Η προεκλογική περίοδος την οποία διερχόμαστε  και η πρόσφατη ψήφιση του Νόμου 27(Ι)/2001, με τον οποίο τροποποιείται ο Ποινικός Κώδικας και θεσπίζεται το άρθρο 105Α που «ποινικοποιεί» το ρουσφέτι,  επανέφεραν το θέμα του ρουσφετιού στην επικαιρότητα. Δεν είναι λίγοι αυτοί που έσπευσαν να πανηγυρίσουν και το τέλος της εποχής του ρουσφετιού, με  την ποινικοποίησή του. Αποτελεί, το λιγότερο, αφέλεια αν όχι ευτελή λαϊκισμό  μια τέτοια προσέγγιση. Ο γράφων αμφιβάλλει αν θα υπάρξει, έστω και μια γνήσια υπόθεση, που θα προσαχθεί στο δικαστήριο. Και αν θα υπάρξει, δεν θα είναι γνήσια παράβαση του Νόμου, αλλά προσπάθεια συκοφάντησης του κατηγορουμένου. Εκφράζοντας αυτές τις επιφυλάξεις και προβληματισμούς, δεν αμφισβητώ, με οποιοδήποτε τρόπο, την αναγκαιότητα της θέσπισης αυτού του Νόμου. Εκείνο που αμφισβητώ είναι τις πιθανότητες να αποδειχθεί αποτελεσματικός στην έκταση που παρουσιάζεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας,  για τους λόγους που θα αναλυθούν πιο κάτω.

Το ρουσφέτι, με την έννοια της προσφοράς εκδούλευσης σ’ ένα πολίτη, είτε άμεσα είτε έμμεσα, για να εξασφαλίσει μια ευνοϊκή μεταχείριση στις επαφές ή συναλλαγές του με το κράτος, αποτελεί τη βασική γενεσιουργό αιτία της κρίσης θεσμών και αξιών την οποία διέρχεται ο τόπος.

Το ρουσφέτι όλοι το αναθεματίζουν αλλ’ ελάχιστοι το αποφεύγουν γιατί, όπως επανειλημμένα έχω γράψει και πει, αποτελεί, στην Κύπρο, μια καθιερωμένη μέθοδο διεξαγωγής του πολιτικού παιγνιδιού το οποίο βασίζεται στις πελατειακές σχέσεις.

Όταν μιλούμε για ρουσφέτι, ο νους μας  πηγαίνει συνήθως στην αναξιοκρατική ή ευνοιοκρατική επιλογή κάποιου σε μια θέση στο δημόσιο τομέα. Όμως, το ρουσφέτι εκδηλώνεται και σε άλλες περιπτώσεις επαφών πολιτών με το κράτος. Ενδεικτικά αναφέρω:

- Την ευνοιοκρατική κατακύρωση δημόσιας  προσφοράς  για εκτέλεση ενός έργου ή για παροχή μιας υπηρεσίας.

- Τις ευνοιοκρατικές κρατικές παροχές.

- Την ευνοιοκρατική εξέταση αιτήσεων για χορήγηση  αδειών,  που απαιτούνται από διάφορους νόμους.

- Την ευνοιοκρατική προώθηση και αποδοχή αιτήσεων για παροχή κρατικών υπηρεσιών.

Το ρουσφέτι έχει την πιο ελεεινή του μορφή όταν συνοδεύεται με τη διαφθορά, δηλαδή με τη δωροδοκία του αρμόδιου κρατικού οργάνου ή υπάλληλου.

Όταν το φαινόμενο του ρουσφετιού λαμβάνει τη μορφή της αναξιοκρατικής ή ευνοιοκρατικής επιλογής κατά την πλήρωση μιας θέσης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η «ρίζα του κακού» δεν βρίσκεται πάντοτε στο γραφείο του οργάνου που προβαίνει στην τελική επιλογή. Η αναξιοκρατική επιλογή μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μιας από τις πιο κάτω ενέργειες:

- Ενός σχεδίου υπηρεσίας που οι διατάξεις του ευνοούν συγκεκριμένο πρόσωπο. Με άλλα λόγια, φωτογραφίζουν το πρόσωπο που θα επιλεγεί.

- Μιας ευνοιοκρατικής αξιολόγησης στις υπηρεσιακές εκθέσεις.

- Μιας ευνοιοκρατικής σύστασης του προϊστάμενου του Τμήματος στο οποίο υπάγεται η θέση.

Κανονικά, η επικράτηση της αξιοκρατίας θα έπρεπε να είναι το κύριο μέλημα κάθε κυβέρνησης αφού η στράτευση των άξιων θα ενισχύσει την παραγωγικότητα της κρατικής μηχανής και έτσι θα συντελέσει στην επιτυχία του έργου της που είναι η επιτυχής διακυβέρνηση του τόπου. Εξ’ άλλου η εύνοια σε κάποιο ανάξιο δεν εξασφαλίζει και την υποστήριξή του. Κατά κανόνα, οι ανάξιοι είναι και αγνώμονες και σπεύδουν να χειροκροτούν τους εκάστοτε κρατούντες. Είναι αρκετά εύγλωττη η ρήση του Ταλλυεράνδου: «Όταν διορίζω κάποιο σε μια θέση, δημιουργώ ένα αχάριστο και εκατό δυσαρεστημένους».

Και, όμως, το ρουσφέτι υπάρχει και δεσπόζει στο δημόσιο βίο του τόπου και κατευθύνει τη συμπεριφορά της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτικών για αύξηση της πελατείας τους. Γιατί, το ρουσφέτι είναι μια νοοτροπία βαθειά ριζωμένη μέσα μας, εδώ και αιώνες, που δεν μπορεί να εξαλειφθεί από τη μια μέρα στην άλλη. Απαιτείται μια πολυχρόνια διεργασία και διαρκής παιδεία των πολιτών για να καλλιεργηθούν νέες νοοτροπίες και συμπεριφορές.

Στην επιτάχυνση αυτής της διεργασίας συμβάλλει, οπωσδήποτε, η θεσμοθέτηση μέτρων που αποβλέπουν στη καθιέρωση αντικειμενικών και μετρήσιμων κριτηρίων για τις προσλήψεις, προαγωγές και μεταθέσεις υπαλλήλων του δημόσιου τομέα και διαφανών διαδικασιών κατά την  κατακύρωση προσφορών και την εξέταση αιτήσεων και στην ενίσχυση των θεσμών ελέγχου, όπως του Επιτρόπου Διοικήσεως και του Γενικού Ελεγκτή, ώστε οι παρεμβάσεις τους να είναι πιο αποτελεσματικές.

Όμως, τα θεσμικά μέτρα δεν είναι αρκετά. Χρειάζονται και οι κατάλληλοι άνθρωποι. Και τα πιο αξιόλογα νομοθετήματα αχρηστεύονται και εξευτελίζονται στα χέρια ακατάλληλων ανθρώπων.

(Σημερινή, 2.4.2001)