Στις μέρες μας, η εργασία έχει καταστεί προνόμιο. Προνομιούχοι όσοι είναι ενταγμένοι στην παραγωγική διαδικασία. Οι όροι εργασίας τους δεν μπορεί να είναι πρόβλημα.  Γιατί το μεγάλο πρόβλημα της εποχής μας είναι η μοίρα αυτών που δεν κατορθώνουν να ενταχθούν στην παραγωγική διαδικασία, η μοίρα των απέξω, των ανέργων. Γι’ αυτούς που ζουν με το επίδομα ανεργίας, η ανεύρεση κάποιας δουλειάς έστω με χαμηλό μισθό ή με δυσάρεστους όρους είναι κατάκτηση. Nέοι με αξιόλογα προσόντα ή ωριμότεροι που έχασαν τη δουλειά τους, περιφέρονται μοιράζοντας βιογραφικά σημειώματα και συστατικές επιστολές,  ψάχνοντας για κάποια απασχόληση.  Mεγάλο το οικονομικό πρόβλημα του νέου άνεργου και ίσως ακόμα μεγαλύτερο το ψυχικό.  Να αισθάνεται αχρηστεμένος πριν χρησιμοποιηθεί. Στο θέμα της ανεργίας η Κύπρος συνεχίζει  να κατέχει την τρίτη θέση στην Ευρωζώνη με ποσοστό  που φτάνει το 32,6%, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη είναι 22,5%. Το Νοέμβριο του 2015 οι εγγεγραμμένοι άνεργοι ήταν 43.602.

Το δραματικό πρόβλημα της ανεργίας έχει ουσιαστικά καταργήσει κάθε ενδεχόμενο συνδικαλιστικών διεκδικήσεων στον ιδιωτικό τομέα. Νέοι άνθρωποι, με πανεπιστημιακές, συχνά και μεταπτυχιακές σπουδές, με γλωσσομάθεια και εμπειρία εργασίας στο εξωτερικό, γίνονται αντικείμενο ωμής εκμετάλλευσης.  Και τρέμουν μήπως απολυθούν, θεωρούν τον εαυτό τους προνομιούχο σε σύγκριση με τους άνεργους, τους μη προνομιούχους. Αυτό είναι το καινούργιο προλεταριάτο, που η εργασία του πουλιέται και αγοράζεται μόνο με τους νόμους της αγοράς, τους νόμους προσφοράς και ζήτησης, τους νόμους της ζούγκλας.

Έτσι, στην ουσία, υπαρκτός είναι μόνο ο συνδικαλισμός των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Ο συνδικαλισμός των λειτουργών του κράτους. Κάτι το αδιανόητο. Το συνδικαλιστικό δικαίωμα είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο, αλλά το ζήτημα έχει, εκτός από τη νομική, και μια βαθιά ηθική, κοινωνική και πολιτική διάσταση,  μέσα στις τραγικές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που διαβιούμε. Ο συνδικαλισμός των λειτουργών του κράτους δεν μπορεί να εξομοιώνεται με τον συνδικαλισμό υπαλλήλων και εργατών των ιδιωτικών επιχειρήσεων, να χρησιμοποιεί ίδιες πρακτικές, ίδιες μεθόδους. Όσοι επέλεξαν ως επάγγελμα να υπηρετούν τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου είναι αδιανόητο να αντιμετωπίζουν το κοινωνικό σώμα σαν ιδιώτη εργοδότη. Αδιανόητο να εκβιάζουν το σύνολο, μεθοδικά να το τυραννούν, για να πετύχουν ασύμμετρα με την προσφορά τους ατομικά οφέλη.

Τον τελευταίο καιρό γίναμε μάρτυρες επανόδου νοοτροπιών και συμπεριφορών που μας οδήγησαν στο χείλος της  οικονομικής καταστροφής. Καθώς πλησιάζουμε στις βουλευτικές εκλογές,  το σάπιο πολιτικό σύστημα, που εξέθρεψε το πελατειακό κράτος, ενθαρρύνει  τους επαγγελματίες συνδικαλιστές της πολυθρόνας να παίξουν το παιγνίδι τους, που φαίνεται ότι ξέρουν να το παίζουν πολύ καλά. Οι συνδικαλιστές αυτών των προνομιούχων, μάς δίνουν την εντύπωση ότι δεν καταλαβαίνουν την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε Εξακολουθούν να μιλούν τη γλώσσα περασμένων δεκαετιών. Δεν βλέπουν πόσοι συμπολίτες τους ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας. Παρατηρείται από μέρους τους μια συμπεριφορά που προκαλεί το δημόσιο αίσθημα και εκδηλώνει θρασύτητα και αναλγησία. Πως διαφορετικά μπορεί να χαρακτηριστεί η απαίτηση των μελών της ΠΑΣΥΔΥ για επιστροφή των αποκοπών που τους έγιναν την τελευταία τριετία σε μισθούς, συντάξεις και ωφελήματά τους που ανέρχονται σε περίπου 5 δις;

Σκοπός αυτών των προνομιούχων συνδικαλιστών, για να δικαιολογήσουν τους παχυλούς μισθούς τους, είναι η διατήρηση των κεκτημένων. Έτσι, με τα όπλα που τους παρέχει το πελατειακό κράτος και με τη γνωστή ξύλινη και, συνάμα, εκβιαστική  συνδικαλιστική τους γλώσσα, εξουδετερώνουν κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού του κράτους και, ειδικά, κάθε προσπάθεια  λήψης ριζοσπαστικών μέτρων για αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης η οποία παραμένει μια πολυδάπανη, αργοκίνητη, αναποτελεσματική και, όχι σε λίγες περιπτώσεις, διεφθαρμένη μηχανή, ανίκανη να ανταποκριθεί στις προκλήσεις των καιρών.

Αναγνωρίζω ότι η επίτευξη του στόχου του εκσυγχρονισμού του κράτους δεν είναι εύκολη υπόθεση. Προσκρούει στις μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Και στο φόβο του πολιτικού κόστους. Αυτό το περιβόητο πολιτικό κόστος καθηλώνει στο τέλμα και αφήνει άλυτα τα πιο βασανιστικά για την κυπριακή κοινωνία προβλήματα. Εξουδετερώνει κάθε προσπάθεια αναβάθμισης και εκσυγχρονισμού της δημόσιας υπηρεσίας και  εξυγίανσης των ημικρατικών οργανισμών  που έχουν καταντήσει κομματικά φέουδα βολέματος ημετέρων, προπύργια ρουσφετολογίας και σε αρκετές περιπτώσεις εστίες αναξιοκρατίας, διαπλοκών και σκανδάλων Αυτό το πολιτικό κόστος δεν επιτρέπει, εδώ και 25 χρόνια,  τη δημιουργία Σχεδίου Υγείας, για να μην δυσαρεστηθεί η γνωστή ομάδα των εισαγωγέων, προμηθευτών και κλινικαρχών.

(Φιλελεύθερος, 28.2.12016)