Είναι πασιφανές ότι η τούρκικη πλευρά με τις προτάσεις που κατά καιρούς υποβάλλει στις ατέρμονες διακοινοτικές συνομιλίες επιδιώκει την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας -την οποία θεωρεί καταργηθείσα από το 1963- και τη δημιουργία στη θέση της δυο κυρίαρχων κρατών.

Η ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στο διεθνή πολιτικό ορίζοντα αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στα τουρκικά επεκτατικά σχέδια. Η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν ο πρωταρχικός στόχος της Τουρκίας όταν εισέβαλε στην Κύπρο του 1974. Το επεδίωξε, κατά τρόπο ασφυκτικά πιεστικό, στη Διάσκεψη της Γενεύης, που πραγματοποιήθηκε στους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο του 1974. Αυτή η Διάσκεψη συνεκλήθη σύμφωνα με το Ψήφισμα 353/1974 του Συμβουλίου Ασφαλείας, με το οποίο καλούνταν  η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο ν' αρχίσουν χωρίς καθυστέρηση διαπραγματεύσεις  «για την αποκατάσταση της ειρήνης στην περιοχή και της συνταγματικής κυβέρνησης στην Κύπρο». Η Μεγάλη Βρετανία, η Ελλάδα κι η Τουρκία εκπροσωπήθηκαν στη Γενεύη από τους υπουργούς εξωτερικών James Callaghan, Γεώργιο Μαύρο και Turan Gunes αντίστοιχα.

Με τη Διακήρυξη που εκδόθηκε μετά την πρώτη φάση της Διάσκεψης, που έλαβε χώρα από τις 25 ως τις 30 Ιουλίου 1974,  η Τουρκία πέτυχε μια σημαντική   διπλωματική νίκη που θα τη βοηθούσε στην επίτευξη του στόχου της να καταλύσει την Κυπριακή Δημοκρατία. Στην παράγραφο 5 της Διακήρυξης που εκδόθηκε στις 30 Ιουλίου 1974 οι τρεις υπουργοί «σημείωναν την ύπαρξη στην πράξη στη Δημοκρατία της Κύπρου δυο αυτόνομων διοικήσεων, αυτής της ελληνοκυπριακής κοινότητας και αυτής της τουρκοκυπριακής κοινότητας» και συμφώνησαν  «χωρίς επηρεασμό των συμπερασμάτων που θα μπορούσαν να εξαχθούν από αυτήν την κατάσταση, να εξετάσουν στην επόμενη συνάντησή τους τα προβλήματα που εγείρονται από την ύπαρξή τους». Τη μεγάλη αυτή επιτυχία της Τουρκίας δεν την είχε αντιληφθεί ο Γεώργιος Μαύρος, ο οποίος μόλις την προηγούμενη της Διάσκεψης είχε αναλάβει του υπουργείο εξωτερικών της Ελλάδας.  Όταν ρωτήθηκε, τι κυρίως επιτεύχθηκε στη Γενεύη, απάντησε: «Με τη διακήρυξη των τριών υπουργών Εξωτερικών επιτεύχθηκε η εμμονή των εγγυητριών δυνάμεων στην εφαρμογή του ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας, προπαντός όμως η ύφεση στις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας...».

Στη δεύτερη φάση της Διάσκεψης, που άρχισε στις 8 Αυγούστου 1974 και  κράτησε ως τις 14 Αυγούστου  1974, πήραν μέρος και ο Γλαύκος Κληρίδης, ως εκπρόσωπος της ελληνοκυπριακής κοινότητας και ο Ραούφ Ντενκτάς, ως εκπρόσωπος της  τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η Τουρκία δεν προσήλθε στη φάση αυτή της Διάσκεψης για να διαπραγματευθεί. Κατά τρόπο εκβιαστικό και τελεσιγραφικό απαίτησε, είτε με το σχέδιο Ντενκτάς είτε με το σχέδιο Γκιουνές που υποβλήθηκαν,  την πλήρη αποδοχή των επεκτατικών της σχεδίων. Και τα δυο σχέδια απέβλεπαν στην κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη διχοτόμηση,  με τη νομιμοποίηση των «δυο αυτονόμων διοικήσεων». (Λεπτομέρειες για τη Διάσκεψη της Γενεύης γράφονται στο βιβλίο μου «Αναζητώντας την αυτογνωσία», Δεύτερος Τόμος ).

Η από μέρους της ελληνικής πλευράς μη αποδοχή των σχεδίων της Τουρκίας, εμπόδισε την τελευταία να πραγματοποιήσει πλήρως τους στόχους της. Η Τουρκία μπορεί με τη συνέχιση της εισβολής   να κατέλαβε το 38% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας και να διχοτόμησε de facto την Κύπρο, όμως,  δεν πέτυχε πλήρως τον στόχο της που πρόβλεπε και στην  κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η εισβολή δεν επηρέασε τη διεθνή υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Περαιτέρω, στα σχέδια της Τουρκίας δημιουργήθηκε ένα τεράστιο εμπόδιο όταν  η Κυπριακή Δημοκρατίας, με ολόκληρη την εδαφική της επικράτεια, είχε γίνει πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ένωσης. Είναι χαρακτηριστικές οι δηλώσεις που έκανε ο τότε Τούρκος υπουργός  Εξωτερικών Ισμαήλ Τζεμ για πρόκληση «μεγάλου επεισοδίου» και για αντιδράσεις «χωρίς όρια», σε περίπτωση ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Γι’ αυτό και η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να είναι η ασπίδα μας. Θα πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει, ακόμα και εδαφικά κολοβωμένη,  σε οποιαδήποτε λύση. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να αποδεχθούμε τη διάλυσή της, είτε άμεσα είτε έμμεσα. Στο Διεθνές Δίκαιο υπάρχει διάκριση μεταξύ «συνέχισης του κράτους» (state continuity), όπου ένα κράτος συνεχίζει να υφίσταται παρά την αλλαγή στην εσωτερική συνταγματική του δομή ή στο έδαφος ή στον πληθυσμό του και «διαδοχής του κράτους» (state succession), όπου ένα κυρίαρχο κράτος αντικαθίσταται από άλλο σε μια συγκεκριμένη εδαφική επικράτεια. Στην περίπτωση «διαδοχής του κράτους», τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του παλαιού κράτους δεν μεταφέρονται αυτόματα στο νέο κράτος. Οι Διεθνείς Συνθήκες που υπέγραψε το παλαιό κράτος δεν αφορούν το νέο κράτος το  οποίο  μπορεί να τις αποδεχθεί ή όχι. Η σημασία της πιο πάνω διάκρισης στην περίπτωση της Κύπρου είναι προφανής. Αν καταλυθεί η Κυπριακή Δημοκρατία και δημιουργηθεί στη θέση της ένα νέο κράτος που θα είναι «διάδοχο» και όχι «συνέχιση» της, είναι αμφίβολο αν το νέο κράτος θα συνεχίσει να είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Περαιτέρω, από τη δημιουργία του νέου κράτους και έπειτα, όποια κρίση θα προκύψει, θα αντιμετωπίζεται  διεθνώς σε εντελώς άλλη βάση.  Oι πιθανότητες για δημιουργία τέτοιων κρίσεων θα είναι πάμπολλες. Κυρίως, αν τις ευκαιρίες θα τις παρέχει η μη λειτουργικότητα του νέου κράτους. Μετά από  μια τέτοια κρίση,  δεν θα υπάρχει  καμιά τουρκική εισβολή, καμιά παράνομη κατοχή, καμιά Kυπριακή Δημοκρατία, της οποίας θα πρέπει να αποκατασταθεί η εδαφική ακεραιότητα.

Τέλος, είναι σημαντικό όπως η μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στο νέο κράτος που θα συσταθεί να αναφέρεται ρητά, χωρίς «εποικοδομητικές ασάφειες»,  στη συμφωνία που θα προκύψει. Η πείρα που δοκίμασε η Κύπρος και άλλα κράτη έδειξε ότι τις Διεθνείς Συνθήκες δεν είναι οι διεθνολόγοι που τις ερμηνεύουν, αλλά οι ισχυροί.

(Η Καθημερινή, 23.1.2011)