Φαίνεται ότι σ’ αυτή τη χώρα ο Νόμος που μας χρειάζεται είναι αυτός που εισηγήθηκε κάποτε ο Εμμανουήλ Ροΐδης (1836-1904, ένας από τους πιο πνευματώδεις Έλληνες συγγραφείς του δεκάτου ενάτου αιώνα, γνωστός για τα ευφυολογήματα και τους αφορισμούς του  στο  εβδομαδιαίο σατιρικό περιοδικό «Ασμοδαίος», που εξέδιδε:  «Είς νόμος απαιτείται εις αυτήν τη χώραν, ο οποίος να επιτάσσει την εφαρμογήν όλων των υπολοίπων νόμων».

Αφορμή για να γράψω τα πιο πάνω και τα πιο κάτω, έδωσε το περιβόητο θέμα του ελέγχου των  οικονομικών καταστάσεων των κομμάτων, που  επανήλθε στην επικαιρότητα. Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, το υπουργείο Εσωτερικών επεξεργάζεται νομοσχέδιο με σκοπό την τροποποίηση της κείμενης νομοθεσίας προκειμένου να καλύψει τα κενά που υπάρχουν, με αποτέλεσμα να μην διασφαλίζεται η πλήρη διαφάνεια των κομμάτων σε ό,τι αφορά τις οικονομικές τους καταστάσεις.

Στην Κύπρο, το θέμα χρονολογείται από το 2001. Το Συμβούλιο της Ευρώπης είχε ζητήσει τότε από όλα τα κράτη μέλη να θεσπίσουν νομοθεσίες που να καθορίζουν το πλαίσιο χρηματοδότησης των κομμάτων.  Τα κοινοβουλευτικά κόμματα συζητούσαν τη ψήφιση του νομοθετήματος για έξι χρόνια (!) και συγκεκριμένα από το 2004.  Παρενέβη η αρμόδια Επιτροπή που χειρίζεται θέματα διαφθοράς στο Συμβούλιο της Ευρώπης, γνωστή ως «GRΕCΟ», η οποία απείλησε με κυρώσεις τη Δημοκρατία.  Εν τέλει, η ψήφιση της περιβόητης αυτής νομοθεσίας επιτεύχθηκε , έστω μετ' εμποδίων, με τη ψήφιση του περί Πολιτικών Κομμάτων Νόμου του 2011 (Νόμος 20 του 2011).  Όμως,  ο στόχος, που δεν ήταν άλλος από το να λειτουργούν τα κόμματα με βάση τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας, της αναλογικότητας και του ευρωπαϊκού κεκτημένου, δεν επιτεύχθηκε.  Και αυτό διότι, η νομοθεσία που ψηφίστηκε το Φεβρουάριο του 2011 δεν εφαρμόστηκε από τα κοινοβουλευτικά κόμματα, δηλαδή από τους ελεγχόμενους στην προκειμένη περίπτωση. Διαπιστώθηκε ότι  είχε τόσα πολλά κενά και ασάφειες που δεν επέτρεπε ουσιαστικά τον έλεγχο.  Μετά ένα χρόνο, ψηφίστηκε ο Νόμος 175 του 2012 που αντικατέστησε του Νόμο 20 του 2011. Ούτε και αυτός ο Νόμος εφαρμόστηκε. Σύμφωνα με σχετική διαπίστωση του Γενικού Ελεγκτή,  οι οικονομικές καταστάσεις που υπέβαλαν ΔΗΣΥ, ΔΗΚΟ, ΕΥΡΩΚΟ, Οικολόγοι και Κίνημα Ανεξάρτητων Πολιτών για το 2013 και ΕΔΕΚ-Οικολόγοι για το 2012, δεν συνάδουν με τη σχετική νομοθεσία. Πρόσφατα, η Επιτροπή Θεσμών αποφάσισε όπως τροποποιηθεί ο Νόμος ώστε η απαίτηση για  υποβολή των οικονομικών καταστάσεων των κομμάτων ισχύει για το 2013 και μετά.  Έτσι, η περίοδος κατά την οποία έγινε το μεγάλο φαγοπότι θα παραμείνει ανεξέλεγκτη. Ανεξέλεγκτες θα είναι και οι  οικονομικές καταστάσεις των κομμάτων για την περίοδο 2007-2008 κατά την οποία, σύμφωνα με τη σχετική καταγγελία, έγινε η   χρηματοδότηση του ΔΗΣΥ και του ΑΚΕΛ από την Focus Maritime Corporation του Μιχάλη Ζολώτα, ο οποίος φέρεται να έχει πάρει χωρίς επαρκείς εγγυήσεις δάνεια ύψους εκατοντάδων  εκατομμυρίων ευρώ από την Λαϊκή Τράπεζα την περίοδο Βγενόπουλου. 

Αναμφισβήτητα, η  διαφάνεια στη χρηματοδότηση των κομμάτων αποτελεί κορυφαίο ζήτημα για τη λειτουργία της Δημοκρατίας. Τα περισσότερα σκάνδαλα που ταλανίζουν σήμερα τη χώρα έχουν να κάνουν με πολιτικό «μαύρο» χρήμα που αποτελεί τον πυρήνα της διαπλοκής.   Αν ο όρος «διαπλοκή» είναι σχετικά καινοφανής, το φαινόμενο είναι πανάρχαιο και  υποδηλώνει τις σχέσεις που δημιουργούνται ανάμεσα στις οικονομικές και στις πολιτικές εξουσίες. Οι σχέσεις αυτές υποβοηθούν ένα μεγάλο μέρος των ιδιωτικών συμφερόντων να αντλεί άμεσα ή έμμεσα τα κέρδη του από κρατικές αποφάσεις. Στην περίπτωση αυτή,  τα ιδιωτικά αυτά συμφέροντα απλώνουν τα πλοκάμια τους προς τους νόμιμους φορείς της κρατικής εξουσίας με στόχο να εκμαιεύσουν ευνοϊκές αποφάσεις, ρυθμίσεις ή και παραλείψεις. Η αντιπαροχή είναι το  βρώμικο πολιτικό χρήμα του οποίου η διοχέτευση είναι,  υπό τις σημερινές συνθήκες, πάντα αδιόρατη και ανεξέλεγκτη.

Αποτελεί, ως εκ τούτου, ύψιστη αναγκαιότητα να θωρακιστεί θεσμικά ένα δημοκρατικό κράτος ενάντια στο βρόμικο πολιτικό χρήμα και σε τούτο θα συμβάλει μια νομοθεσία που θα θεσμοθετεί αποτελεσματικούς ελέγχους των οικονομικών καταστάσεων των πολιτικών κομμάτων.  Αρκεί αυτή η νομοθεσία να μην αποδειχθεί ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αφηρημένη φόρμουλα που συνοψίζει ευσεβείς πόθους και φρούδες ελπίδες. Όμως, αποτελεί ύψιστη αφέλεια να νομίζει κανείς ότι είναι δυνατόν, χωρίς αποτελεσματικούς ελεγκτικούς θεσμούς,  να παταχθεί η πολιτική διαφθορά και να αποκαλυφθούν ποτέ με βεβαιότητα οι έντεχνες υπόγειες συναλλαγές ανάμεσα στους ενεχομένους. Σπανιότατα οι καθ' ύλην αρμόδιες διωκτικές αρχές  έχουν στα χέρια τους τα αδιάσειστα εκείνα στοιχεία που θα τους επέτρεπαν να κινήσουν τις έννομες διαδικασίες.

(Φιλελεύθερος, 1.2.2015)