Συμπληρώνονται δέκα χρόνια από τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Η συνθήκη της Λισαβόνας, που υπογράφτηκε στις 13/12/2007 και τέθηκε σε εφαρμογή την 1/12/2009, αποτελεί το νομικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Η τελική διαμόρφωση του περιεχομένου της Συνθήκης, ήταν, μετά από εντατικές και πολύχρονες διαβουλεύσεις, το συγκέρασμα αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων και αντιτιθεμένων απόψεων. Η ιστορία της ΕΕ είναι μία ιστορία αντιθέσεων και συνθέσεων, κρίσεων και υπερβάσεων. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι, σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η ΕΕ είναι μια ένωση κυρίαρχων κρατών όπου ανταγωνίζονται τα εθνικά συμφέροντα και επιχειρείται κάθε φορά ένας συμβιβασμός ανάμεσα στα συμφέροντα αυτά. Έτσι προχώρησε όλα αυτά τα χρόνια η ΕΕ, πότε με ένα βήμα μπροστά, πότε με δύο πίσω.
Οπωσδήποτε, με τη Συνθήκη της Λισαβόνας έγινε ένα ακόμη βήμα προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, μετά από το μεγάλο άλμα της ίδρυσης της ΕΕ που έγινε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (Maastricht) η οποία υπογράφτηκε στις 7/2/1992 και τέθηκε σε ισχύ στις 1/11/1993.
Όμως, τα διαδοχικά κύματα κρίσεων - από τα οποία ταλανίζεται η Ευρώπη από το 2007 – και, ειδικά, η μετάλλαξη της χρηματοοικονομικής κρίσης σε κρίση χρέους για χώρες της ευρωζώνης, η ουκρανική κρίση, το μεταναστευτικό κύμα, ο εφιάλτης της ισλαμικής τρομοκρατίας, η αποχώρηση της Μ. Βρετανίας από την Ένωση έχουν προκαλέσει σοβαρά εμπόδια στην πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση όπως την οραματίστηκαν αυτοί που έθεσαν τα θεμέλια του οικοδομήματος της ενωμένης Ευρώπης. Αυτές οι κρίσεις έχουν φέρει στην επιφάνεια τις εγγενείς αδυναμίες του συστήματος: ελλείμματα αλληλεγγύης, προφανείς δυσλειτουργίες στη λήψη καίριων και έγκαιρων αποφάσεων, ανυπαρξία κοινών πρωτοβουλιών και κυρίως απουσία ενιαίας εξωτερικής, αμυντικής και οικονομικής πολιτικής.
Ένας οργανισμός 27 κρατών συνιστά παγκόσμια υπερδύναμη, η οποία δικαιούται να έχει αποφασιστικό λόγο στη διαχείριση των διεθνών προβλημάτων και να μετέχει με ανάλογο μερίδιο στην παγκόσμια οικονομία. Πώς όμως θα πετύχει αυτούς τους στόχους όταν στον τομέα της άμυνας είναι εγκλωβισμένη στο αμερικανικό ΝΑΤΟ και στην εξωτερική πολιτική παραμένει «ετερόφωτη» και δεν τολμά να έχει αποφασιστικό ρόλο ακόμη και σε θέματα που θα πρέπει να την ενδιαφέρουν άμεσα, αφού αφορούν απειλές που αντιμετωπίζουν μέλη της ;
Τελευταία, δόθηκε στην Κύπρο υπερβολική σημασία στην απόφαση 23 κρατών-μελών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να ενεργοποιήσουν την PESCO (Permanent Enhanced Structured Cooperation). Θεωρήθηκε, μάλιστα, ότι η PESCO και η συμμετοχή της Κύπρου σε αυτήν θα λειτουργήσει ως ασπίδα προστασίας της Κύπρου από την τουρκική επιθετικότητα και ως εγγυητής επίλυσης του Κυπριακού. Η PESCO δεν είναι μορφή αμυντικής συμμαχίας των μελών της ΕΕ που να παρέχει αμυντική συνδρομή στην Κυπριακή Δημοκρατία, σε περίπτωση επίθεσης από άλλο κράτος, όπως ισχύει στην περίπτωση των μελών του ΝΑΤΟ.
Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) είναι ατελής. Η ΟΝΕ είναι κατά βάση μόνο Νομισματική Ένωση. Δεν μπορεί να υπάρξει ισχυρό ευρώ και ενιαία οικονομική πολιτική χωρίς την πλήρη οικονομική, δημοσιονομική (fiscal), τραπεζική και τελικά πολιτική ένωση. Πέραν τούτου, η ΟΝΕ έγινε όπλο στα χέρια των πλουσιότερων χωρών της ΕΕ, κυρίως της Γερμανίας, για άγρια εκμετάλλευση των οικονομικά ασθενέστερων χωρών του Νότου. Η ΕΕ, αντί να εργάζεται για τη σύγκλιση και την αλληλεγγύη, παρακολουθεί απαθής τη μεταχείριση που τυγχάνουν τα μικρά μέλη της. Τραγικό θύμα αυτού του θλιβερού φαινομένου υπήρξε η Κύπρος, που έτυχε το 2013 από τους εταίρους της μιας βάναυσης συμπεριφοράς.
Ωστόσο, όσο και αν προκαλεί πικρία και απογοήτευση η σημερινή εικόνα της Ευρώπης, για τις ευρωπαϊκές χώρες δεν υπάρχουν περιθώρια επιστροφής στο παρελθόν. Με την επιστροφή στο εθνικό κράτος, θα ακυρωθούν τα σημαντικά επιτεύγματα πολλών δεκαετιών και κυρίως το επίτευγμα της ειρήνης και σταθερότητας στην Ευρώπη.
Για την Κύπρο η προσκόλληση και παραμονή στην ευρωπαϊκή οικογένεια αποτελεί μονόδρομο. Η χώρα μας δεν θα έχει καμία τύχη έξω από αυτό το πλαίσιο. Η ιδιότητα της Κύπρου ως μέλους της ΕΕ αποτελεί την ασπίδα σωτηρίας της από τους τουρκικούς επεκτατικούς σχεδιασμούς. Προς τούτο, θα πρέπει, με τις κατάλληλες παραστάσεις και παρεμβάσεις της κυπριακής και ελλαδικής ηγεσίας, να αναγκάσουμε τους εταίρους μας να αφυπνιστούν και να αντιληφθούν ότι η ΕΕ, με τον ένα ή άλλο τρόπο είναι μέρος του προβλήματός μας και μέρος της λύσης, διότι στην Κύπρο διακυβεύονται ευρωπαϊκά συμφέροντα. Και πολιτικά και οικονομικά. Που κυρίως έχουν σχέση με το ρόλο που θα αποκτήσει στην Κύπρο και κατ' επέκταση στην Ευρώπη, η Τουρκία μετά από μια λύση που θα ικανοποιεί τους τουρκικούς επεκτατικούς σχεδιασμούς. Να συνειδητοποιήσουν ότι δεν είναι νοητή, με βάση το ευρωπαϊκό κεκτημένο, η ύπαρξη κράτους – μέλους της ΕΕ στο οποίο να υπάρχουν στρατεύματα κατοχής ή οιαδήποτε εγγύηση τρίτου και, ως εκ τούτου, δεν θα είναι κυρίαρχο ή το οποίο να μη σέβεται τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών του και θα διέπεται από ένα συνταγματικό καθεστώς που θα είναι ρατσιστικό και αντιδημοκρατικό. Πέραν τούτου, θα πρέπει οι εταίροι μας να συνειδητοποιήσουν ότι μια τουρκικών προδιαγραφών διζωνική δικοινοτική «ομοσπονδιακή» Κύπρος θα αποτελέσει τα εφαλτήριο για την Τουρκία , ένα κράτος εκτός ΕΕ, να έχει λόγο στις ευρωπαϊκές αποφάσεις και, κυρίως, αυτές που την αφορούν, μέσω της τουρκοκυπριακής συνιστώσας πολιτείας. Να αντιληφθούν, τέλος, ότι υπερασπιζόμενοι την κυριαρχία της Κύπρου, κατά την επίλυση του κυπριακού προβλήματος, υπερασπίζονται την κυριαρχία των κρατών μελών της ΕΕ.