Τα όσα ακολούθησαν την αχρείαστη και  στερούμενη οποιασδήποτε πρακτικής σημασίας απόφαση της Βουλής, σύμφωνα με την οποία θα γίνεται ολιγόλεπτη αναφορά στα σχολεία στο ενωτικό δημοψήφισμα, απεκάλυψαν,  κατά τρόπο ευδιάκριτο, πώς η τουρκική πλευρά αντιλαμβάνεται την επανένωση της Κύπρου και τον «νέο συνεταιρισμό». Πρώτιστα, όμως, επιβεβαίωσαν  το τεράστιο τοίχος της καχυποψίας και της δυσπιστίας που χωρίζει  τις δυο κοινότητες. 

Όπως τόνισα επανειλημμένα σε άρθρα μου, η βιωσιμότητα ενός οποιουδήποτε ομοσπονδιακού κράτους εξαρτάται κυρίως και πάνω από όλα από τη θέληση των μερών, που θα το συγκροτήσουν,  να ζήσουν μαζί, με πνεύμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης, συναντίληψης και   συνδιαλλαγής, για προώθηση μερικών κοινών σκοπών. Η προϋπόθεση αυτή, που είναι εκ των ων ουκ άνευ στις περιπτώσεις που το ομοσπονδιακό κράτος αποτελείται μόνο από δυο ομόσπονδα κράτη, δεν υπάρχει στην Κύπρο. Ποιοι είναι αυτοί οι κοινοί σκοποί που επιδιώκονται από τις δυο πλευρές σ’ αυτές τις ατέρμονες συνομιλίες;

Με τα σημερινά δεδομένα που δημιούργησε η μακρόχρονη τουρκική κατοχή,  δεν τίθεται πλέον θέμα συγκρότησης ομοσπονδιακού κράτους με τους Τουρκοκύπριους. Ούτε θέμα επανένωσης των δυο κοινοτήτων. Τα κατεχόμενα έχουν, εδώ και αρκετό χρόνο,  ουσιαστικά ενσωματωθεί πλήρως στην Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι, που αποτελούν πλέον μειοψηφία στην «ΤΚΒΚ», είναι όμηροι της Τουρκίας στρατιωτικά, οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά.  Αυτή η ωμή πραγματικότητα επιβεβαιώθηκε, προ δεκαπενταετίας, δια στόματος του  κ. Μουσταφά Ακιντζί, μετά που έπαψε, τον Μάιο του 2001, να είναι αναπληρωτής πρωθυπουργός του ψευδοκράτους.  Δήλωνε τότε, σύμφωνα με την αγγλική εφημερίδα  Γκάρντιαν της 25/9/2001,  τα ακόλουθα: «Αυτή δεν είναι δημοκρατία. Πως μπορεί να είναι δημοκρατία, όταν η Άγκυρα επεμβαίνει  σε τέτοιο βαθμό στις υποθέσεις μας; Η Τουρκία αποφασίζει τα πάντα, μέχρι και ποιος είναι επικεφαλής της Πυροσβεστικής και του εθνικού Μεταφορέα. Ο στρατός ελέγχει τα πάντα εδώ. Ακόμα και η αστυνομική δύναμη βρίσκεται υπό τη διοίκηση του στρατού». (Σταύρου Λυγερού, Η αιρετική λύση, σελίδες  109-110). Η στρατιωτική, οικονομική, ενεργειακή και πολιτική εξάρτηση των κατεχόμενων και της «κυβέρνησής» τους από την Τουρκία είναι απόλυτη. Τεράστια είναι τα τουρκικά κεφάλαια που έχουν επενδυθεί στην κατεχόμενη Κύπρο και πολλές είναι οι τουρκικές επιχειρήσεις που έχουν ριζώσει σ’ αυτήν. Στην κατοχύρωση αυτών των «κεκτημένων» αποβλέπουν οι αξιώσεις της Τουρκίας για  κήρυξη της λύσης σε πρωτογενές δίκαιο και για απόδοση δικαιωμάτων Ευρωπαίων μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η ελληνοκυπριακή ηγεσία έχει συρθεί σε ένα καταστροφικό διάλογο που οδηγεί στη συνθηκολόγηση και στην αποδοχή, άνευ όρων, των τουρκικών επεκτατικών σχεδιασμών.    Από το 1974 οι θέσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς σταδιακά προσαρμόζονται στις στρατηγικές επιδιώξεις της Άγκυρας. Κάθε ελληνική υποχώρηση γεννούσε μια νέα τουρκική απαίτηση και κλιμάκωση των πιέσεων για νέες υποχωρήσεις. Έτσι, οδηγηθήκαμε στη σταδιακή προσαρμογή στις τουρκικές επιδιώξεις και έχουμε κάνει σημαία μας την «κοινή διακήρυξη» της  11/2/2014 η οποία οδηγεί σε μια  λύση που θα προβλέπει την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη διαδοχή της από ένα θνησιγενές δυσλειτουργικό κρατικό μόρφωμα που θα καταστήσει, προς το παρόν, την Κύπρο προτεκτοράτο της Τουρκίας. Απώτερος στόχος της Τουρκίας είναι η κατάληψη όλης της Κύπρου.  Προς τον σκοπό αυτόν, η  Τουρκία θα επιμείνει να της αναγνωριστούν, είτε σαφώς είτε με «εποικοδομητική» ασάφεια, επεμβατικά δικαιώματα   που  θα της επιτρέψουν,   όταν βρει κατάλληλες τις συνθήκες, να καταλάβει, όχι μόνο τα εδάφη που θα επιστραφούν, αλλά και ολόκληρη την Κύπρο.  Τις ευκαιρίες, για τη δημιουργία τέτοιων συνθηκών,  θα τις παράσχει στην Τουρκία η μη λειτουργικότητα της λύσης.  Μπορεί να είναι και μια ασήμαντη αφορμή,  όπως η απόφαση της Βουλής για ολιγόλεπτη αναφορά στο ενωτικό δημοψήφισμα του 1950 που  ήταν, όμως,  αρκετή για τον Τούρκο υπουργό εξωτερικών κ. Τσαβούσογλου να δηλώσει με περισσή θρασύτητα, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στα κατεχόμενα,  ότι «η απόφαση για την ένωση απέδειξε πόσο δίκαιο έχουμε στο θέμα των εγγυήσεων» και για τον κ. Ακιντζί να ισχυριστεί, σε επιστολή του προς τον γ.γ. του ΟΗΕ,  ότι  «αυξάνει την ανησυχία ασφάλειας των Τ/κ και ενισχύει  την ανάγκη για ένα μηχανισμό που θα εξυπηρετεί την παρεμπόδιση μιας τέτοιας τάσης». Αύριο, μετά τη λύση, αυτός ο μηχανισμός θα μπορεί να ενεργοποιηθεί και με αφορμή μια παρέλαση ή μια δοξολογία για την επέτειο της 1ης Απριλίου 1955 ή ακόμη για το ότι η ημέρα αυτή θεωρείται σχολική αργία.

Παρά τις πιο πάνω  ωμές και αδυσώπητες πραγματικότητες,  η ηγεσία του τόπου συνεχίζει τα μικροπολιτικά της παιγνίδια και την επικοινωνιακή της πολιτική για εσωτερική κατανάλωση, εμπαίζοντας  τον λαό και τροφοδοτώντας τον με τις ψευδαισθήσεις. Δεν τολμά να  σπάσει τη διαπραγματευτική ομηρεία στην οποία ο κυπριακός ελληνισμός έχει περιέλθει εδώ και δεκαετίες και  να απεγκλωβιστεί η ίδια από το «σύνδρομο της αυτοδικαίωσης» για τα όσα υποστήριξε το 2004 για το σχέδιο Ανάν.

Καλείται η ηγεσία που χειρίζεται τις τύχες μας να προβεί,  έστω και την δωδεκάτη,  σε μια σωστή αξιολόγηση των νέων δεδομένων που διαμορφώνονται στη χώρα μας και στην περιοχή μας και   να επιδιώξει τη διαμόρφωση μιας νέας διαπραγματευτικής βάσης με ορθολογικό τρόπο και χωρίς ταμπού και προκαταλήψεις, με σκοπό την ανεύρεσης της καλύτερης δυνατής ρεαλιστικής λύσης που θα διασφαλίζει την εθνική και φυσική επιβίωση του κυπριακού ελληνισμού στις πατρογονικές του εστίες, έστω και σε μια Κυπριακή Δημοκρατία  εδαφικά κολοβωμένη. Είναι καιρός η ηγεσία του τόπου να πάψει να παραμένει  καθηλωμένη στο παρελθόν και να επιμένει σε λύσεις και στρατηγικές που εκπονήθηκαν προ δεκαετιών. Από το 1977 μέχρι σήμερα μεσολάβησαν πολλές εξελίξεις που διαμορφώνουν ένα διαφορετικό περιβάλλον, στην Κύπρο αλλά και διεθνώς.  

(Φιλελεύθερος, 26/2/2017)