Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο βασικός στόχος της  Τουρκίας, με τις προκλητικές της ενέργειες στην κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ),  είναι να διακηρύξει ότι διαμοιρασμός των θαλασσίων ζωνών στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου - όπου διατηρεί εκατοντάδες χιλιόμετρα περίκλειστων ακτών -  χωρίς τη συμμετοχή της,  δεν μπορεί να υπάρξει.  Στην πραγμάτωση των σχεδίων της, η Τουρκία θεωρεί εμπόδιο τόσο την Κυπριακή Δημοκρατία (ΚΔ), την οποία επιδιώκει να καταλύσει, όσο και το σημερινό  status quo στο Αιγαίο. Θεωρεί ότι η Κύπρος και τα νησιά του Αιγαίου  είναι μέρος του «ζωτικού χώρου» που έχει ανάγκη.   Για να αποκτήσει αυτόν τον «ζωτικό χώρο», η Τουρκία ακολουθεί την προσφιλή  σ’ αυτήν τακτική της «διπλωματίας των κανονιοφόρων».

Βρισκόμαστε ενώπιον επικίνδυνων αδιεξόδων που δημιούργησε η τουρκική επιθετικότητα. Το πρόβλημα είναι αρκετά περίπλοκο,  από πλευράς διεθνούς δικαίου, τόσο στην περίπτωση της κυπριακής ΑΟΖ όσο και στην περίπτωση του Αιγαίου.

Η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την ΚΔ και ούτε αποδέχεται τη μετεξέλιξή της σε μια λύση που θα προκύψει. Ούτε αναγνωρίζει τη χαραχθείσα και διεθνώς αναγνωρισμένη ΑΟΖ της ΚΔ και δεν αποδέχεται τις συμφωνίες  που υπέγραψε η ΚΔ για οριοθέτηση της ΑΟΖ της με την Αίγυπτο, το Ισραήλ και τον Λίβανο. Ειδικότερα, θεωρεί, ως μέρος της τουρκικής ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας,  περιοχή  δυτικά της Κύπρου που αποτελεί μέρος της ΑΟΖ της ΚΔ, ώστε η κυπριακή ΑΟΖ να μην εφάπτεται της αντίστοιχης της Ελλάδας στο Καστελόριζο. Με βάση την αρχή της μέσης γραμμής, το σύμπλεγμα του Καστελόριζου εξασφαλίζει την επαφή της ελληνικής με την κυπριακή ΑΟΖ. Οι δύο αυτές ΑΟΖ παρεμβάλλονται μεταξύ τουρκικής και αιγυπτιακής, γεγονός που περιορίζει σημαντικά την τουρκική ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Τουρκία δεν αποδέχεται ότι τα νησιά έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα και κατ’ επέκταση έχουν δική τους ΑΟΖ,  όπως τούτο προβλέπεται στη Συνθήκη των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, η οποία, παρά το ότι δεν έχει υπογραφεί από την Τουρκία, τη δεσμεύει γιατί διατυπώνει ως προς το θέμα αυτό προϋπάρχον γενικό εθιμικό δίκαιο το οποίο απλώς κωδικοποιεί. Ειδικά, στο άρθρο 121, παράγραφος 2 της Σύμβασης αναφέρεται ότι όλα τα κατοικημένα νησιά διαθέτουν ΑΟΖ και ότι η ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα ενός νησιού καθορίζονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που καθορίζονται και για τις ηπειρωτικές περιοχές. Το Καστελόριζο είναι νησί το οποίο κατοικείται και, κατά συνέπεια, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι διαθέτει ΑΟΖ.

Ως άλλοθι για την επεκτατική της πολιτική, προβάλλει τη «συμφωνία»  με το ψευδοκράτος, την «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» (ΤΔΒΚ),  στις 21 Σεπτεμβρίου 2011  με την οποία καθορίστηκαν τα όρια της μεταξύ τους ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας. Με βάση αυτήν τη «συμφωνία»,   η «ΤΔΒΚ» είχε εκχωρήσει στην κρατική εταιρεία πετρελαίου της Τουρκίας (ΤΡΑΟ) τα δικαιώματα γεωτρήσεων και εκμετάλλευσης όχι μόνο στο τεμάχιο 3 της ΑΟΖ της ΚΔ,  αλλά σε σχεδόν όλα τα υπόλοιπα που βρίσκονται ανατολικά της Κύπρου, δηλαδή τα τεμάχια 8, 9, 2,  και μεγάλο μέρος του 12. Γι’ αυτό και για τις τελευταίες ενέργειές της εναντίον του γεωτρύπανου της ΕΝΙ, επικαλείται τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων. Και δεν θα αποτελεί έκπληξη αν οι τουρκικές προκλήσεις κορυφωθούν με την κάθοδο του του γεωτρύπανου Deep Sea Metro 2, που απέκτησε η Άγκυρα, για έρευνες στην ΑΟΖ της ΚΔ, με  βάση τις παράνομες συμφωνίες  μεταξύ του ψευδοκράτους και της τουρκικής κρατικής εταιρείας TPAO. 

Με βάση τις πρόνοιες της Σύμβασης του  ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (Montego Bay, 1982), ένα παράκτιο κράτος αποκτά ΑΟΖ  με μονομερή δήλωση ανακήρυξης. Και, στη συνέχεια, συνάπτει συμφωνίες οριοθέτησης με τα γειτονικά κράτη. Εάν δεν καταστεί δυνατή η συμφωνία οριοθέτησης, τότε η διαφορά τους λύνεται με παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο. Όπως προαναφέρθηκε, η Σύμβαση, παρά το ότι δεν έχει υπογραφεί και επικυρωθεί από την Τουρκία, τη δεσμεύει.  Το γεγονός ότι η Τουρκία δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση του 1982,  δεν αποτελεί εμπόδιο για επίλυση των διαφορών της   με την Ελλάδα με   προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ή σε διαιτησία με αμοιβαία συμφωνία,  αλλά όχι στο Διεθνές Δικαστήριο του Αμβούργου για το Δίκαιο της Θάλασσας, όπου μόνο τα μέλη της Σύμβασης του 1982 μπορούν να προσφύγουν. Όμως, τούτο δεν μπορεί να γίνει σε σχέση με την ΚΔ, αφού η Τουρκία δεν την αναγνωρίζει.

Η κυπριακή κυβέρνηση αναζητεί απεγνωσμένα την ουσιαστική στήριξη από τους εταίρους μας και τη διεθνή κοινότητα,  αλλά,  δυστυχώς, η αντίδρασή τους κάθε άλλο παρά η αναμενόμενη είναι. Η στάση τους, αυτονόητη, αν κρίνουμε από τα συμφέροντα που εμπλέκονται. Εξ άλλου, η τουρκική επεκτατική βουλιμία δεν αντιμετωπίζεται με λεκτικές τοποθετήσεις, όσο υψηλών τόνων και αν είναι. Καιρός είναι να επιδοθούμε, μαζί με την Ελλάδα,  σε μια επιθετική διπλωματία, αλλάζοντας, πρώτα, γραμμή πλεύσης. Αυτή η επιθετική διπλωματία διεξάγεται, πρώτιστα,  με  ισχυρά κράτη  που μπορούν να διαμορφώσουν τον γεωπολιτικό χάρτη της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου, αξιοποιώντας   τη γεωστρατηγική θέση της χώρας μας.   Το θέμα της ενέργειας μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για μια δίκαιη λύση του Κυπριακού, που θα διασφαλίζει την εθνική και φυσική επιβίωση του κυπριακού ελληνισμού. Αρκεί να ενεργήσουμε με μεθοδικότητα και σωφροσύνη, ώστε ο φυσικός πλούτος της χώρας μας να μην μετατραπεί από ευλογία σε κατάρα. Περί τούτου, στο επόμενο άρθρο.

(Φιλελεύθερος, 4/3/2018)