Η διαπίστωση της ιστορικής αλήθειας είναι έργο της επιστημονικής έρευνας. Η ιστορική αλήθεια που παρέχει η επιστήμη συμβάλλει αποφασιστικά στο να αποκτήσει ένας λαός την αυτογνωσία. Ένας λαός χωρίς αυτογνωσία δεν μπορεί να βαδίσει σταθερά στο μέλλον.  Ένας λαός ο οποίος έχει ιστορική αυτογνωσία διαπνέεται και από υγιή πατριωτισμό.«Eθνικόν είναι ό,τι είναι αληθές» μας διδάσκει ο Διονύσιος Σολωμός. Θα πρέπει να θυμόμαστε αυτή τη φράση κάθε φορά που η μισαλλοδοξία και ο φανατισμός, η εθνική τύφλωση και μυθολογία οδηγούν σε απώλεια του κριτικού πνεύματος.

Αναμφίβολα,  στην επιστήμη υπάρχουν διαφορετικές απόψεις ως προς το ποια είναι η ιστορική πραγματικότητα. Ο καθένας είναι ελεύθερος να έχει τη δική του άποψη για αυτήν και να προσκομίζει τις δικές του αποδείξεις και τα δικά του επιχειρήματα. Καλύπτεται για αυτό από την ελευθερία της έκφρασης, την ελευθερία της διάδοσης του λόγου και την ελευθερία της έρευνας, ελευθερίες που αποτελούν θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, κατοχυρωμένα στα εθνικά συντάγματα και σε διεθνείς συνθήκες. Επίσης, η επιστημονική «ιστορική αλήθεια» δεν είναι απόλυτη ούτε διαχρονική. Η σημερινή αντίληψη της επιστήμης για την ιστορική αλήθεια μπορεί αύριο να είναι διαφορετική.

Η εθνική ιστοριογραφία αρκετών λαών, κυρίως στην περιοχή μας είναι διαποτισμένη από μύθους όπου είναι όχι απλά δύσκολο, αλλά σχεδόν αδύνατο να μάθεις την ιστορική αλήθεια. Κάθε εθνότητα έχει την δική της «ιστορική αλήθεια». Ιδιαίτερα οξύ παρουσιάζεται το πρόβλημα όταν  επιχειρείται η αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας  για την Ελλάδα και τη Κύπρο όπου, όπως παρατηρεί και ο γνωστός ιστορικός Παύλος Ν. Τζερμιάς, «η ιστορία και οι ιδρυτικοί μύθοι αποτελούν, κατά κανόνα, ουσιώδες τμήμα του πυρήνα της συλλογικής ταυτότητας και αναμεταδίδονται από ομάδα σε ομάδα και από γενεά σε γενεά».  (Παύλος Ν. Τζερμιάς, Η Κύπρος, από την αρχαιότητα ως την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Τόμος Ι, σελ. 2).

Η ιστορία που διαμορφώνεται από την ανάμιξη μύθων και ιστορικών γεγονότων και που είναι βαθιά χαραγμένη στη συνείδηση του λαού έρχεται  πολλές φορές σε αντιπαράθεση με την  ιστορία που γράφεται από την επιστήμη. Αυτήν την ιστορία ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Χάγκεν Φλάισερ, αποκαλεί «δημόσια ιστορία» στο βιβλίο του με τον τίτλο «Οι Πόλεμοι της Μνήμης»,  εκδόσεις Νεφέλη και υπότιτλο «Ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στη δημόσια ιστορία». Η δημόσια ιστορία, κατά κανόνα, στοχεύει στην εξιδανίκευση του παρελθόντος ενός λαού, με την προβολή μόνο των θετικών του όψεών. Σε πολλές περιπτώσεις είναι πολύ δύσκολο, ακόμη και αδύνατο, η ιστορική αλήθεια της επιστήμης να εξουδετερώσει την «ιστορική αλήθεια» της δημόσιας ιστορίας.     

Στην καταγραφή της ιστορίας έχουμε και την ανάμιξη των πολιτικών. Η ιστορική αλήθεια δεν καταγράφεται με πολιτικές αποφάσεις και νομοθετικές ρυθμίσεις. Για παράδειγμα,  δεν είναι έργο της  Βουλής των Αντιπροσώπων να καταγράψει τη στάση και δράση του ΑΚΕΛ κατά τη διάρκεια του αγώνα της ΕΟΚΑ στην περίοδο 1955 – 1959 ούτε και να γράψει την ιστορία του πραξικοπήματος και της Τούρκικης εισβολής του 1974, καταρτίζοντας το «Φάκελο της Κύπρου». Ας μην επαναληφθούν στην Κύπρο τα όσα ευτράπελα έγιναν στην Ελλάδα,  όπου το κάθε κόμμα σχημάτισε το δικό του «Φάκελο της Κύπρου». Είχαμε  ένα από το ΠΑΣΟΚ,   ένα από τη «Νέα Δημοκρατία κ.ο.κ.. Η Ιστορία είναι αναμφίβολα συνδεδεμένη με τη πολιτική. Δεν πρέπει, όμως, αυτή η σχέση να φτάνει μέχρι του σημείου που η μελέτη και η σημασιοδότηση του παρελθόντος να χρησιμοποιείται από τους πολιτικούς για εξυπηρέτηση μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων.

Πέραν των όσων αναφέρω πιο πάνω, το πιο σοβαρό εμπόδιο στην ανεύρεση της ιστορικής αλήθειας είναι η στρέβλωση και παραχάραξή της.  Τα τελευταία χρόνια έχουμε κατακλυσθεί από μια πληθώρα «ιστορικών» οι οποίοι βάλθηκαν να μας παρουσιάσουν τη δική τους ιστορική αλήθεια. Φύτρωσαν «Ιδρύματα» και «Ινστιτούτα» στο όνομα αποβιωσάντων πολιτικών – αμφιλεγόμενων και μη – και επιστρατεύθηκαν «ιστορικοί» για να γράψουν κατά υπαγόρευση και να δικαιώσουν και εξιδανικεύσουν τα πρόσωπα το όνομα των οποίων φέρουν αυτά τα  σώματα. Άλλοι, που αναμίχθηκαν στα γεγονότα, έχουν γράψει τη δική τους ιστορία, με σκοπό την «αυτοδικαίωσή» τους. Τέλος, υπάρχουν και αυτοί που γράφουν για να γίνουν αρεστοί στους διάφορους διαπλεκόμενους φορείς εξουσίας.

Έτσι, στους τόσους μύθους από τους οποίους είναι διαποτισμένη η εθνική μας ιστοριογραφία θα προστεθούν και άλλοι.

(Καθημερινή, 20.3.2011)