Όπως αναμενόταν από κάθε σοβαρό μελετητή του Κυπριακού, στη Διάσκεψη της Γενεύης δεν σημειώθηκε οποιαδήποτε σμίκρυνση της χαώδους διαφοράς που χωρίζει τις δυο πλευρές τόσο στο θέμα των εγγυήσεων και της ασφάλειας όσο και στις άλλες πτυχές του προβλήματος. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η Τουρκία, διά του κ. Τσαβούσογλου, δεν περιορίστηκε στη Διάσκεψη να εμμένει στις γνωστές της θέσεις για την ασφάλεια και τις εγγυήσεις αλλά προχώρησε σε δύο σημαντικές αξιώσεις που αφορούν ευθέως την Ε.Ε. Την κήρυξη της λύσης σε πρωτογενές δίκαιο και την απόδοση δικαιωμάτων Ευρωπαίων πολιτών στους Τούρκους υπηκόους εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μπορεί να συμφωνήθηκε  ότι η διαδικασία της διαπραγμάτευσης θα είναι «open ended», δηλαδή θα είναι ανοικτή και δεν θα σταματήσει εάν υπάρξει διακοπή, όμως, στην πραγματικότητα, αυτό που συμφωνήθηκε στη Γενεύη είναι η συνέχιση της διασωλήνωσης των κλινικά νεκρών συνομιλιών.  Αρκετοί είναι αυτοί που αποδίδουν την αποτυχία της Διάσκεψης στο ότι  αυτός που λαμβάνει τις αποφάσεις από τουρκικής πλευράς, ο κ. Ερντογάν,  δεν ήταν διόλου διευθετημένος να διαπραγματευθεί, όχι μόνο το θέμα των εγγυήσεων και της ασφάλειας, αλλά και  οποιαδήποτε πτυχή του προβλήματος.  Στη σημερινή χρονική συγκυρία,  πρώτιστος στρατηγικός στόχος του Ερντογάν είναι η αναθεώρηση του Συντάγματος, η αλλαγή του πολιτεύματος και η ανακήρυξή του σε παντοδύναμο πρόεδρο. Και ο στόχος αυτός μπορεί να υλοποιηθεί μόνο με την υποστήριξη του ακροδεξιού εθνικιστικού κόμματος, του Κόμματος Εθνικής Δράσης (ΜΗΡ). Η ανάγκη εξασφάλισης αυτής της στήριξης επιβάλλει στον Τούρκο πρόεδρο, όχι μόνο να μην επιδείξει διαλλακτικότητα, αλλά και να σκληρύνει τη στάση του.

Είναι πολύ αμφίβολο αν ο κ. Ερντογάν, μετά που θα επιτύχει τον πιο πάνω στόχο του, πιθανό κατά τον Απρίλιο του τρέχοντος έτους,   μετακινηθεί από τις πάγιες τουρκικές θέσεις αναφορικά με τη λύση του Κυπριακού. Η Τουρκία επιδιώκει λύση που θα της παρέχει τον γεωπολιτικό έλεγχο όλης της Κύπρου. Η Τουρκία δεν αρκείται στην προσάρτηση των κατεχομένων. Επιδιώκει να έχει υπό την επικυριαρχία της και την υπόλοιπη Κύπρο, για να την κατακτήσει όταν οι συνθήκες της το επιτρέψουν. Για το λόγο αυτό, η Τουρκία θα επιμείνει σε μορφή εγγυήσεων που θα της επιτρέπει, είτε με σαφήνεια είτε με «εποικοδομητική ασάφεια», σε χρόνο που θα κρίνει αυτή κατάλληλο, να επαναλάβει, οπλισμένη με τη νομιμοφάνεια που επικαλέστηκε του 1974, στρατιωτική εισβολή για να ολοκληρώσει τα επεκτατικά της σχέδια.

Ενόψει των όσων εκτίθενται πιο πάνω, έπεται το ερώτημα: Προς τι η τόση επιμονή της τουρκικής πλευράς για πενταμερή Διάσκεψη στην οποία τελικά ενέδωσε ο κ. Αναστασιάδης στο δείπνο της 1/12/2016 και στην οποία, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του κατοχικού ηγέτη, Μπαρίς Μπορτζιού «όλα πήγαν όπως είχαν σχεδιαστεί»; Η απάντηση στο ερώτημα είναι, κατά την ταπεινή γνώμη του γράφοντος, ότι η Τουρκία επεδίωξε, με την πενταμερή,  την απουσία της  Κυπριακής Δημοκρατίας και την ισοβάθμηση, από πλευράς status, των δυο κοινοτήτων.

Όμως, παρά τα πιο πάνω, η Διάσκεψη της Γενεύης είχε και τη θετική της όψη. Ανέδειξε την ευρωπαϊκή διάσταση του Κυπριακού. Ανάγκασε την Τουρκία να «βγάλει στην επιφάνεια» – για να χρησιμοποιήσω τη φρασεολογία του Έλληνα υπουργού εξωτερικών κ. Ν. Κοτσιά – τους επεκτατικούς της σχεδιασμούς που δεν στρέφονται μόνο σε βάρος της Κύπρου, αλλά και σε βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), αφού το έδαφος της Κύπρου είναι και έδαφος της ΕΕ. Φαίνεται ότι τούτο αρχίζει να γίνεται αντιληπτό από την ηγεσία της ΕΕ, εξ ου και η παρουσία του προέδρου της Επιτροπής  στη Διάσκεψη,  παρά το ότι η ΕΕ δεν μετείχε στη Διάσκεψη, αλλά τέθηκε στο περιθώριο, διότι έτσι αξίωσε η Τουρκία. Είναι, όμως, καιρός να αφυπνιστούν και οι εταίροι μας, με τις κατάλληλες παραστάσεις και παρεμβάσεις της κυπριακής  και ελλαδικής ηγεσίας, για την έκταση των κινδύνων που απειλούν το βάθρο των αξιών πάνω στο οποίο στηρίζεται η ΕΕ και να συνειδητοποιήσουν ότι  δεν είναι νοητή, με βάση το ευρωπαϊκό κεκτημένο, η ύπαρξη  κράτους – μέλους της ΕΕ στο οποίο  να υπάρχουν στρατεύματα κατοχής ή οιαδήποτε εγγύηση τρίτου και, ως εκ τούτου, δεν θα είναι κυρίαρχο ή το οποίο να μη σέβεται   τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών του και θα διέπεται από ένα συνταγματικό καθεστώς που θα είναι ρατσιστικό και αντιδημοκρατικό. Πέραν τούτου, θα πρέπει  οι εταίροι μας να συνειδητοποιήσουν ότι μια τουρκικών προδιαγραφών διζωνική δικοινοτική «ομοσπονδιακή» Κύπρος θα αποτελέσει τα εφαλτήριο για την Τουρκία , ένα κράτος εκτός ΕΕ,  να έχει λόγο στις ευρωπαϊκές αποφάσεις και, κυρίως, αυτές που την αφορούν,  μέσω της τουρκοκυπριακής συνιστώσας πολιτείας. Τούτο επισημαίνεται σε άρθρο της ελληνικής υπηρεσίας της Deutsche Welle για τις τελευταίες εξελίξεις στο Κυπριακό.

Καταληκτικά, θα πρέπει οι εταίροι μας να συνειδητοποιήσουν ότι η ΕΕ, με τον ένα ή άλλο τρόπο είναι μέρος του προβλήματος και μέρος της λύσης διότι στην Κύπρο διακυβεύονται ευρωπαϊκά συμφέροντα. Και πολιτικά και οικονομικά. Που κυρίως έχουν σχέση με το ρόλο που θα αποκτήσει στην Κύπρο και κατ' επέκταση στην Ευρώπη, η Τουρκία μετά τη λύση και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να επιδείξουν ενεργό ενδιαφέρον ώστε το ευρωπαϊκό κεκτημένο να τύχει εφαρμογής στην Κύπρο. Πρέπει να αντιληφθούν  ότι υπερασπιζόμενοι την κυριαρχία της Κύπρου, κατά την επίλυση του κυπριακού προβλήματος,  υπερασπίζονται  την κυριαρχία των κρατών μελών της ΕΕ, όπως εμφαντικά παρατήρησε  ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας  Προκόπης Παυλόπουλος, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Κύπρο.

(Φιλελεύθερος, 29/1/2017)