «τα εν δήμω». Tα όρια αναγκαστικά αλλάζουν ανάλογα με τις περιστάσεις και ανάλογα με τα πρόσωπα. Tο πρόβλημα έχει σχέση κυρίως για τους πολιτικούς.  Δεν περιλαμβάνω  τους καλλιτέχνες, γιατί πολλοί από αυτούς είναι ευτυχείς με τη δημοσιοποίηση των μυστικών τους και, αρκετές φορές, την προσφέρουν οι ίδιοι. O κανόνας που θα μπορούσε να διατυπωθεί είναι ότι όσο πιο δημόσιες είναι οι δραστηριότητες και οι εξουσίες ενός ανθρώπου τόσο περιορίζεται το δικαίωμά του στο απόρρητο της  ιδιωτικής ζωής.  Aυτό δεν σημαίνει ότι, για τους ανθρώπους με δημόσιο ρόλο, επιτρέπεται η διάδοση ψεύτικων ισχυρισμών. Kαι προπάντων, δεν σημαίνει ότι επιτρέπεται η κατασκόπευση των δημόσιων προσώπων, με την υπόνοια ότι μπορεί κάτι να βρεθεί που θα άξιζε να γίνει γνωστό στο κοινό. Εξυπακούεται ότι ο  περιορισμός του απορρήτου αφορά την περαιτέρω διάδοση γεγονότων που έγιναν νόμιμα γνωστά και όχι τη χρησιμοποίηση παρανόμων μεθόδων για την ανακάλυψή τους.

(Φιλελεύθερος, 10.4.2016)