Το ομοσπονδιακό κράτος (federal state), σε αντίθεση με το ενιαίο κράτος,  είναι κράτος σύνθετο που αποτελείται από δυο ή περισσότερα μέλη, τα ομόσπονδα κράτη (federated states) και τα οποία συμπράττουν στο σχηματισμό των κεντρικών ομοσπονδιακών οργάνων.

Ομοσπονδιακά κράτη συνήθως δημιουργούνται από την ένωση κρατών ή ανεξαρτήτων επαρχιών (provinces) ή κοινοτήτων που αποφασίζουν για κοινό όφελος να συγκροτήσουν ένα κράτος. Κάθε μέλος του ομοσπονδιακού κράτους έχει τη δική του εδαφική περιοχή όπου ασκεί τις δικές του κρατικές εξουσίες (νομοθετικές, εκτελεστικές και δικαστικές),  που αποφασίζουν πάνω στα  θέματα που καθορίστηκαν στο ομοσπονδιακό Σύνταγμα ή πάνω στα θέματα που δεν έχουν ανατεθεί από το ομοσπονδιακό Σύνταγμα στο ομοσπονδιακό κράτος. Με άλλα λόγια, το «τεκμήριο αρμοδιότητας» άλλοτε ισχύει υπέρ του ομοσπονδιακού κράτους και άλλοτε υπέρ των ομόσπονδων κρατών. Στο ομοσπονδιακό  κράτος έχουμε μόνο μια κυριαρχία και μόνο μια διεθνή προσωπικότητα. Μόνο αυτό είναι υποκείμενο του διεθνούς δικαίου.      Το αντίθετο ισχύει με τη συνομοσπονδία κρατών (confederation), όπου δεν έχουμε ένα κυρίαρχο κράτος αλλά μια σχέση μεταξύ κυριάρχων κρατών για επιδίωξη κοινών σκοπών.

Η ισοτιμία των ομόσπονδων κρατών που συνθέτουν ένα ομοσπονδιακό  κράτος είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ομοσπονδιακών κρατών. Κατά πρώτο λόγο,  η ισοτιμία συνίσταται στο ότι ένα ομόσπονδο  κράτος θα έχει ισότιμη υπόσταση με τα άλλα ομόσπονδα κράτη. Με άλλα λόγια, κάθε ομόσπονδο κράτος θα έχει στην εδαφική περιοχή που διοικεί, ακριβώς την ίδια κρατική εξουσία που έχουν τα άλλα ομόσπονδα κράτη στην εδαφική περιοχή που διοικούν, χωρίς το ένα να μπορεί να μειώσει τις εξουσίες των άλλων. Περαιτέρω, η ισοτιμία των ομόσπονδων κρατών έχει την έννοια και της ισότιμης συμμετοχής τους στα όργανα του ομοσπονδιακού κράτους. Για την ικανοποίηση της τελευταίας προϋπόθεσης,  παρουσιάζεται  πρόβλημα,  αναφορικά με το βαθμό  συμμετοχής των ομόσπονδων κρατών στην ενάσκηση των εξουσιών των ομοσπονδιακών οργάνων,  στην περίπτωση που το ομοσπονδιακό κράτος το συνθέτουν μόνο δυο ομόσπονδα κράτη, όπως είναι η περίπτωση της Κύπρου.

Μπορεί στην περίπτωση της Κύπρου η ισοτιμία των δυο ομόσπονδων κρατών να έχει την έννοια της ίσης συμμετοχής τους στα όργανα του ομοσπονδιακού κράτους;     Σύμφωνα με την παράγραφο 5 των Ιδεών Γκάλι οι οποίες, υιοθετήθηκαν από το Συμβούλιο Ασφαλείας (Ψήφισμα 750 του 1992), «παρόλο που πολιτική ισότητα δεν σημαίνει ίση αριθμητική συμμετοχή σε όλους του κλάδους και τη διοίκηση του ομόσπονδης κυβέρνησης, αυτή θα πρέπει να αντανακλάται στο ότι για την  έγκριση και η τροποποίηση του ομοσπονδιακού συντάγματος θα απαιτείται η έγκριση και των δυο κοινοτήτων, στην αποτελεσματική συμμετοχή των δυο κοινοτήτων σε όλα τα όργανα και τις αποφάσεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, στη διασφάλιση ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν θα έχει την εξουσία να υιοθετεί οποιαδήποτε μέτρα εναντίον των συμφερόντων οποιασδήποτε κοινότητας και στο ότι τα δυο ομόσπονδα κράτη θα είναι ισότιμα και θα έχουν τις ίδιες εξουσίες και αρμοδιότητες». Ποια θα είναι αυτή η «αποτελεσματική συμμετοχή των δυο κοινοτήτων σε όλα τα όργανα και τις αποφάσεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης» εξακολουθεί να είναι το ζητούμενο!

Για να είναι βιώσιμο ένα ομοσπονδιακό σύστημα απαραίτητη προϋπόθεση είναι όπως μεταξύ των κρατών ή κοινοτήτων που θα αποτελέσουν το ομοσπονδιακό κράτος υπάρχει αμοιβαία εκτίμηση και σεβασμός,  που τα ωθεί στην επιθυμία να συνενωθούν κάτω από μια μόνη ανεξάρτητη γενική κυβέρνηση για προώθηση μερικών κοινών σκοπών και, ταυτόχρονα, να έχουν  ανεξάρτητες περιφερειακές κυβερνήσεις για άλλους σκοπούς. Όμως, αυτά δεν αρκούν. Πρέπει, περαιτέρω,  τα κράτη ή κοινότητες που θα συγκροτήσουν την ομοσπονδία, να έχουν  και την ικανότητα να εφαρμόσουν το σύστημα που θα αποφασίσουν. (K. C. Wheare, Federal Government,  4η Έκδοση, σελ. 36).  

Οι λόγοι που ωθούν δυο ή περισσότερα κράτη ή κοινότητες να συνενωθούν σ’ ένα ομοσπονδιακό κράτος ποικίλουν. Μπορεί να είναι η κοινή άμυνα, η διασφάλιση της ανεξαρτησίας του από ξένες δυνάμεις, η προσδοκία οικονομικών ωφελημάτων από την ένωση, κάποιοι πολιτικοί δεσμοί των ενδιαφερομένων μερών πριν από την ομοσπονδιακή ένωση με τη μορφή χαλαρής συνομοσπονδίας. Το τελευταίο συνέβηκε στια περιπτώσεις των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και της Ελβετίας. Δεν είναι απαραίτητα τα στοιχεία της κοινής γλώσσας, της κοινής θρησκείας ή της κοινής εθνικότητας, ανκαι αυτά υποβοηθούν. Παραδείγματα είναι ο Καναδάς και η Ελβετία. (K. C. Wheare, Federal Government,  4η Έκδοση, σελίδες 37-38).

(Καθημερινή, 19.12.2010)