Για το ιστορικό της «εξέγερσης» του 1931 και την πολιτική της διάσταση ασχολήθηκα σε τρεις Επιφυλλίδες μου,  που φιλοξένησε ο «Φιλελεύθερος»  πριν από 21 χρόνια, στις 19, 20 και 21 Οκτωβρίου 1989. Στο σημερινό άρθρο μου θα επιχειρήσω μια αποτίμηση αυτής της «εξέγερσης», που επηρέασε αποφασιστικά την πορεία του αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου για εθνική αποκατάσταση. Δεν μπορώ, όμως, να αποφύγω την,  έστω και συνοπτικά,  καταγραφή ορισμένων γεγονότων που περιβάλλουν το κύριο θέμα του άρθρου.

Την αφορμή για τα όσα έλαβαν χώρα τον Οκτώβριο του 1931 έδωσε η ενέργεια του Κυβερνήτη Sir Ronald Storrs να επιβάλει φόρους και τελωνειακούς δασμούς σε είδη πρώτης ανάγκης με «διάταγμα εν συμβουλίω», μετά που το Νομοθετικό Συμβούλιο καταψήφισε σχετικό Νομοσχέδιο που κατέθεσε η Κυβέρνηση.   Το Νομοσχέδιο καταψηφίστηκε από τα 11 αιρετά ελληνικά μέλη που ήταν παρόντα στη συνεδρία. Δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι ένα τουρκικό μέλος ψήφισε εναντίον του Νομοσχεδίου. Τα 3 αιρετά τουρκικά μέλη απουσίαζαν από τη συνεδρία Αυτό είναι ιστορικά σωστό και βγαίνει από τα πρακτικά της πιο πάνω συνεδρίας του Συμβουλίου. (G.S.Geordhallides, Political and Administrative History of Cyprus, Λευκωσία 1979. σελ. 574. Πέτρος Στυλιανού, Το Κίνημα του Οκτώβρη του 1931 στην Κύπρο, σελ. 41).  Υπέρ του Νομοσχεδίου ψήφισαν τα 9 διορισμένα «επίσημα» μέλη.

Η ενέργεια του Κυβερνήτη προκάλεσε την έντονη αντίδραση των ηγετών των Ελληνοκυπρίων επικεφαλής των οποίων ήταν ο Μητροπολίτης Κιτίου και Βουλευτής της εκλογικής περιφέρειας Λευκάρων Νικόδημος Μυλωνάς. Ο Νικόδημος Μυλωνάς, κατατασσόταν  μεταξύ των μετριοπαθών διαλλακτικών ηγετών της εποχής και ήταν φίλος του Ελευθερίου Βενιζέλου.   Όμως, η Ιστορία έμελλε να παίξει για τον Νικόδημο Μυλωνά ένα τραγικό παιγνίδι και να τον φέρει πρωταγωνιστή της «εξέγερσης» του 1931.

 Οι διαλλακτικοί είχαν να αντιμετωπίσουν την σκληρή κριτική των  «ριζοσπαστών» του περίγυρου του Μητροπολίτη Κυρηνείας Μακαρίου, του μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου ΙΙ και των μελών της φανατικής Ε.Ρ.Ε.Κ., που ήταν ενάντια σε οποιασδήποτε μορφής συνεργασία με τις  αποικιιακές  αρχές. Οι «ριζοσπάστες» κέρδιζαν έδαφος και ο  Νικόδημος έβλεπε να κλονίζεται το κύρος του ως του ηγέτη των Ελληνοκυπρίων αλλά και το πολιτικό του μέλλον.  Όλα αυτά έσπρωξαν τον Νικόδημο να αντιδράσει με τον τρόπο που περιγράφεται πιο κάτω.

Στις 18 Οκτωβρίου και ενώ το θέμα της ακολουθητέας τακτικής συζητιόταν στην «Εθνική Οργάνωσιν», το σώμα με ευρεία αντιπροσωπευτικότητα  που διαχειριζόταν το εθνικό ζήτημα , ο Νικόδημος Μυλωνά δημοσίευσε στην εφημερίδα που εξέδιδε ο επ’ αδελφή γαμπρός του Δημήτριος Θεοχάρους Διάγγελμα και ταυτόχρονα υπέβαλε την παραίτησή του από το Νομοθετικό Συμβούλιο. Το Διάγγελμα ήταν επαναστατικού περιεχομένου και αποτελείτο από δυο μέρη. Το πρώτο μέρος απευθυνόταν στην κυβέρνηση και καταδίκαζε τον τρόπο που διακυβερνάται   η Κύπρος  και το δεύτερο απευθυνόταν προς τους Ελληνοκυπρίους και του καλούσε να παραμερίσουν τις διαφορές τους και να αντισταθούν  στη Βρετανική κυριαρχία και να επιδιώξουν  «την εθνικήν μας λύτρωσιν δια της μετά της Μητρός Ελλάδος Ενώσεώς  μας».  Στις επόμενες ημέρες παραιτήθηκαν και τα υπόλοιπα ελληνικά αιρετά μέλη του Νομοθετικού Συμβουλίου.

Την ημέρα που δημοσιεύθηκε το Διάγγελμά  του, ο  Νικόδημος εκφώνησε στην Λάρνακα επαναστατικό λόγο. Στις 20 Οκτωβρίου σε μια μεγάλη συγκέντρωση στη Λεμεσό κάλεσε το λαό να αγωνιστεί για την ελευθερία του. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας χιλιάδες λαού γέμισαν τους δρόμους της Λευκωσίας. Η «εξέγερση» άρχισε. Το πρώτο σοβαρό επεισόδιο ήταν ο εμπρησμός του Κυβερνείου,  του σημερινού Προεδρικού Μεγάρου. Ακολούθησε ο εμπρησμός της κατοικίας του Διοικητή της Λεμεσού και μερικών κυβερνητικών γραφείων.

 Κατά τις ταραχές έχασαν τη ζωή τους έξι (σύμφωνα με άλλες πηγές οχτώ ή και δεκαπέντε) Ελληνοκύπριοι. Πολλοί τραυματίστηκαν. Πάνω από 2.000 πρόσωπα συνελήφθησαν ή / και καταδικάστηκαν ή εκτοπίστηκαν. Εξορίστηκαν δέκα στελέχη της Ελληνοκυπριακής κοινότητας. Μεταξύ αυτών οι  μητροπολίτες Κιτίου Νικόδημος και Κυρήνειας Μακάριος, και δυο  κομμουνιστές ηγέτες, ο  Χαράλαμπος Βατυλιώτης (Βάτης) και ο Κώστας Χριστοδουλίδης (Σκελέας).

 Σ’ αυτή την  «ανταρσία» δεν  μπορεί να μιλήσει κανείς για οργανωμένη εξέγερση.   Οι  πρωταγωνιστές ενεργούσαν σε μεγάλο βαθμό ασυντόνιστα και κάτω από την πίεση των γεγονότων.  Δεν υπήρχε ούτε αξιόλογη μαζική οργάνωση, ούτε καλομελετημένο σχέδιο ή σαφής στόχος. Επιπλέον,  ενεργούσαν  χωρίς την υποστήριξη ή, καλύτερα, ενάντια στη θέληση της κυβέρνησης της «μητέρας-πατρίδας». Λέγεται  πως ο μητροπολίτης Νικόδημος, ο θαρραλέος, αλλά ρομαντικός «αντάρτης» του 1931, έκανε κατόπιν αυτοκριτικές σκέψεις. (Παύλος Ν.  Τζερμιάς, Η Κύπρος, από την αρχαιότητα ως την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Τόμος Ι, σελ. 200).

Ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος σε μια χειρόγραφη επιστολή του προς τον υπουργό του των εξωτερικών Ανδρέα Μιχαλακόπουλο ημερομηνίας 23 Οκτωβρίου 1931, αναφέρεται και στην πολιτική που ακολουθούσε η ελληνοκυπριακή ηγεσία την οποία χαρακτηρίζει «ανόητον».

 Λίγες μέρες μετά την εξέγερση, κατά τη διάρκεια συζήτησης στη Βουλή των Ελλήνων στις 18 Νοεμβρίου 1931, ο Βενιζέλος, αφού συνέστησε στους Έλληνες της Κύπρου να είναι «ολιγώτερον εγωϊσταί» και να μην προβαίνουν σε ενέργειες που μπορούσαν  «να προκαλέσουν συμφοράν δια την Ελλάδα με την οποίαν ζητούν να ταυτίσουν την τύχην των», μας έδωσε την ακόλουθη συμβουλή: «Μόνον εις περίπτωσιν, καθ' ην ή Μεγάλη Βρεταννία θα επείθετο ότι η Κύπρος ουδαμώς της είναι χρήσιμος, ή ότι την χρησιμότητα που ημπορεί να εχη δύναται να της ασφάλιση η παρακράτησις μικρού μόνον τμήματος αυτής θα ηδύνατο να υπάρξη πιθανότης να εισακούση τας εθνικάς ευχάς τών Κυπρίων, υπό  την προϋπόθεσιν ότι αι σχέσεις του πληθυσμού προς την κυρίαρχον δύναμιν να απεκαθίσταντο τόσον ομαλαί, ώστε να μη ημπορή να υποτεθή ότι ή τελευταία αύτη υπέκυψεν εις  βίαν».  

 Δυστυχώς, οι πιο πάνω σωστές παραινέσεις και συμβουλές του Βενιζέλου που στηρίζονταν σε μια σωστή αντίληψη της «δυναμικής» των συμφερόντων των Δυνάμεων που έλεγχαν την περιοχή, δεν λήφθηκαν διόλου υπόψη, όχι μόνο τότε αλλά και στο μέλλον,  από μια, επιεικέστατα, ανεπαρκή ηγεσία των Ελληνοκυπρίων. Ενεργούσε τότε και συνέχισε να ενεργεί και στο μέλλον με απερισκεψία και προχειρότητα, αγνοώντας το βασικό κανόνα ότι ο καθορισμός μιας πολιτικής υπαγορεύεται από τις δυνατότητες που υπάρχουν, λόγω των διεθνών συνθηκών μιας δεδομένης στιγμής.

Η εξέγερση του 1931 έκλεισε για πολλά χρόνια το δρόμο για μιαν ευλύγιστη και καλομελετημένη στρατηγική και τακτική στον αγώνα κατά της αποικιοκρατίας

 (Ο Φιλελεύθερος,  24.10.2010)