Από τη μελέτη των όσων γράφτηκαν και γράφονται σχετικά με τα όσα διαδραματίστηκαν τον Ιούλιο του 1974, εξάγεται ότι υπάρχουν ακόμη αρκετά από τα γεγονότα που περιβάλλουν την προπαρασκευή και εκτέλεση του πραξικοπήματος και της εισβολής  και, κυρίως, την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, που χρειάζονται διαλεύκανση. Κάμποσες πτυχές της ιστορικής αλήθειας εξακολουθούν να μένουν στο σκοτάδι. Έχει αρκετή δουλειά να κάνει ο ιστορικός του μέλλοντος.

Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι το πραξικόπημα εκτελέστηκε από την Εθνική Φρουρά. Κινητήρια δύναμη για το εγκληματικό πραξικόπημα ήταν αυτός ο ελεεινός «αόρατος δικτάτορας» Δημήτριος Ιωαννίδης. Στους συνωμότες συγκαταλέγονταν ο τότε αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων Γρηγόριος Μπονάνος, και άλλα στελέχη της ελληνικής χούντας. Υπεύθυνος στην Κύπρο για την εκτέλεση του πραξικοπήματος ήταν ο Γεωργίτσης.  Στόχος ήταν η φυσική εξόντωση του Μακαρίου. Ο Γεωργίτσης στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων που ανέλαβε να ανοίξει το «Φάκελο» της Κύπρου κατέθεσε ότι εντολή των Ιωαννίδη – Μπονάνου ήταν να τους παραδοθεί ο Μακάριος νεκρός ή ζωντανός. Συναυτουργοί του εγκλήματος υπήρξαν και τα μέλη της οκταήμερης πραξικοπηματικής κυβέρνησης του Νικολάου Σαμψών.

Επίσης, από τα μέχρι τώρα αποκαλυφθέντα αποδεικτικά στοιχεία, φαίνεται ότι το σατανικό σχέδιο των πραξικοπηματιών ήταν η κήρυξη της ένωσης, που θα κατέληγε σε διπλή ένωση μετά από τούρκικη εισβολή. Ήταν, με άλλα λόγια, η υλοποίηση εκείνου του τερατώδους σχεδίου που ετοίμασε το 1964 ο τότε Έλληνας Υπουργός Εθνικής Αμύνης Πέτρος Γαρουφαλλιάς για πραξικοπηματική κήρυξη της ένωσης η οποία θα κατέληγε σε διχοτόμηση μετά από τούρκικη στρατιωτική επέμβαση. Γι’ αυτό και δεν αντέδρασαν όταν άρχισε η εισβολή των Τούρκων τις πρωινές ώρες στις 20.7.1974, παρά το ότι είχαν πλήρη γνώση των κινήσεων των Τούρκικων στρατευμάτων. Αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός ότι,  όταν εκτελέστηκε το πραξικόπημα, ήταν γνωστό στους ηγέτες της  χούντας ότι η Τουρκία ήταν στρατιωτικά έτοιμη να εισβάλει στην Κύπρο, έχοντας στις δυτικές περιοχές της (Μερσίνα, Αλεξανδρέττα κ.λ.π.) αναπτυγμένες πολλές από τις στρατιωτικές, ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις της. Είναι αρκετά αποκαλυπτικά τα πιο κάτω που κατάθεσε στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων ο Αλέξανδρος Σημαιοφορίδης ο οποίος υπηρετούσε την εποχή εκείνη ως επικεφαλής του κλιμακίου της Ελληνικής ΚΥΠ στην Κερύνεια:

«Η 39η  Μεραρχία της Τουρκίας είχε από την εποχή της συγκρότησής της στόχο την Κύπρο...Παρακολουθούσαμε επί 5 χρόνια τις κινήσεις της Μεραρχίας και ξέρουμε πολλές λεπτομέρειες.... Τον Ιούλιο όχι μόνο η Μεραρχία, αλλά και όλη η στρατιά είχε τεθεί σε επιφυλακή. Για όλα αυτά συντάσσονταν δελτία που μεταβιβάζονταν τηλετυπικά και αυθημερόν στην προϊστάμενη υπηρεσία η οποία τα έστελλε στο ΓΕΕΦ, την ΕΛΔΥΚ, την Ελληνική Πρεσβεία, τον Αρχηγό της ΚΥΠ στην Αθήνα και στην ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων».

Ενώ η εισβολή είχε αρχίσει και η Κερύνεια και η Λευκωσία δέχονταν ανηλεή βομβαρδισμό, στην Αθήνα, στις ειδήσεις των 7 π.μ. η Χούντα ανακοινώνει: «Πλήρης σταθερότης έχει αποκατασταθεί στην Κύπρο. Δεν υπάρχει θέμα ξένης επεμβάσεως. Ένα λαμπρό μέλλον διαγράφεται δια την νήσον υπό το νέον καθεστώς του προέδρου Νίκου Σαμψών».  Για έξι ώρες μετά την εισβολή υπήρξε τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο πλήρης αδράνεια. Μόνο στις 11 π.μ., αφού προηγήθηκε η σύσκεψη της στρατιωτικής και «πολιτικής» ηγεσίας με τους Σίσκο και Τάσκα, ανακοινώνεται ότι «εν όψει της δημιουργηθείσης καταστάσεως διετάχθη γενική  επιστράτευσις»  και ότι «η Ελλάς.... δηλοί ότι θα υπερασπίση πάση δυνάμει τα νόμιμα δικαιώματα και τα εθνικά της συμφέροντα, οπουδήποτε κρίνη ότι ταύτα απειλούνται εκ παρανόμων και επεκτατικών τουρκικών ενεργειών». Φαίνεται να κρίθηκε ότι με την Τούρκικη εισβολή και,  τουλάχιστον,  μέχρι την ολοκλήρωση του σχεδίου «Αττίλας 1», δεν απειλούνταν τα «νόμιμα δικαιώματα και τα εθνικά συμφέροντα» της Ελλάδας «εκ παρανόμων και επεκτατικών τουρκικών ενεργειών», αφού στόχος τους ήταν η διπλή ένωση. Οι Τούρκοι, όμως, είχαν άλλα σχέδια. Επεδίωκαν την κατάκτηση της μισής Κύπρου και την επικυριαρχία της υπόλοιπης. Αυτό που επιδιώκουν στις ατέρμονες συνομιλίες. Για να επαναληφθεί, μελλοντικά,  η περίπτωση της Αλεξανδρέττας.

Δεν θα ασχοληθώ με τη στρατιωτική πτυχή της εισβολής. Θα αρκεστώ να αναφέρω ότι δεν υπήρξε ουσιαστική άμυνα από μέρους της Εθνικής Φρουράς. Εκείνο το οποίο υπήρξε ήταν σφαγή πολλών εκατοντάδων Ελληνοκύπριων, κυρίως νέων, είτε εν ψυχρώ είτε μετά από άνιση μάχη. Συνεργοί στη σφαγή αυτή υπήρξαν οι επαίσχυντοι προδότες που διενήργησαν το πραξικόπημα, αυτό το απροσμέτρητων διαστάσεων έγκλημα σε βάρος της Κύπρου και του Ελληνισμού. Για να κατανοηθεί το τελευταίο, αρκεί να παραθέσω τα όσα γράφει ο Δημήτρης Μπίτσιος στο βιβλίο του «Φύλλα Ημερολογίου», Εκδόσεις  Κολλάρος 1978, σελ. 49.: «Χωρίς το πραξικόπημα οι Τούρκοι θα έβλεπαν ακόμα το ‘’Πράσινο Νησί’’ από την απέναντι όχθη». Και μνημόνευσε τα λόγια ενός Τούρκου διπλωμάτη: «Είκοσι χρόνια περιμέναμε αυτήν την ευκαιρία. Και μας την προσφέρατε με το πραξικόπημα πάνω σε ασημένιο δίσκο».

(Φιλελεύθερος, 27.7.2014)