Ο Ταγίπ Ερντογάν, ο «νέος σουλτάνος», όπως έχει αποκληθεί από τους επικριτές του, φανατικός σουνίτης μουσουλμάνος, έχοντας πλέον το πεδίο απολύτως ελεύθερο για να ασκήσει τη προσωπική του πολιτική, μετά την καταστολή εκείνου φαρσοκωμικού πραξικοπήματος, την επίτευξη του πλήρους ελέγχου όλων των εξουσιών και τον παραμερισμό του στρατιωτικού κατεστημένου, είναι αποφασισμένος, αφού νομιμοποιήσει τη μονοκρατορία του με σχετική τροποποίηση του συντάγματος,   να προχωρήσει στην υλοποίηση των νεοοθωμανικών στόχων του για αναβίωση της Οθωμανικής  Αυτοκρατορίας στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Δεν χάνει ευκαιρία να αποκαλύπτει τις προθέσεις του. Είναι αρκετά εύγλωττα τα όσα είπε πρόσφατα για τη Συνθήκη της Λοζάνης και το Κυπριακό. Δεν πρόκειται για στιγμιαία ξεσπάσματα μεγαλείου, προοριζόμενα, κυρίως, για εσωτερική κατανάλωση και ούτε, ασφαλώς, για λόγια χωρίς περιεχόμενο και ουσία. Σήμερα, στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όπου εκτυλίσσεται μια ριζική και πρωτοφανής γεωπολιτική και ενεργειακή αναδιάταξη,  η εμπλοκή των συμφερόντων είναι τεραστίων διαστάσεων. Σε αυτή την εμπλοκή θέλει να πρωταγωνιστήσει η Τουρκία η οποία οραματίζεται το ρόλο της υπερδύναμης της περιοχής, ρόλο που έπαιζε κάποτε η Οθωμανική Αυτοκρατορία.  Για να επιτύχει τον στόχο αυτό, η Τουρκία χρειάζεται «ζωτικό χώρο».  Για την Τουρκία, μέρος του «ζωτικού  χώρου» της είναι η Κύπρος και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.   

Για χάρη της Ιστορίας, θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας για την Κύπρο και τα νησιά του Αιγαίου, έχουν προ πολλού εκδηλωθεί. Ήταν η πολιτική τόσο των στρατοκρατών όσο και των νεοοθωμανών. Στην Τριμερή Διάσκεψη του Λονδίνου το 1955 ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Φατίν Ζορλού είπε τα εξής αξιοσημείωτα: «Η σημασία της Κύπρου για την Τουρκία δεν προκύπτει από μια μόνο αιτία. Είναι μια αναγκαιότητα που προέρχεται από ιστορικές επιταγές, τη γεωγραφία, την οικονομία και τη στρατιωτική στρατηγική, από το δικαίωμα ύπαρξης και ασφάλειας που είναι το πιο ιερό δικαίωμα κάθε κράτους.......Κατά τις ιστορικές μεταβολές που γνώρισε η Κύπρος, ένα ήταν πάντα το κοινό στοιχείο: ο δεσμός μεταξύ της Κύπρου και της ηπειρωτικής Μικράς Ασίας. Αυτός που κατέχει την Μικρά Ασία πρέπει για λόγους γεωγραφικούς και στρατηγικούς να κατέχει επίσης και την Κύπρο, διότι η Κύπρος φυλάσσει τα νώτα της Μικράς Ασίας». Ο Γκιουνές, που ήταν ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας κατά την εισβολή δήλωσε απερίφραστα: «Η Κύπρος είναι τόσο πολύτιμη, όπως το δεξί χέρι μιας χώρας που νοιάζεται για την άμυνα της ή για τους επεκτατικούς της στόχους, αν έχει ... Πολλές χώρες θέλουν να βλέπουν το κυπριακό πρόβλημα μονάχα ως απότοκο της επιθυμίας απλώς να προστατεύσουμε την τουρκική κοινότητα του νησιού. Ενώ το πραγματικό πρόβλημα είναι η ασφάλεια των 45 εκατομμυρίων Τούρκων της πατρίδας...». Αναφορικά με τα νησιά του Αιγαίου,  η Τουρκία έχει θέσει στόχο της την αναθεώρηση του καθεστώτος τους από το 1973.  Η Τουρκία ούτε αποκρύπτει ούτε συγκαλύπτει αυτήν της επιδίωξη. Ο πρώην Πρωθυπουργός και Πρόεδρος Τουργούτ Οζάλ δήλωνε το 1986 ότι «η παρούσα κατάσταση η οποία υπάρχει μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δεν είναι ικανοποιητική. Εάν η Τουρκία ήξερε που θα την οδηγούσε η Συνθήκη της Λοζάνης δεν θα την είχε υπογράψει ποτέ… Εμείς δεν ξεχνούμε ότι χάσαμε μέσα από τα χέρια μας τα νησιά, τα πάτρια τουρκικά εδάφη».

Αρκετά αποκαλυπτικός είναι ο Αχμέτ Νταβούτογλου στο βιβλίο του «Το Στρατηγικό Βάθος, Η διεθνής θέση της Τουρκία»: «Μια Τουρκία που έχει αποκλειστεί από το Αιγαίο κι έχει περικυκλωθεί στα νότια από τη Ρωμαίικη Διοίκηση της νότιας Κύπρου σημαίνει ότι τα περιθώριά της να κάνει ένα άνοιγμα στον κόσμο έχουν περιοριστεί σημαντικά» (σελ. 267). Για την Κύπρο, χωρίς περιστροφές, αναφέρει: «Ακόμη και αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε  να διατηρεί ένα Κυπριακό ζήτημα. Καμιά χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου» (σελ. 279). 

Η έννοια του «lebensraum»  («ζωτικού χώρου»), επινοήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1890 από το Φρίντριχ Ράτσελ, Καθηγητή της Γεωγραφίας στη Λειψία, και εξελίχθηκε από τον θεωρητικό της γεωπολιτικής Καρλ Χαουσχόφερ, για να χρησιμοποιηθεί ως η επιστημονική βάση της επεκτατικής πολιτικής που ακολούθησε η ναζιστική Γερμανία του Χίτλερ.  Υπέρτατος στόχος  του Χίτλερ, όταν ανέλαβε την εξουσία,  ήταν η επέκταση των υφιστάμενων γερμανικών συνόρων. Δεν έχανε την ευκαιρία να διακηρύσσει ότι  «η οριστική λύση βρίσκεται στην επέκταση του ζωτικού μας χώρου, και προς το χώρο των πηγών των πρώτων υλών και των αποθεμάτων τροφίμων που χρειάζεται το έθνος μας». Έτσι, αφού πέτυχε τον  Μάρτιο του 1938  την «πρόσκλη­ση» των γερμανικών στρατευμάτων να εισέλθουν στην Αυστρία, στον επόμενο μήνα, μετά από  ένα  κίβδηλο δημοψήφισμα,  εξασφάλισε την προσάρτηση της Αυστρίας (Anschluss) από τη ναζιστική Γερμανία. Όταν ο Χίτλερ προσαρτούσε την γειτονική του Αυστρία στο Γερμανικό τρίτο Ράιχ, ο τότε βρετανός πρωθυπουργός Τσάμπερλαιν αρκέστηκε να δηλώσει στην Βουλή των Κοινοτήτων ότι «η Κυβέρνηση παρακολουθεί στενά το θέμα». Ακολούθησε ο η κατάκτηση της Τσεχοσλοβακίας στις 15/3/1939.  Ούτε η Γαλλία ούτε η Βρετανία έκαναν το παραμικρό για να σώσουν την Τσεχοσλοβακία, της οποίας την ασφάλεια και την ακεραιότητα υποτίθεται ότι είχαν εγγυηθεί. Προηγήθηκε, το Σεπτέμβριο του 1938, η Συμφωνία του Μονάχου την οποία αναγκάστηκε να αποδεχθεί και η Τσεχοσλοβακία. Στη συνέχεια, το Σεπτέμβριο του 1939 διαπράχθηκε ο διαμελισμός της Πολωνίας από τα γερμανικά και σοβιετικά στρατεύματα με βάση το περιβόητο  «μυστικό πρωτόκολλο» Ρίμπεντροπ – Μολότοφ.  

Αυτά, για την Ιστορία και για όσους ζουν με τη ψευδαίσθηση ή μας πωλούν τη ψευδαίσθηση ότι  οι συνομιλίες με βάση την «κοινή διακήρυξη» της 11/2/2014 θα αναγκάσουν την  Τουρκία να αποδεχθεί να αποσύρει τον κατοχικό της στρατό από εδάφη που κατέλαβε, να εγκαταλείψει τα εγγυητικά της  «δικαιώματα» και να αποσυρθεί από την Κύπρο, αφήνοντας τις δύο κοινότητες να επανενωθούν και να  διαχειριστούν το μέλλον τους σε ένα πραγματικό ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα αφεθεί το νεοοθωμανικό θηρίο να γιγαντωθεί,   όπως συνέβηκε με το ναζιστικό. Ας ελπίσουμε ότι θα αφυπνιστούν οι ευρωπαίοι εταίροι μας και να συνειδητοποιήσουν ότι  στην Κύπρο διακυβεύονται ζωτικά τους συμφέροντα,  πολιτικά και οικονομικά, και, ως εκ τούτου, είναι σημαντικό μέρος του προβλήματος και, κατ’ επέκταση, της λύσης.

(Φιλελεύθερος, 4.12.2016)