Στις 15/11/1983, ο Ντενκτάς ανακήρυξε την «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» (ΤΔΒΚ).   Αυτό το καθεστώς δεν έχει τα στοιχειώδη συστατικά ενός κράτους σύμφωνα με τις διεθνώς παραδεδεγμένες αρχές του διεθνούς δικαίου.  Το «κράτος» του Ντενκτάς ήταν γέννημα και θρέμμα της τουρκικής εισβολής του 1974. Στηριζόταν στα στρατεύματα κατοχής.

Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών με τα Ψηφίσματά του Αρ. 541 της 15/11/1983 και 550 της 11/5/1984 καταδίκασε την πιο πάνω ενέργεια των Τουρκοκυπρίων. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) στην απόφασή του ημερομηνίας 18/12/1996  στην Υπόθεση Τιτίνας Λοϊζίδου ν. Τουρκίας τόνισε, κατά τον πιο κατηγορηματικό τρόπο,  ότι «η διεθνής κοινότητα δεν θεωρεί την Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου ως Κράτος δυνάμει του διεθνούς δικαίου και η Κυπριακή Δημοκρατία παραμένει η μόνη νόμιμη Κυβέρνηση της Κύπρου».  Το ΕΔΑΔ ακολούθησε την ίδια τοποθέτηση και στην απόφασή του ημερομηνίας 10/5/2001 επί της τέταρτης Διακρατικής Προσφυγής της Κύπρου εναντίον της Τουρκίας.  Όμως, το διεθνές δίκαιο έχει προ πολλού παραμεριστεί στην περίπτωση του Κυπριακού, ηττημένο από τη δύναμη των τουρκικών όπλων  και από τα γεωστρατηγικά συμφέροντα των ποικιλώνυμων ισχυρών φίλων της Τουρκίας. 

Η ανακήρυξη της  ΤΔΒΚ αποτέλεσε το έναυσμα για να αρχίσει από τουρκικής πλευράς,  με σχέδια όπως τα καθόριζε το τουρκικό υπουργείο εξωτερικών,  μια έντονη προσπάθεια εδραίωσής των κατοχικών δεδομένων και προώθησης πάνω σε οργανωμένη και προγραμματισμένη βάση του πάγιου στόχου της Τουρκίας για στρατιωτικό έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου.

Είναι αρκετά αποκαλυπτικό ένα έγγραφο του τουρκικού υπουργείου εξωτερικών ημερομηνίας 20/1/1984,  που παραθέτει ο Μιλτιάδης Χριστοδούλου στο βιβλίο του «Κύπρος, η Διχοτόμηση, μια πορεία χωρίς επιστροφή», σελίδες 181, 182. Το έγγραφο συνοψίζει τις εκτιμήσεις του τουρκικού υπουργείου των εξωτερικών για την εξέλιξη της κατάστασης και για τις επιπτώσεις από την ανακήρυξη της ΤΔΒΚ και εκθέτει την πολιτική γραμμή που θα ακολουθηθεί. Το τουρκικό υπουργείο των εξωτερικών εκτιμούσε ότι μερικές επιπτώσεις της ανακήρυξης της ΤΔΒΚ «δεν ξεπέρασαν τις προβλέψεις» του και απέδιδε το «σχετικά ευνοϊκό» αυτό αποτέλεσμα και στο ότι «δεν υπάρχουν συγκρούσεις ανάμεσα στα συμφέροντα των ΗΠΑ και της Τουρκίας για το πρόβλημα αυτό». Παράλληλα, έβλεπε και αποτιμούσε τις άμεσες και εσπευσμένες κινήσεις του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Ως στόχοι, προκαθορίζονταν η μέσω διαπραγματεύσεων με την ελληνική πλευρά επιβεβαίωση, εδραίωση και  κατοχύρωση της κατάστασης που δημιούργησε η με τη χρήση των όπλων τουρκική στρατιωτική επέμβαση και κατοχή και η δημιουργία καθεστώτος, στο οποίο οι Ελληνοκύπριοι θα υποχρεώνονταν να συμμετάσχουν, μαζί με τους Τουρκοκύπριους, στις ρυθμίσεις των εξωτερικών υποθέσεων και σε διακυβέρνηση του κράτους. Σ' αυτό το κράτος οι Τουρκοκύπριοι θα είχαν υπό τον απόλυτο έλεγχο τους εδαφική περιοχή, που δεν θα ήταν μικρότερη από 30% του συνολικού κυπριακού εδάφους. Στην περιοχή αυτή οι Ελληνοκύπριοι δεν θα είχαν κανένα δικαίωμα ή αρμοδιότητα. Έτσι, χαράχθηκε η τελική φάση των τουρκικών σχεδιασμών.

Τα όσα επακολούθησαν, καταδεικνύουν ότι η ανακήρυξη της ΤΔΒΚ ήταν η αρχή του τέλους. Μια μελέτη των Ψηφισμάτων που ακολούθησαν μετά τη ανακήρυξη του ψευδοκράτους και αφορούν τη μορφή λύσης του Κυπριακού, της «κοινής δήλωσης» των Χριστόφια - Ταλάτ της 23/5/2008 και της «κοινής διακήρυξης» των Αναστασιάδη – Έρογλου της  11/2/2014, βεβαιώνει του λόγου το ακριβές.

Η ελληνοκυπριακή ηγεσία έχει συρθεί σε ένα καταστροφικό διάλογο που οδηγεί στη συνθηκολόγηση και στην αποδοχή, άνευ όρων, των τουρκικών επεκτατικών σχεδιασμών.     Οι θέσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς σταδιακά προσαρμόζονται, με τη συνδρομή των κατά καιρούς αξιωματούχων του ΟΗΕ και των «υποβολέων» τους, στις στρατηγικές επιδιώξεις της Άγκυρας. Έτσι, οδηγηθήκαμε στη σταδιακή προσαρμογή στις τουρκικές επιδιώξεις και έχουμε κάνει σημαία μας την «κοινή διακήρυξη» της  11/2/2014 η οποία οδηγεί σε μια  λύση που θα προβλέπει την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη διαδοχή της από ένα θνησιγενές δυσλειτουργικό κρατικό μόρφωμα που θα καταστήσει, προς το παρόν, την Κύπρο προτεκτοράτο της Τουρκίας. Απώτερος στόχος της Τουρκίας είναι η κατάληψη όλης της Κύπρου.  Ο γράφων επανειλημμένα επεσήμανε τους κινδύνους που συνεπάγεται η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η διαδοχή της από ένα νέο κράτος. Ενδεικτικά, παρατίθεται το πιο κάτω απόσπασμα από το άρθρο μου στον «Φ» στις 21/2/2016 με τον τίτλο « «Οι προεκτάσεις της μη μετεξέλιξης»:  «Αν η λύση που θα προκύψει προβλέπει τη διαδοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας από το νέο κράτος, όπως είναι η θέση της Τουρκίας, η Κυπριακή Δημοκρατία θα παύσει αυτόματα να υπάρχει μετά τα δημοψηφίσματα και, οπωσδήποτε, στη μεταβατική περίοδο, με όσα αυτό συνεπάγεται. Κατά τη μεταβατική περίοδο ή από τη δημιουργία του νέου κράτους και έπειτα, όποια κρίση θα προκύψει, θα αντιμετωπιστεί διεθνώς σε εντελώς άλλη βάση. Oι πιθανότητες για δημιουργία τέτοιων κρίσεων θα είναι πάμπολλες. Τις ευκαιρίες θα τις παράσχει στην Τουρκία η μη λειτουργικότητα της λύσης. Μετά από μια τέτοια κρίση δεν θα υπάρχει καμιά τουρκική εισβολή, καμιά παράνομη κατοχή, καμιά Κυπριακή Δημοκρατία, της οποίας θα πρέπει να αποκατασταθεί η εδαφική ακεραιότητα.».

( Φιλελεύθερος, 15/11/2017)