Η ελληνοκυπριακή ηγεσία αποδέχθηκε τη λύση ομοσπονδίας, χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε σοβαρή επιστημονική μελέτη για την έννοια και το περιεχόμενο αυτής της μορφής διακυβέρνησης και χωρίς αντίληψη των αναπόφευκτων συνεπακόλουθων που ενείχε η αποδοχή μιας τέτοιας βάσης διαπραγματεύσεων για λύση του Κυπριακού. Όπως τόνισα σε σειρά άρθρων μου, η βιωσιμότητα ενός οποιουδήποτε ομοσπονδιακού κράτους εξαρτάται κυρίως και πάνω από όλα από τη θέληση των μερών, που θα το συγκροτήσουν,  να ζήσουν μαζί, με πνεύμα συνδιαλλαγής, για προώθηση μερικών κοινών σκοπών. Η προϋπόθεση αυτή, είναι απόλυτα απαραίτητη στις περιπτώσεις που το ομοσπονδιακό κράτος αποτελείται μόνο από δυο ομόσπονδα κράτη. Αν δεν υπάρχει σε αυξημένο βαθμό πνεύμα συνδιαλλαγής και αμοιβαία εμπιστοσύνη, τα αδιέξοδα θα είναι αναπόφευκτα και αυτά τα αδιέξοδα οδηγούν στην παράλυση του κράτους.

Η προϋπόθεση αυτή, που, επαναλαμβάνω,  είναι εκ των ων ουκ άνευ στις περιπτώσεις που το ομοσπονδιακό κράτος αποτελείται μόνο από δυο ομόσπονδα κράτη, δεν υπάρχει εδώ και αρκετό καιρό στην Κύπρο. Αυτή η προϋπόθεση, δηλαδή η   θέληση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων να ζήσουν μαζί, με πνεύμα συνδιαλλαγής,  απαιτείτο και όταν άρχισε τη ζωή της η Κυπριακή Δημοκρατία της οποίας η συνταγματική διάρθρωση διέπεται από δικοινοτικό πνεύμα, αλλά δεν υφίστατο.  Αναφερόμενος στη λειτουργικότητα του κυπριακού κράτους, ο  έγκριτος Έλληνας διπλωμάτης Βύρων Θεοδωρόπουλος εύστοχα παρατήρησε τα ακόλουθα: «Προϋπόθεση για να λειτουργήσει ένα τέτοιο σύστημα ήταν, ότι θα υπήρχε συνεργασία ανάμεσα στις δυο εθνικές ομάδες, καλή πίστη στην εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων και προ πάντων κοινή αντίληψη για την πολιτική φιλοσοφία, που εξέφραζε το Σύνταγμα. Όπως φάνηκε, έλειπαν και τα τρία αυτά στοιχεία». (Βύρων Θεοδωρόπουλος, Οι Τούρκοι και εμείς, σελ. 255). Η τουρκική πλευρά, και συγκεκριμένα ο Ντενκτάς, θεωρούσε σαν δεδομένο το ανεφάρμοστο των Συμφωνιών και αναγκαία την προετοιμασία για επικράτηση της τουρκικής θέσης. Πριν ακόμη εγκαθιδρυθεί η Κυπριακή Δημοκρατία και, συγκεκριμένα, στις18.10.1059, συνελήφθηκε το τουρκικό πλοιάριο «Ντενίζ», σε περιοχή έξω από τη χερσόνησο της Καρπασίας, που μετέφερε από την Τουρκία όπλα για τους Τουρκοκύπριους.  Αναφορικά με τη συμπεριφορά της ελληνοκυπριακής ηγεσίας, θα αρκεστώ να αναφερθώ σε μια επιστολή του Μακαρίου προς τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Γεώργιο Παπανδρέου, ημερομηνίας 1/3/1964. Στην επιστολή του ο Μακάριος ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι υπέγραψε «εκ μέρους των Ελλήνων της Κύπρου» τις συμφωνίες αυτές, επειδή  «ουκ ην άλλως γενέσθαι. Ουδ' επί στιγμήν όμως επίστευσα, ότι αι συμφωνίαι θα απετέλουν μόνιμον καθεστώς...». (Άγγελος Βλάχος, Δέκα Χρόνια Κυπριακού, σελίδες 288 – 289). 

Τις τελευταίες δεκαετίες τεράστια και αδιαπέραστα τείχη χωρίζουν τις δυο κοινότητες. Τείχη που δεν είναι κτισμένα από τούβλα αλλά από δυσπιστία, καχυποψία και προκατάληψη. Τα τείχη αυτά τα ισχυροποίησε η Τουρκία με την εισβολή του 1974,  για να πραγματοποιήσει τους επεκτατικούς της σχεδιασμούς. Προς τούτο, δεν αρκέστηκε στο βίαιο εδαφικό διαχωρισμό των δυο κοινοτήτων, αλλά διέπραξε ένα αποτρόπαιο έγκλημα πολέμου, τον εποικισμό των κατεχομένων. Ως εκ τούτου, με τα σημερινά δημογραφικά δεδομένα,  δεν τίθεται πλέον θέμα συγκρότησης ομοσπονδιακού κράτους με τους Τουρκοκύπριους. Ούτε θέμα επανένωσης των δυο κοινοτήτων. Τα κατεχόμενα έχουν ουσιαστικά ενσωματωθεί πλήρως στην Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι, που αποτελούν πλέον μειοψηφία στην «ΤΚΒΚ», είναι όμηροι της Τουρκίας στρατιωτικά, οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά. Ο κ. Ακιντζί, όπως και οι προηγούμενοι κατοχικοί ηγέτες, δεν είναι «αυτόφωτοι». Στις συνομιλίες η ελληνοκυπριακή πλευρά έχει απέναντί της την Τουρκία. Ως εκ τούτου, η έκβαση των συνομιλιών δεν θα εξαρτηθεί από την οποιαδήποτε διατυμπανιζόμενη «καλή θέληση» και τα εύηχα «κοινά οράματα» των  ηγετών των δυο κοινοτήτων αλλά, αποκλειστικά, από τις προθέσεις της Τουρκίας οι οποίες, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν δείχνουν να αλλάζουν.

Μετά από σαράντα χρόνων ατέρμονες συνομιλίες, ένα χάος εξακολουθεί να χωρίζει τις δυο πλευρές που παρακάθονται σ’ αυτές. Βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση θέματα που δεν έπρεπε καν να συζητιούνται,  γιατί αφορούν βασικά συστατικά στοιχεία ενός σύγχρονου δημοκρατικού κράτους που είναι, μάλιστα, και μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τέτοια θέματα  είναι η κυριαρχία του κράτους - που δεν νοείται όταν υπάρχουν εγγυήσεις και επεμβατικά δικαιώματα -  και τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών του. Ούτε και για τη  βάση των συνομιλιών και, ειδικά, για τη μορφή του πολιτεύματος υπάρχει συμφωνία. Δεν συμφωνούν ως προς την ερμηνεία της κοινής διακήρυξης της 11/2/2014. Αν θα υπάρξει μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας ή αν θα ιδρυθεί ένα νέο κράτος από δυο «συνιστώσες πολιτείες» τις οποίες θα αποτελέσουν αυτό που ονομάζει η ελληνοκυπριακή πλευρά και αναγνωρίζει η διεθνής κοινότητα ως «Κυπριακή Δημοκρατία» και αυτό που  ονομάζει η τουρκοκυπριακή πλευρά ως «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου». Ακόμη, υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες και για ένα απλό ανακοινωθέν, όπως αυτό που διάβασε ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ μετά την πρόσφατη τριμερή συνάντηση στη Νέα Υόρκη, που ήταν μερικές μόνο παράγραφοι. Δεν γνωρίζουμε αν οι ακραίες θέσεις που προβάλλει η τουρκικής πλευράς στις συνομιλίες είναι απλοί θεατρινισμοί, μέρος ενός «σικέ» παιγνιδιού, για να προετοιμαστεί  η ευφορία από μια θεαματική τουρκική «υποχώρηση», ώστε η ηγεσία μας να μην έχει άλλη επιλογή παρά να οδηγηθεί, πανηγυρίζουσα, στην υποταγή στις τουρκικές επεκτατικές  ορέξεις και  να μη δεχθεί  την ήττα στο «παιγνίδι της επίρριψης ευθυνών» (blame game). 

Όμως, ανεξάρτητα από τα όσα εκτίθενται πιο πάνω, εκείνο που έχει, πλέον,  καταδειχθεί περίτρανα είναι ότι η λύση που επιδιώκει η Τουρκία δια των εγκάθετων της στην Κύπρο δεν είναι ομοσπονδιακή. Εκείνο που προς το παρόν επιδιώκει η Τουρκία, ως ένα περαιτέρω βήμα για προώθηση των επεκτατικών της σχεδιασμών, είναι μια λύση που θα προβλέπει την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη διαδοχή της από ένα θνησιγενές κρατικό μόρφωμα, με το ψευδεπίγραφο της «διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας», μια sui generis συνομοσπονδία δυο κρατών στην οποία το βόρειο θα τελεί υπό τον πλήρη έλεγχό της και το νότιο υπό την επικυριαρχία της. Μακροπρόθεσμος στόχος της Τουρκίας είναι, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν, η προσάρτηση όλης της Κύπρου. Τις ευκαιρίες, για τη δημιουργία τέτοιων συνθηκών,  θα τις παράσχει στην Τουρκία η μη λειτουργικότητα της λύσης.

(Φιλελεύθερος, 9.10.2016)