Η είδηση για τη χρηματοδότηση του ΔΗΣΥ και του ΑΚΕΛ την περίοδο 2007-2008 από την Focus Maritime Corporation του Μιχάλη Ζολώτα, ο οποίος φέρεται να έχει πάρει δάνεια ύψους 720 εκατ. ευρώ από την Λαϊκή Τράπεζα την περίοδο Βγενόπουλου, έφερε στην επικαιρότητα το θέμα της πολιτικής διαφθοράς και  αποκάλυψε για μια ακόμη φορά ότι τα ελλείμματά μας δεν είναι μόνο οικονομικά, αλλά, πρώτιστα, πολιτικά και ηθικά. Σπεύδουν οι πολιτικοί μας, με πρωτοφανή λαϊκισμό,  να πάρουν νέα νομοθετικά μέτρα, περιλαμβανομένης και της τροποποίησης του Συντάγματος, για να καλύψουν τη γυμνότητά τους. Όμως, νόμοι υπάρχουν εδώ και δεκαετίες και για το θέμα αυτό θα ασχοληθώ προσεχώς.

Tο θέμα της διαφθοράς και, ειδικά, της πολιτικής διαφθοράς, είναι διαχρονικό. Ο Δημοσθένης καυτηριάζει τους πολιτικούς της εποχής του λέγοντας: «Άλλοι τους από φτωχοί έγιναν πλούσιοι, άλλοι από άσημοι ονομαστοί, μερικοί έκτισαν σπίτια πιο μεγαλόπρεπα από τα δημόσια χτίρια.... και όσο μίκραινε η περιουσία της πολιτείας,  τόσο η δική τους μεγάλωνε». (Γ’  Ολυνθιακός, 29).Τα ίδια σχεδόν έλεγε για τους πρώτους πολιτικούς της ελεύθερης Ελλάδας ο Μακρυγιάννης: «Όσοι έχουν την τύχη μας σήμερον εις τα χέρια τους, όσοι μας κυβερνούν, μεγάλοι και μικροί, και υπουργοί και βουλευταί, το’ χουν σε δόξα, το’ χουν σε τιμή, το’ χουν σε ικανότη τους  να τους ειπής ότι έκλεψαν, ότι πρόδωσαν, ότι έφεραν τα κακά εις την πατρίδα. Είναι άξιοι άνθρωποι και τιμώνται και βραβεύονται. Όσοι είναι τίμιοι κατατρέχονται ως ανάξιοι της κοινωνίας και της πολιτείας....». Τον συμπληρώνει ο καυστικός Εμμανουήλ Ροΐδης, γράφοντας τα ακόλουθα στο σατυρικό περιοδικό του «Ασμοδαίος» στις 29.6.1875 για ένα πολιτικό  της εποχής του: «Εγνώριζεν εικοσιτέσσαρας τρόπους να προμηθεύηται χρήματα, εκ των οποίων ο τιμιώτερος ήτο η κλοπή».

Επίσης, το φαινόμενο της διαφθοράς δεν είναι μόνο κυπριακό.  Εμφανίζεται και στον ευρωπαϊκό χώρο και όχι μόνο. Μάλιστα, η σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία αποτελεί πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη της διαφθοράς και έδωσε νέες διαστάσεις στο φαινόμενο. Είναι σύνηθες παγκόσμιο φαινόμενο  τα ιδιωτικά συμφέροντα να απλώνουν τα πλοκάμια τους προς τους νόμιμους φορείς της κρατικής εξουσίας με στόχο να εκμαιεύσουν ευνοϊκές αποφάσεις, ρυθμίσεις ή και παραλείψεις. Η διαπλοκή των συμφερόντων συνδέεται με τη διαφθορά στη δημόσια ζωή. Βασικά, η διαφθορά αρχίζει από τη διαπλοκή των μεγάλων κεφαλαιούχων και επιχειρηματιών και των πολιτικών ηγετών  και των κρατικών αξιωματούχων και λειτουργών που βρίσκονται σε υψηλές θέσεις και μπορούν να πάρουν αποφάσεις που αγνοούν ή παρερμηνεύουν ή παρακάμπτουν τους νόμους. Αλλά, μπορεί να την συναντήσουμε τη διαφθορά και στον απλό πολίτη που εξασφαλίζει με ένα «φακελάκι» εξυπηρέτηση από  κυβερνητικό γιατρό, ή από  υπάλληλο του Κτηματολογίου,  του Τμήματος Πολεοδομίας,  του Τμήματος Δημοσίων Έργων ή της Επαρχιακής Διοίκησης. Η αντιπαροχή είναι το  βρώμικο πολιτικό χρήμα του οποίου η διοχέτευση είναι,  υπό τις σημερινές συνθήκες, πάντα αδιόρατη και ανεξέλεγκτη. Είναι ύψιστη αφέλεια να νομίζει κανείς ότι είναι δυνατόν να αποκαλυφθούν ποτέ με βεβαιότητα οι έντεχνες υπόγειες συναλλαγές ανάμεσα στους ενεχομένους. Σπανιότατα οι καθ' ύλην αρμόδιες διωκτικές αρχές έχουν στα χέρια τους τα αδιάσειστα εκείνα στοιχεία που θα τους επέτρεπαν να κινήσουν τις έννομες διαδικασίες και να αποδείξουν ενώπιον των δικαστηρίων τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος.  Αν δεν υπάρξουν «διαρροές» από μέσα, οι διεφθαρμένοι διαπλεκόμενοι θα αποκαλυφθούν μόνο από ανοησία ή από ατυχία. Ενδεικτική είναι η περίπτωση Τσοχατζόπουλου.  Η περίφημη θεσμική «διαφάνεια» στις χρηματοδοτήσεις των κομμάτων,  για την οποία γίνεται πολύς λόγος τελευταία,, είναι αναμφισβήτητα, απαραίτητη γιατί θωρακίζει τους δημοκρατικούς θεσμούς. Όμως, μπορεί να καταλήξει σε μια αφηρημένη φόρμουλα που συνοψίζει ευσεβείς και φρούδες ελπίδες. Εξ’ άλλου, η πιο σοβαρή διάσταση της διαφθοράς συνίσταται στη χρηματοδότηση-δωροδοκία των πολιτικών και των κρατικών αξιωματούχων. Για την αντιμετώπιση της μάστιγας αυτής. δεν προσφέρεται ούτε  και το περιβόητο «πόθεν έσχες».  Μάλιστα, μπορεί ένας να ισχυριστεί ότι ένα τέτοιο μέτρο μπορεί να αποτελέσει   «μέσο» και «διέξοδο», ακόμη και «άλλοθι» για όσους «έσχον» από επιλήψιμο «πόθεν». Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες νομικές ή λογιστικές γνώσεις για να φανεί πόσο εύκολο είναι να αποκρυβεί το «έσχες» που είναι προϊόν αδιαφανών και κολάσιμων «συναλλαγών», ιδίως όταν αυτό προέρχεται, ως «μίζα»,  από το εξωτερικό και καταλήγει είτε σε κάποια off shore εταιρεία είτε σε κάποια τράπεζα της Ελβετίας ή του Λιχτενστάιν. Εκεί, μένοντας ακίνητο, χωρίς να χρειάζεται να «ξεπλυθεί», είναι εξ αντικειμένου πολύ δύσκολο να εντοπιστεί.

(Φιλελεύθερος, 29.6.2014)