Στα τραγικά αδιέξοδα στα οποία βρίσκεται σήμερα το Κυπριακό,  οδήγησαν οι λανθασμένοι χειρισμοί του των τελευταίων 43 χρόνων. Η ελληνοκυπριακή ηγεσίας αποδέχθηκε  τη λύση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, χωρίς αντίληψη των αναπόφευκτων συνεπακόλουθων που ενείχε η αποδοχή μιας τέτοιας λύσης στην περίπτωση της ημικατεχόμενης από τουρκικά στρατεύματα Κύπρου.  Έκτοτε, έχουμε συρθεί σε ένα ατέρμονα καταστροφικό διάλογο που σκηνοθέτησε η Τουρκία η οποία,  εκμεταλλευόμενη τον μακρύ χρόνο που διέρρευσε κατά τη διάρκεια των συνομιλιών,  παγίωσε, ανενόχλητη από διεθνείς αντιδράσεις,  την κατοχή και τουρκοποίησε τη βόρεια Κύπρο.

Η Τουρκία, μετά την εισβολή, για να πραγματοποιήσει τους επεκτατικούς της σχεδιασμούς,  δεν αρκέστηκε στο βίαιο εδαφικό διαχωρισμό των δυο κοινοτήτων, αλλά διέπραξε ένα αποτρόπαιο έγκλημα πολέμου, τον εποικισμό των κατεχομένων.  Η νομική πτυχή του θέματος των εποίκων είναι ξεκάθαρη. Συνοπτικά, αναφέρω ότι σύμφωνα με τη Συνθήκη της Γενεύης του 1949, απαγορεύεται απόλυτα ο εποικισμός κατεχομένων εδαφών. Παράβαση της απαγόρευσης αυτής χαρακτηρίζεται από την ίδια τη Συνθήκη ως «έγκλημα πολέμου». Η Συνθήκη θεωρείται ότι στο θέμα του εποικισμού επαναλάμβανε αναγκαστικό κανόνα Διεθνούς Δικαίου,  που απαιτεί σεβασμό των προνοιών της «κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις». Όλα τα πιο πάνω ισχυρά νομικά αλλά και πολιτικά όπλα δεν τα αξιοποιήσαμε.  Στις συζητήσεις  δεχτήκαμε, επί  των ημερών Χριστόφια,  να ενταχθεί το θέμα αυτού του εγκλήματος, που διαπράχθηκε σε βάρος  ολόκληρου του κυπριακού λαού, ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων,  στο κεφάλαιο της «μετανάστευσης, ιθαγένειας, αλλοδαπών και ασύλου».

Η Τουρκία με τον  εποικισμό απέβλεψε και πέτυχε να  πλήξει καίρια τους Τουρκοκύπριους οι οποίοι έπαψαν να υφίστανται ως αυτοτελής και αυθύπαρκτη κοινότητα.   Με τα σημερινά δεδομένα που δημιούργησε η μακρόχρονη τουρκική κατοχή,  δεν τίθεται πλέον θέμα συγκρότησης ομοσπονδιακού κράτους με τους Τουρκοκύπριους. Ούτε θέμα επανένωσης των δυο κοινοτήτων. Τα κατεχόμενα έχουν, εδώ και αρκετό χρόνο,  ουσιαστικά ενσωματωθεί πλήρως στην Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι, που αποτελούν πλέον μειοψηφία στην «ΤΚΒΚ», είναι όμηροι της Τουρκίας στρατιωτικά, οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά.  Η στρατιωτική, οικονομική, ενεργειακή και πολιτική εξάρτηση των κατεχόμενων και της «κυβέρνησής» τους από την Τουρκία είναι απόλυτη.

Αυτή η ωμή πραγματικότητα έχει προ πολλού συντελεστεί. Τούτο, επιβεβαιώθηκε, προ δεκαπενταετίας, δια στόματος του  κ. Μουσταφά Ακιντζί, μετά που έπαψε, τον Μάιο του 2001, να είναι αναπληρωτής πρωθυπουργός του ψευδοκράτους.  Δήλωνε τότε, σύμφωνα με την αγγλική εφημερίδα  Γκάρντιαν της 25/9/2001,  τα ακόλουθα: «Αυτή δεν είναι δημοκρατία. Πως μπορεί να είναι δημοκρατία, όταν η Άγκυρα επεμβαίνει  σε τέτοιο βαθμό στις υποθέσεις μας; Η Τουρκία αποφασίζει τα πάντα, μέχρι και ποιος είναι επικεφαλής της Πυροσβεστικής και του εθνικού Μεταφορέα. Ο στρατός ελέγχει τα πάντα εδώ. Ακόμα και η αστυνομική δύναμη βρίσκεται υπό τη διοίκηση του στρατού». (Σταύρου Λυγερού, Η αιρετική λύση, σελίδες  109-110).

Προβάλλεται η άποψη πως για την  ανατροπή των τουρκικών σχεδιασμών «πρέπει να διαμορφωθούν συνθήκες για την επίτευξη μιας στρατηγικής συμμαχίας των δύο κοινοτήτων του νησιού»  και,  προς τούτο,  «θα πρέπει να υπάρξει και αντίδραση από πλευράς των Τουρκοκυπρίων, ώστε να απαλλαχθούν από αυτόν τον , εναγκαλισμό, την εξάρτηση, την καταπίεση και την κατοχή από την Τουρκία». (Κύριο άρθρο  «Φ», 19/8/2017). Κατά την ταπεινή γνώμη του γράφοντος, με τα σημερινά δεδομένα στο τουρκοκρατούμενο μέρος της Κύπρου, μια τέτοια αντίδραση από μέρους των Τουρκοκυπρίων είναι απίθανη και, αν εκδηλωθεί, θα είναι αναποτελεσματική γιατί θα προέρχεται από μια μικρή μερίδα.

Όπως προαναφέρθηκε, ο εποικισμός των κατεχομένων μετέτρεψε του Τουρκοκυπρίους σε μειονότητα. Θα ανέμενε κανείς από τους ηγέτες των Τουρκοκυπρίων να αντιδράσουν σ’ αυτό το τερατούργημα, που έχει ως κύριο θύμα τους ίδιους τους Τουρκοκυπρίους. Όμως, για ευνόητους λόγους, σιωπούν. Οι ηγέτες των μεγαλύτερων κομμάτων αποβλέπουν στο εκλογικό κεφάλαιο των εποίκων και για το λόγο αυτό έχουν μετατραπεί σε φερέφωνα της Άγκυρας. Εξαίρεση αποτελούν μερικοί ηγέτες τους,  μικρού εκλογικού εκτοπίσματος. Αρκεί κάποιος να κοιτάξει τη δύναμη των  πολιτικών κομμάτων στα κατεχόμενα, με βάση  τα αποτελέσματα  των τελευταίων «βουλευτικών» εκλογών του 2013: Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα: 38,36% (20 έδρες). Κόμμα Εθνικής Ενότητας: 27,32% (18 έδρες).. Δημοκρατικό κόμμα: 23,15% (5 έδρες). Κόμμα Κοινοτικής Δημοκρατίας: 7,40% (2 έδρες). Ενωμένη Κύπρος: 3,20%. Σύμφωνα με μια τελευταία δημοσκόπηση, το Κόμμα του Λαού του Κουτρέντ  Οζερσάι, που τάσσεται υπέρ της λύσης των δυο κρατών, έχει το 30,8%. (Βλ. σχετικό δημοσίευμα του «Φ» στις 20/8/2017 με τίτλο «Δεξιά στροφή στα κατεχόμενα …»). Είναι προφανές ότι το ποσοστό των «Τουρκοκυπρίων», όπως αυτοί διαμορφώθηκαν με τον εποικισμό, που θα αγωνιστούν ώστε να απαλλαχθούν από την εξάρτηση, την καταπίεση και την κατοχή από την Τουρκία»,  δεν ξεπερνά τα δάκτυλα των δυο χεριών. Πέραν τούτου – ας μην αυταπατώμεθα –  ένα μεγάλο ποσοστό γνήσιων Τουρκοκυπρίων δεν αισθάνονται ούτε καταπίεση ούτε κατοχή από την Τουρκία και οραματίζονται την ενσωμάτωσή τους στη «μητέρα πατρίδα».

Είναι πια αργά για μια συνεργασία με τους Τουρκοκύπριους. Για μια ακόμη φορά αποδειχθήκαμε επιμηθείς. Μας δόθηκε η ευκαιρία να αξιοποιήσουμε αυτήν την συνεργασία όταν η Κύπρος αποκτούσε την  ανεξαρτησία της. Θα έπρεπε, τότε,  η ελληνοκυπριακή ηγεσία  να επιδοθεί σε μια προσπάθεια δημιουργίας κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης και εκτίμησης,    η οποία θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί με οικονομικά, κοινωνικά και διοικητικά μέτρα πού δεν θα επέτρεπαν στον εξτρεμιστή Ντενκτάς και την ΤΜΤ να αλωνίζουν. Τούτο, όμως,  χρειαζόταν ευρύτητα πνεύματος, επιδεξιότητα και σθένος, αλλά και διορατικότητα. Τα στοιχεία αυτά έλειψαν εντελώς από την ελληνική κυπριακή ηγεσία.

(Φιλελεύθερος, 3/9/2017)