H βιωσιμότητα ενός  οποιουδήποτε ομοσπονδιακού   κράτους εξαρτάται κυρίως και πάνω από όλα από τη θέληση των μερών που θα το συγκροτήσουν να ζήσουν μαζί, με πνεύμα συνδιαλλαγής,  κάτω από μια μόνη ανεξάρτητη γενική κυβέρνηση για προώθηση μερικών κοινών σκοπών και, ταυτόχρονα, να έχουν  ανεξάρτητες περιφερειακές κυβερνήσεις για άλλους σκοπούς. (K. C. Wheare, Federal Government,  4η Έκδοση, σελίδες  36 - 39).  

Η προϋπόθεση αυτή  είναι απόλυτα απαραίτητη στις περιπτώσεις που το ομοσπονδιακό κράτος αποτελείται μόνο από δυο ομόσπονδα κράτη. Αν  δεν υπάρχει σε αυξημένο βαθμό πνεύμα συνδιαλλαγής και  αμοιβαία εμπιστοσύνη,  τα αδιέξοδα θα είναι αναπόφευκτα και αυτά τα αδιέξοδα οδηγούν στην παράλυση του κράτους. Έχουμε κλασσικό παράδειγμα το Βέλγιο το οποίο μαστίζεται από ακυβερνησία,  διασπασμένο από τις εθνικές διαφορές ανάμεσα στους γαλλόφωνους Βαλόνους και στους ολλανδόφωνους Φλαμανδούς. Άλλο παράδειγμα είναι η πρώην Τσεχοσλοβακία.

Στην περίπτωση της Κύπρου, αυτή η προϋπόθεση είναι εκ των ων ουκ άνευ, αν ληφθεί υπόψη ότι το ομοσπονδιακό κράτος, το οποίο δεχθήκαμε να προκύψει από τις συνομιλίες, θα είναι δικοινοτικό και διζωνικό. Με τη πρώτη «Συμφωνία Κορυφής» στις 12.2.1977 δεχθήκαμε όχι μόνο τη «δικοινοτική» αλλά και τη «διζωνική» ομοσπονδία, αφού δέχθήκαμε να συζητηθεί «το έδαφος το οποίο θα είναι υπό τη διοίκηση της κάθε κοινότητας» («The territory under the administration of each community»). Με άλλα λόγια, αναγνωρίστηκε ότι κάθε κοινότητα θα έχει τον ουσιαστικό έλεγχο της γεωγραφικής περιφέρειας που θα της παραχωρηθεί, πράγμα που προϋποθέτει την πληθυσμιακή υπεροχή σε αυτήν.  Μια τέτοια διευθέτηση συνεπάγεται δραστικό περιορισμό των πολιτικών δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών μεγάλου αριθμού προσώπων τον οποίο θα πρέπει να αποδεχθούν οι επηρεαζόμενοι. 

Τα προαναφερθέντα προαπαιτούμενα για να είναι βιώσιμο ένα ομοσπονδιακό σύστημα διακυβέρνησης δεν υπάρχουν εδώ και αρκετό καιρό στην Κύπρο. Δεν υπήρχαν όταν άρχισε τη ζωή της η Κυπριακή Δημοκρατία της οποίας η συνταγματική διάρθρωση διέπεται από δικοινοτικό πνεύμα και στηρίζεται στην ύπαρξη όχι ενός λαού αλλά των δυο κοινοτήτων  Υπήρχε και υπάρχει μεταξύ των δυο κοινοτήτων της Κύπρου αμοιβαία καχυποψία και δυσπιστία. Το καταμαρτυρούν όλες σχετικές οι δημοσκοπήσεις που διεξάγονται τα τελευταία χρόνια. 

Η ελληνοκυπριακή ηγεσίας αποδέχθηκε  τη λύση ομοσπονδίας, χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε σοβαρή επιστημονική μελέτη για την έννοια και το περιεχόμενο αυτής της μορφής διακυβέρνησης και χωρίς αντίληψη των αναπόφευκτων συνεπακόλουθων που ενείχε η αποδοχή μιας τέτοιας λύσης. Αυτή η «συμφωνηθείσα» από το 1977 βάση των συνομιλιών δημιούργησε ασφυκτικά δεδομένα που, έκτοτε, μας κυνηγούν. Τα συναντούμε στα διάφορα σχέδια των Γενικών Γραμματέων του Ο.Η.Ε και στα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. 

Το πρόβλημα περιπλέκεται περισσότερο με τον εποικισμό των κατεχομένων. Η εγκατάσταση ενός τόσο μεγάλου αριθμού εποίκων έχει αλλάξει σε τέτοιο βαθμό τα δημογραφικά δεδομένα στην κατεχόμενη Κύπρο, ώστε να μετατρέψει τους Τουρκοκυπρίους σε μειονότητα και να μπορεί ένας να ισχυριστεί ότι, σε μια λύση,  η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν «επανενώνεται» με τους γηγενείς Τουρκοκυπρίους - όπως συνέβη με τις Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου του 1960 – αλλά, στην ουσία, με την ίδια την Τουρκία.

Περαιτέρω,  έχει καταδειχθεί περίτρανα ότι η λύση που επιδιώκει η Τουρκία δια των εγκάθετων της στην Κύπρο δεν είναι ομοσπονδιακή. Εκείνο που προς το παρόν επιδιώκει η Τουρκία, ως ένα περαιτέρω βήμα για προώθηση των επεκτατικών της σχεδίων, είναι η διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας - την οποία θεωρεί καταργηθείσα από το 1963 - και μια λύση  συνομοσπονδίας  μεταξύ δυο νέων κρατών που θα δημιουργηθούν και η οποία θα επιτρέπει στην Τουρκία να ασκεί επικυριαρχία σ’ ολόκληρη την Κύπρο.

Έτσι, προοπτική μιας βιώσιμης λύσης διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, με τα σημερινά δεδομένα, δεν φαίνεται να υπάρχει. Για τούτο, οι συνομιλίες είναι κλινικά νεκρές εδώ και αρκετό καιρό.

Δυστυχώς, η Τούρκικη εισβολή και κατοχή δημιούργησαν σκοτεινές αδυσώπητες πραγματικότητες. Όμως, μέσα σ’ αυτές τις σκοτεινές αδυσώπητες πραγματικότητες ξεχωρίζει,  ως αχτίδα φωτός,  η ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Τουρκία με την εισβολή της δεν πέτυχε το βασικό της στόχο,  που ήταν η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Γι’ αυτό και η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να είναι η ασπίδα μας. Θα πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει, ακόμα και εδαφικά κολοβωμένη,  σε οποιαδήποτε λύση. Και τούτο,  να προκύπτει σαφώς από το κείμενο μιας τυχόν συμφωνίας και όχι από ερμηνεία  «εποικοδομητικών ασαφειών».  Οι πικρές εμπειρίες  που δοκίμασε η Κύπρος και άλλα κράτη έδειξαν ότι τις Διεθνείς Συνθήκες δεν είναι οι διεθνολόγοι που τις ερμηνεύουν, αλλά οι ισχυροί.

(Ο Φιλελεύθερος, 4.4.2011)