Στις  πρώτες χριστιανικές κοινότητες η γέννηση του Ιησού είχε ταυτιστεί, ως εορτή, με τη βάφτιση και εορταζόταν στις 6 Ιανουαρίου.  Η καθιέρωση στη Δύση της 25ης Δεκεμβρίου ως της ημέρας γέννησης του Χριστού, έγινε τον 4ο αιώνα. Την ίδια ημέρα που εορταζόταν και  η γέννηση του Μίθρα, ενός από τους ανώτερους θεούς του Ιρανικού πανθέου. Σε μερικές παραστάσεις της γέννησης του Μίθρα απεικονίζονται και βοσκοί. (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Εταιρεία Αθηνών, Τόμος ΣΤ΄, σελ. 500).

Για τη διδασκαλία του Ιησού έχουμε ως βασική πηγή τα τέσσερα Ευαγγέλια.  Τα τέσσερα Ευαγγέλια τοποθετούνται στο δεύτερο μισό του 1ου αιώνα. Προηγήθηκαν οι επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Η ανακάλυψη μεταπολεμικά αρκετών αρχαίων κειμένων, μεταξύ των οποίων είναι η «Πηγή των Λογίων» και το κατά Θωμά Ευαγγέλιο, εδραίωσε την εκτίμηση των επιστημόνων περί πολυμορφίας του αρχέγονου χριστιανισμού.  Πιο συγκεκριμένα, όπως  επιβεβαιώνει και ο κ. Πέτρος Βασιλειάδης,  Καθηγητής της Καινής Διαθήκης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,  η ανακάλυψη αυτή «πιστοποιεί την ύπαρξη μιας άλλης αρχέγονης χριστιανικής παράδοσης, διαφορετικής από εκείνη που εκπροσωπούσε το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου και η εξ αυτού απορρέουσα κανονική παράδοση της Καινής Διαθήκης....».  (Π. Βασιλειάδης, Τα απαγορευμένα πάθη, στο «Βήμα» των Αθηνών, ημερ. 8.4.2007).

Παρά τα όσα αναφέρονται πιο πάνω, εκείνο που μπορούμε με βεβαιότητα  να πούμε είναι ότι ο Ιησούς δίδασκε μια νέα, απλή αλλά βαθιά διδασκαλία που είχε ως  κεντρικό πυρήνα την αγάπη,  την αγάπη «προς τον πλησίον». Το ερώτημα που προβάλλεται είναι ποια είναι η έκταση της εντολής του Ιησού  για την αγάπη του «πλησίον». Μια φιλελεύθερη προσέγγιση, την οποία  ασπάζομαι,  μπορεί να υποστηρίξει ότι «πλησίον» είναι ο κάθε συνάνθρωπος, η ανθρωπότητα ολόκληρη με προεξάρχοντες αυτούς που είναι δυσκολότερο να αγαπήσουμε, τους ξένους, τους διαφορετικούς, τους αντίθετους. Μια αγάπη προς όλους του ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων και των εχθρών μας. Το τελευταίο, το διακηρύττει καθαρά ο Ιησούς στην «επί του όρους» ομιλία του: «.... αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείται τους καταρωμένους υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς» (Κατά Ματθαίον, 5, 43).   Kι όχι μόνον να τους αγαπήσουμε, με ένα αίσθημα που θα μπορούσε να είναι απόρροια καλοσύνης, συμπόνιας, ευσπλαχνίας, αλλά να τους αγαπήσουμε ενεργητικά, αναγνωρίζοντάς τους ως ισότιμους, και αγωνιζόμενοι για την εξάλειψη των ανισοτήτων που φωλιάζουν στην ψυχή μας αλλά και στην κοινωνία και στους νόμους. Με όπλο την αγάπη, από την οποία απορρέουν η  ειρήνη και η αδελφοσύνη,  ο Ιησούς πάλεψε να ξεπεράσει την αδικία και σκληρότητα αυτού του ατελούς μας κόσμου. Για την λύτρωση και σωτηρία του ανθρώπου, ο Ιησούς δεν προτείνει δογματικές ή ιεροτελεστικές αλλά ηθικές λύσεις. Με το υπέροχο μήνυμα της αγάπης ο Ιησούς απαιτεί πράξεις. Απαιτεί μια πραγματική ψυχική υπέρβαση από το «εγώ».  Ο Ιησούς δεν μίλησε για νηστείες, ψαλμωδίες, ρεβεγιόν, ψώνια, δώρα και γαλοπούλες.

Εξετάζοντας ένας ιστορικά την ανά τους αιώνες εξέλιξη του Χριστιανισμού, θα μπορούσε εύλογα να υποστηρίξει ότι η πορεία που ακολούθησαν αυτοί που ανέλαβαν να διαδώσουν τον Χριστιανισμό δεν συνάδει με το νόημα της διδασκαλίας του Ιησού. Μπορεί ο Ιησούς να «ανέτειλεν τω κόσμω το φως το της γνώσεως», αλλά μερικοί «άγιοι πατέρες»,  με τους μισαλλόδοξους δογματισμούς τους  και τις ιερές εξετάσεις τους,  κατάφεραν να σβήσουν αυτό το φως. Μπορεί ο χριστιανισμός να απέκτησε εκατοντάδες εκατομμύρια «πιστούς», να ανέδειξε ιεράρχες, να οικοδόμησε μυριάδες ναούς,  αλλά δεν κατόρθωσε να κάνει τον κόσμο όπως το θέλησε ο Ιησούς. Το μεγαλειώδες κήρυγμα της αγάπης δεν βρήκε αποδέκτες. Αυτή η υπέροχη διδασκαλία του Ιησού κατέληξε σε ένα δόγμα, που χρησιμοποιήθηκε ως όργανο εξουσίας.   Η αγάπη πέρασε στο περιθώριο. Την αγάπη αντικατέστησε το μίσος προς τον αλλόθρησκο και τον αιρετικό.

Στην πρώτη σταυροφορία, μόλις οι σταυροφόροι μπήκαν στην Ιερουσαλήμ, δεν συμπεριφέρθηκαν ούτε ως ιππότες ούτε ως χριστιανοί. Κατάσφαξαν όλους τους μουσουλμάνους και διέπραξαν πολλές φρικαλεότητες. Στην τέταρτη Σταυροφορία τα θύματα των Σταυροφόρων δεν ήταν οι «άπιστοι»  μουσουλμάνοι στους Αγίους Τόπους, αλλά οι χριστιανοί της Κωνσταντινούπολης. Όταν κυριεύθηκε η Κωνσταντινούπολη,  ακολούθησε ένα πρωτοφανές όργιο βιασμών συλήσεων, φόνων και λεηλασιών.

Όταν έκανε την εμφάνιση του το δόγμα, άρχισαν να εμφανίζονται  και οι αιρέσεις και οι αφορισμοί. Αυτός που επικρατούσε αφόριζε τον αντίπαλο. Η ηγεσία της χριστιανικής Εκκλησίας για να εξασφαλίσει την πειθαρχία και τη νομιμοφροσύνη και να έχει το ποίμνιό της δέσμιο και εξαρτημένο διέπραξε φοβερά εγκλήματα. Στην προσπάθειά της αυτή υπήρξε αδίστακτη,  πολεμώντας βάναυσα κάθε αντίθετη άποψη, ακόμα  και  την γνώση. (Για πλήρη ανάπτυξη του θέματος, παραπέμπω στο βιβλίο μου «Αναζητώντας την αυτογνωσία», Τόμος  1ος, σελίδες 223-255). 

Καλά Χριστούγεννα!

(Καθημερινή, 25.12.2010)