Ετεροχρονισμένα γράφεται το παρόν άρθρο. Ενσυνείδητα άφησα να περάσουν οι ημέρες των πανηγυρισμών  για τα πενηντάχρονα της Δημοκρατίας μας και των αντιδράσεων για τα όσα είπε ο Πρόεδρος Χριστόφιας για εισβολές των «ούτω καλουμένων μητέρων – πατρίδων»,  με την ελπίδα να διαβαστεί το άρθρο με νηφαλιότητα και κριτική σκέψη.

Αναντίλεκτα,  η γέννηση της Κυπριακής Δημοκρατίας τα μεσάνυκτα της 15ης προς την 16η Αυγούστου του 1960 αποτελεί τον πιο σημαντικό σταθμό της Κυπριακής Ιστορίας.  Παρά το ότι οι Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου εξυπηρετούσαν τα στρατηγικά συμφέροντα της Τουρκίας,  η Κύπρος αποκτούσε για πρώτη φορά στην Ιστορία της ανεξαρτησία, έστω και  κολοβωμένη. Γινόταν δεκτή, ως μέλος του ΟΗΕ, στην οικογένεια των ανεξάρτητων κρατών.  Επίσης, οι Συμφωνίες διατηρούσαν την  ενότητα της Κύπρου, απόλυτα από άποψη γεωγραφικού χώρου, ανκαι περιορισμένα από άποψη διοίκησης. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι οι Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου ματαίωσαν το Σχέδιο Μακμίλλαν που πρόβλεπε τη διχοτόμηση της Κύπρου και του οποίου είχε αρχίσει η εφαρμογή του.

Το Σύνταγμα της Κύπρου δεν είναι προϊόν της ελεύθερης θέλησης της έκφρασης του κυπριακού λαού.  Το Σύνταγμα επεβλήθη στον κυπριακό λαό με βάση τις διατάξεις του Αγγλικού Cyprus Act του 1960, που εκδόθηκε ύστερα από τις  Συνθήκες  Ζυρίχης – Λονδίνου, σύμφωνα με την κρατούσα βρετανική συνταγματική πρακτική για παροχή ανεξαρτησίας σε «εξαρτώμενες» χώρες.  Είναι, συνεπώς, «δοτό Σύνταγμα». Ο «δυαλισμός» της εξουσίας είναι οφθαλμοφανής στις διάφορες διατάξεις του Συντάγματος. Η συνταγματική διάρθρωση στηρίζεται στην ύπαρξη όχι ενός λαού αλλά δυο κοινοτήτων, της Ελληνοκυπριακής και της Τουρκοκυπριακής κοινότητας και το δικοινοτικό αυτό πνεύμα διέπει ολόκληρη τη δομή του κράτους. Το ερώτημα που προβάλλει και το οποίο απασχόλησε πολλούς μελετητές του Κυπριακού είναι: Υπήρξε το κυπριακό Σύνταγμα λειτουργικό; Είναι γεγονός ότι το κυπριακό Σύνταγμα περιείχε όχι λίγα στοιχεία εκ των προτέρων ικανά να ωθήσουν το νέο κράτος σε συνταγματική κρίση. 
Ο έγκριτος Έλληνας διπλωμάτης Βύρων Θεοδωρόπουλος εύστοχα παρατήρησε τα ακόλουθα: «Προϋπόθεση για να λειτουργήσει ένα τέτοιο σύστημα ήταν, ότι θα υπήρχε συνεργασία ανάμεσα στις δυο εθνικές ομάδες, καλή πίστη στην εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων και προ πάντων κοινή αντίληψη για την πολιτική φιλοσοφία, που εξέφραζε το Σύνταγμα. Όπως φάνηκε, έλειπαν και τα τρία αυτά στοιχεία». (Βύρων Θεοδωρόπουλος, Οι Τούρκοι και εμείς, σελ.255).

Υπήρχε μεταξύ των δυο κοινοτήτων της Κύπρου αμοιβαία καχυποψία και δυσπιστία. Είναι μύθος ότι αυτήν τη δυσπιστία τη δημιούργησε η βρετανική πολιτική του «διαίρει και βασίλευε. Απλά, την εκμεταλλεύτηκε.  Από τα πρώτα χρόνια της  Βρετανικής κατοχής υπήρχε η δυσπιστία μεταξύ των δυο κοινοτήτων σε θέματα που άπτονταν του πολιτικού καθεστώτος της Κύπρου, παρά το ότι οι μεταξύ τους κοινωνικές σχέσεις, κυρίως μεταξύ των λαϊκών στρωμάτων,  ήταν αρμονικές. (Ανάλυση των σχέσεων Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου επιχειρείται στο τελευταίο μου βιβλίο Αναζητώντας την αυτογνωσία, Τόμος ΙΙ, στις σελίδες 25 - 36.)

Οι ηγεσίες τόσο των Ελληνοκυπρίων όσο και των Τουρκοκυπρίων δεν πίστευαν στο νεοσύστατο κράτος. Δεν θα αναφερθώ στις διάφορες ομιλίες του Μακαρίου για ένωση,  ως αντίδραση στα όσα του καταμαρτυρούσαν οι αντίπαλοί του. Θα αρκεστώ να αναφερθώ σε μια επιστολή του προς τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Γεώργιο Παπανδρέου, ημερομηνίας 1.3.1964. Στην επιστολή του ο Μακάριος τόνιζε, πως στόχος του  ήταν «η κατάλυσις των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, δια να δύναται αδεσμεύτως ο ελληνικός κυπριακός λαός εν συνεννοήσει μετά της μητρός πατρίδος να καθορίση το μέλλον του». Κι ανέφερε προσέτι, ότι υπέγραψε «εκ μέρους των Ελλήνων της Κύπρου» τις συμφωνίες αυτές, επειδή  «ουκ ην άλλως γενέσθαι. Ουδ' επί στιγμήν όμως επίστευσα, ότι αι σνμφωνίαι θα απετέλουν μόνιμον καθεστώς...». (Άγγελος Βλάχος, Δέκα Χρόνια Κυπριακού, σελίδες 288 – 289).  Η τουρκική πλευρά, και συγκεκριμένα ο Ντενκτάς, θεωρούσε σαν δεδομένο το ανεφάρμοστο των Συμφωνιών και αναγκαία την προετοιμασία για επικράτηση της τουρκικής θέσης. Ο Ερήμ γράφει στο ημερολόγιο του κατά την επίσκεψη του στην Κύπρο, στις 22 Μαρτίου 1960, για μια συνομιλία του με τους Κουτσιούκ και Ντενκτάς, κατά την οποία ο Ντενκτάς του δήλωσε: «Αυτό το κράτος ούτως ή άλλως δεν θα λειτουργήσει. Να συμπεριφερθούμε, λοιπόν, ανάλογα». (Μιλτιάδης Χριστοδούλου, Κύπρος, η Διχοτόμηση, μια πορεία χωρίς επιστροφή, σελ 57).
Θα πρέπει εδώ να αναφερθεί και το περίφημο «σχέδιο Ακρίτας» από ελληνοκυπριακής πλευράς και το σχέδιο για διχοτόμηση από τουρκοκυπριακής πλευράς που αποκαλύφθηκε από δυο έγγραφα που βρέθηκαν στα γραφεία Τουρκοκυπρίων αξιωματούχων όταν  αυτοί αποχώρησαν από την κυβέρνηση. Η ηγεσία των Ελληνοκυπρίων θα έπρεπε όχι μόνο να προσαρμοστεί με τη  νέα κατάσταση πραγμάτων που δημιουργήθηκε από τις ιδιομορφίες του νεαρού κράτους, αλλά και να την αξιοποιήσει  κατάλληλα. Αλλά τούτο χρειαζόταν ευρύτητα πνεύματος, επιδεξιότητα και σθένος, αλλά και διορατικότητα. Τα στοιχεία αυτά έλειψαν εντελώς από την ελληνική κυπριακή ηγεσία.

Οι προαναφερθείσες ιδιορρυθμίες του Συντάγματος δεν άργησαν να φανερωθούν και να ασκήσουν σημαντική επίδραση στην ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία του κράτους. Ήδη από το δεύτερο χρόνο της ζωής της Δημοκρατίας δημιουργήθηκαν σοβαρά προβλήματα με την άρνηση των Τουρκοκυπρίων βουλευτών να ψηφίσουν τα φορολογικά νομοσχέδια. Η συμπεριφορά των  Τουρκοκυπρίων  βουλευτών συνιστούσε αντίδραση στην άρνηση της Ελληνοκυπριακής πλευράς να σεβαστεί τις συνταγματικές πρόνοιες για ξεχωριστούς Δήμους.

Η βόμβα η οποία ανατίναξε την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα Κυπριακή Δημοκρατία ήταν η υποβολή των «13 σημείων» από τον Μακάριο.  Η όλη πολιτεία του Μακαρίου κατά την προβολή των 13 σημείων οδηγεί στη διαπίστωση ότι ενεργούσε με αυτοσχεδιασμό,  χωρίς οποιαδήποτε συνεννόηση με την Ελλάδα   και αντίθετα με τις συμβουλές της. Σχετική είναι η επιστολή που του απέστειλε στις 19.4.1963 ο τότε  υπουργός Εξωτερικών  Αβέρωφ-Τοσίτσας στην οποία του τόνιζε: «Ειδικώτερον ως προς ό,τι άφορα τα κυπριακά θέματα, είμεθα αποφασισμένοι να εξακολουθήσωμεν να σας βοηθώμεν καθ' ον τρόπον επράξαμεν μέχρι τούδε, αλλά να διαχωρίσωμεν και δημοσία την γραμμήν μας αν επιδιωχθή μονομερής κατάργησις των συμφωνιών ή μέρους αυτών».  (Το πλήρες κείμενο της επιστολής παρατίθεται στο βιβλίο του Ευάγγελου Αβέρωφ – Τοσίτσα, Ιστορία Χαμένων Ευκαιριών, (Κυπριακό, 1950 – 1963), Τόμος Β΄, σελίδες 324 – 329). Με την υποβολή των «13 σημείων»  ο Μακάριος έπαιξε το παιγνίδι της Τουρκίας, διευκολύνοντάς  την να επανέλθει στα διχοτομικά της σχέδια. Σχετικό απόρρητο έγγραφο του βρετανικού υπουργείου των εξωτερικών ημερομηνίας 1ης Οκτωβρίου 1963 αναφέρει: «Έχουμε λογούς να υποθέσουμε ότι η τουρκική κυβέρνηση όχι μόνο φαίνεται να ανέχεται την κίνηση του Μακάριου για μονομερή δράση για τροποποιήσεις του Συντάγματος, αλλά, ίσως, και να την καλωσορίζουν, καθώς μάλλον μια τέτοια ενέργεια θα τους δημιουργήσει τις προϋποθέσεις, οι οποίες θα τους δώσουν την ευκαιρία να εφαρμόσουν τα σχέδια τους για τη διχοτόμηση της Κύπρου διά της βίας». (Μιλτιάδης Χριστοδούλου, Κύπρος, η Διχοτόμηση, μια πορεία χωρίς επιστροφή, σελ 66).
Ακολούθησαν οι διακοινοτικές ταραχές του Δεκεμβρίου του 1963 και η  «πράσινη γραμμή» που ήταν το πρώτο βήμα για την υλοποίηση του σχεδίου της τουρκικής πλευράς.

( Φιλελεύθερος, 10.10 2010)